ΕΘΝΟΣ & ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ - η ανάλυση και η ιστορική εξέλιξη μέχρι σήμερα, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και παγκοσμιοποίηση μέσα από μια διεθνιστική σκοπιά
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης
μπροσούρας αποτελεί την ενσάρκωση μιας
αυτομορφωτικής διαδικασίας που ξεκίνησε
πριν από 1,5 περίπου χρόνο. Θεωρήσαμε τις
ευρύτερες θεματικές του έθνους, του
έθνους-κράτους, του εθνικισμού και της
παγκοσμιοποίησης ως σημαντικές ώστε
να αναλυθούν παρά την πολυπλοκότητα
και το εύρος των πληροφοριών που θα
είχαμε να αντιμετωπίσουμε. Αφού
επιλέχθηκαν τα σχετικά βιβλία και έγινε
η παρουσίασή τους από τα άτομα που
συμμετείχαν στην διαδικασία της
αυτομόρφωσης, κατόπιν συζητήσεων
προέκυψαν τα κείμενα που συνθέτουν το
παρόν έντυπο.
Το έντυπο αυτό αποτελεί μια πρώτη
ανίχνευση και ανάλυση των εννοιών αυτών.
Δεν πρόκειται ούτε για μια ακαδημαϊκή
μελέτη ούτε για ένα μανιφέστο που οι
αλήθειες του δεν αμφισβητούνται. Θέλησή
μας αποτελεί το έργο αυτό να συνεχιστεί
και να προστεθούν πράγματα και αναλύσεις
με συγκεκριμένες θεματικές, όπως η
παγκοσμιοποίηση ή ο τρόπος που οικοδομήθηκε
το ελληνικό έθνος από τον εθνικισμό και
το κράτος. Φυσικά θα ήταν παραπάνω από
επιθυμητή μια διορατική και χωρίς
σκοπιμότητες κριτική, ώστε το περιεχόμενο
του εντύπου να αποσαφηνιστεί, να
εμπλουτιστεί και να διορθωθεί.
Αρχικά, λοιπόν, θα περιγράψουμε την
πορεία κατασκευής του έθνους στον δυτικό
κόσμο και τις λεγόμενες ανεπτυγμένες
χώρες και τον ρόλο του εθνικισμού και
του κράτους στη διαδικασία αυτή,
προσπαθώντας να ορίσουμε όσο καλύτερα
μπορούμε τις έννοιες αυτές. Η ανάλυση
αγγίζει τόσο θεωρητικά όσο και ιστορικά
πλαίσια, καθώς θέλαμε να δείξουμε την
πορεία εξέλιξης των γεγονότων, προβάλλοντας
και παραδείγματα ώστε να είναι περισσότερα
κατανοητή η εξέλιξη αυτή. Θα δούμε πώς
ο εθνικισμός και το εθνικό κράτος
μετασχηματίζονται και πώς προκύπτουν
ιδέες, όπως αυτές που συνδέονται με τον
φασισμό. Επίσης, θα γίνει ειδική μνεία
στα αντιστασιακά κινήματα κατά τη
διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και
τέλος, θα μιλήσουμε για την σημερινή
κατάσταση και τη διαδικασία της
παγκοσμιοποίησης.
Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει ένα
απόσπασμα για την μαρξιστική οπτική
πάνω στο εθνικό ζήτημα, η οποία –παρόλες
τις όποιες διαφωνίες μας –έχει επηρεάσει
την οπτική της ευρύτερης αριστεράς πάνω
σ’ αυτό. Ακόμη, θα γίνει μια ιστορική
αναδρομή και ανάλυση των φαινομένων
της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού,
καθώς και των κινημάτων που αντιστάθηκαν
στις διαδικασίες αυτές. Έτσι, θα δοθούν
και κάποια εκτενέστερα παραδείγματα
εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, όπως
της Ιρλανδίας και του Βιετνάμ. Τέλος,
θα παρουσιαστεί και αναλυθεί το κίνημα
για τα δικαιώματα των μαύρων στις ΗΠΑ
και συγκεκριμένα το Κόμμα των Μαύρων
Πανθήρων ως κίνημα αντίστασης ενάντια
στο ρατσισμό.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ,
ΠΑΓΙΩΣΗ ΚΑΙ ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ‘‘ΕΘΝΩΝ
ΚΡΑΤΩΝ’’
Έθνος,
έθνος-κράτος και εθνικισμός
Μιλώντας για έθνη, αρχικά πρέπει να
διευκρινιστεί ότι, αντίθετα με όσα
υποστηρίζει η εθνικιστική σκοπιά, τα
έθνη δεν αποτελούν οντότητες που χάνονται
στα βάθη της ιστορίας, αλλά είναι
δημιουργήματα αυτού που μπορούμε να
αποκαλέσουμε ως νεωτερική εποχή, δηλαδή
περίπου των τελευταίων τεσσάρων αιώνων.
Η σύγχρονη αντίληψη του έθνους αναπτύσσεται
μαζί με τις ιδέες που πηγάζουν από τις
μεγάλες αστικές επαναστάσεις του 18ου
αιώνα (Αμερικανική και Γαλλική) και
αποτελεί μια καινούργια ιδέα, καθώς οι
προηγούμενες χρήσεις του ουδεμία σχέση
έχουν με τη σημερινή έννοια. Το έθνος,
λοιπόν, περιέχει το στοιχείο του
κατασκευάσματος, ενός κατασκευάσματος
που δομείται από τον εθνικισμό, ο οποίος
και έρχεται πριν κι όχι μετά τα έθνη,
στηριζόμενος πότε σε πραγματικά πότε
σε αληθοφανή και πότε σε απατηλά στοιχεία
και μύθους.
Η σύγχρονη έννοια του ‘‘έθνους’’ δεν
εμφανίζεται συστηματικά παρά μόνο το
18ο αιώνα, παρόλο που υπάρχουν
σποραδικές αναφορές και παλιότερα. Λόγω
της δυσκολίας ακριβούς ορισμού
χρησιμοποιούνται διάφορα κριτήρια για
το σκοπό αυτό είτε μεμονωμένα (γλώσσα)
είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους (γλώσσα,
κοινό έδαφος, πολιτισμός, ιστορία κτλ).
Ένας διάσημος ορισμός είναι αυτός του
Στάλιν, για τον οποίο : ‘‘ένα έθνος
είναι μια ιστορικά εξελιγμένη, σταθερή
κοινότητα γλώσσας, εδάφους, οικονομικής
ζωής και ψυχολογικής σύστασης που
εκδηλώνονται σε μια πολιτισμική
κοινότητα.’’1 Εξίσου
δύσκολος διαχρονικά έχει υπάρξει και
ο ορισμός του εθνικισμού. Για τον Ernest
Gellner : ‘‘ο εθνικισμός
είναι πρώτα πρώτα μια πολιτική αρχή, η
οποία υποστηρίζει την εναρμόνιση της
πολιτικής και της εθνικής οντότητας.’’2
Πριν επιχειρηθεί να οριστούν οι έννοιες
αυτές είναι σημαντικό να γίνουν κάποιες
παρατηρήσεις. Αρχικά, ότι το έθνος ανήκει
σε μια πρόσφατη ιστορική περίοδο και
εκφράζει μια κοινωνική οντότητα που
σχετίζεται με το σύγχρονο κράτος (εθνικό
κράτος). Ο εθνικισμός προϋπάρχει του
έθνους και μαζί με το κράτος το δομούν.
Επίσης, εμφανίζονται στο πλαίσιο ενός
συγκεκριμένου επιπέδου τεχνολογικής
και οικονομικής ανάπτυξης που σχετίζεται
με το καπιταλιστικό σύστημα. Τέλος,
δομείται αρχικά και κυρίως από τα πάνω.
Το να επιχειρήσουμε τον ορισμό του
έθνους αποτελεί σίγουρα ένα δύσκολο
εγχείρημα, λαμβάνοντας υπόψη την
πολυπλοκότητα της έννοιας και το γεγονός
ότι η νοηματοδότηση και τα χαρακτηριστικά
του μεταβάλλονται. Παρόλα αυτά, θα
τολμήσουμε να ορίσουμε το έθνος ως μια
σύγχρονη συλλογική ανθρώπινη οντότητα
που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη φάση
ανάπτυξης του καπιταλιστικού καταμερισμού
εργασίας. Κατασκευάζεται μέσω του
κράτους και της εθνικιστικής ιδεολογίας
και στοιχεία που ενίοτε –κι όχι πάντα
–χρησιμοποιούνται για τη διαδικασία
αυτή αποτελούν η γλώσσα, η θρησκεία, μια
κοινή κουλτούρα και κοινός πολιτισμός,
καθώς επίσης και η ύπαρξη μιας συνεχούς
πολιτικής οντότητας στην οποία
‘‘στεγάζεται’’.
Ως εθνικιστική ιδεολογία μπορεί να
χαρακτηριστεί η ιδεολογία εκείνη που
αφού προσδιορίσει το έθνος και τον
εδαφικό του χώρο, προωθεί την ταύτιση
του συγκεκριμένου έθνους με ένα
συγκεκριμένο κράτος, μαζί με το οποίο
το κατασκευάζουν σταδιακά. Έτσι, συχνά,
μετά τη δημιουργία έθνους-κράτους, ο
εθνικισμός θα συνδεθεί είτε με διαδικασίες
επέκτασης του εθνικού κράτους είτε με
προσπάθειες ‘‘εθνικής’’ ομοιογενοποίησης
στο εσωτερικό του, οι οποίες είναι
συνήθως βίαιες. Το περιεχόμενό του,
όμως, όπως θα δείξουμε, δεν είναι
αναγκαστικά ‘‘δεξιό’’ ή ‘‘αριστερό’’,
‘‘συντηρητικό’’ ή ‘‘προοδευτικό’’.
Για τον Hroch υπάρχουν τρία
στάδια στα οποία μπορούν να διαιρεθούν
τα εθνικά κινήματα. Η φάση Α που είναι
καθαρά πολιτιστική, λαογραφική και
λογοτεχνική χωρίς πολιτικές ή εθνικές
νύξεις. Η φάση Β κατά την οποία σχηματίζεται
ένα σώμα πρωτοπόρων και υπέρμαχων της
‘‘εθνικής ιδέας’’ και αρχίζει η
ανάπτυξη πολιτικής προπαγάνδας για την
προώθηση της ιδέας αυτής. Τέλος, η φάση
Γ, όπου πλέον τα εθνικά κινήματα αποκτούν
μαζική υποστήριξη, ή τουλάχιστον κάποιο
μέρος από την μαζική υποστήριξη που οι
εθνικιστές ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν.
Η μετάβαση από τη φάση Β στη φάση Γ είναι
καθοριστική στην πορεία ανάπτυξης των
εθνικών κινημάτων. Μερικές φορές αυτό
συμβαίνει πριν από την εμφάνιση εθνικού
κράτους, όπως στην Ιρλανδία. Συχνότερα,
όμως συμβαίνει μετά, ως αποτέλεσμα της
δημιουργίας του. Κάποιες φορές, όπως σε
περιπτώσεις στον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο,
δεν συμβαίνει ούτε τότε.
Όσον αφορά στο έτερο στοιχείο δόμησης
του έθνους, αυτό που ονομάζεται σύγχρονο
κράτος παίρνει το οριστικό του σχήμα
την εποχή των αστικών επαναστάσεων, αν
και τα ευρωπαϊκά πριγκηπάτα του 16ου
και 17ου αιώνα μπορούν να θεωρηθούν
ως προπομποί του. Αποτελεί ως επί το
πλείστον μια συνεχή και αδιάσπαστη
επικράτεια, της οποίας τους κατοίκους
διοικεί και διαχωρίζεται από παρόμοιες
επικράτειες με σαφώς οριζόμενα σύνορα
ή όρια. Η διακυβέρνηση και διοίκηση
γίνονται απευθείας κι όχι μέσω συστημάτων
διοικητών ή αυτόνομων σωματείων, ενώ
επιδιώκεται η επιβολή των ίδιων θεσμικών
και διοικητικών ρυθμίσεων και νόμων σε
όλο το έδαφος που περικλείεται εντός
των ορίων του. Σταδιακά, μάλιστα,
αναγκάζεται να παίρνει όλο και περισσότερο
υπόψη τις απόψεις υποκόων ή πολιτών του
είτε λόγω παραχώρησης πολιτικών ρυθμίσεων
προς όφελός τους είτε επειδή χρειάζεται
την έμπρακτη υποστήριξή τους, για
παράδειγμα ως στρατιώτες. Επομένως, το
κράτος κυβερνάει έναν εδαφικά καθοριζόμενο
‘‘λαό’’ ως ανώτατος ‘‘εθνικός’’
παράγοντας εξουσίας επί του εδάφους
του, ενώ οι αντιπρόσωποί του εμπλέκονται
όλο και περισσότερο στη ζωή ακόμα και
των τελευταίων κατοίκων της πιο
απομακρυσμένης επαρχίας στην επικράτειά
του. Όσο το κράτος διεισδύει στην
καθημερινότητα των πολιτών του τόσο το
έθνος γίνεται η νέα μορφή νομιμοποίησης
της εξουσίας.
‘‘Τα κράτη-έθνη, επιτρέψτε μου να
επισημάνω, είναι κράτη, όχι μόνο έθνη.
Η εγκαθίδρυσή τους σημαίνει ότι η εξουσία
επενδύεται σ’ έναν συγκεντρωτικό,
επαγγελματικό και γραφειοκρατικό
μηχανισμό που ασκεί το κοινωνικό
μονοπώλιο της οργανωμένης βίας, ιδιαίτερα
με τη μορφή του στρατού και της αστυνομίας.
Το κράτος αποδιαρθρώνει την αυτονομία
των τοπικών κοινοτήτων και των επαρχιών
με την πανίσχυρη εκτελεστική του εξουσία
και στα ρεπουμπλικανικά κράτη με τη
νομοθετική του εξουσία, τα μέλη της
οποίας εκλέγονται ή διορίζονται για να
εκπροσωπούν ένα καθορισμένο αριθμό
«εκλογέων». Ο πολίτης σε μια αυτοδιοικούμενη
τοπική κοινότητα εξαφανίζεται μέσα σ’
ένα ανώνυμο συνοθύλευμα ατόμων, που
πληρώνουν τους δέοντες φόρους, σε
αντάλλαγμα των «υπηρεσιών» που προσφέρει
το κράτος. Η «πολιτική», στο πλαίσιο του
κράτους-έθνους, εντοπίζεται σ’ ένα
σύνολο ανταλλακτικών σχέσεων όπου οι
εκλογείς, γενικά, προσπαθούν να πάρουν
ανταλλάγματα γι’ αυτά που πληρώνουν
στην «πολιτική» αγορά αγαθών και
υπηρεσιών. Ο εθνικισμός, σαν μορφή
διευρυμένου φυλετισμού, ενδυναμώνει
το κράτος παρέχοντας σ’ αυτό την αφοσίωση
ενός λαού που έχει γλωσσικές, εθνοτικές
και πολιτισμικές συγγένειες. Στην
πραγματικότητα, ο εθνικισμός νομιμοποιεί
το κράτος, παρέχοντας σ’ αυτό μία λαϊκή
βάση από φαινομενικά κοινά χαρακτηριστικά,
τα οποία σχετίζονται με τη βιολογία και
την παράδοση.’’3
Το έθνος, λοιπόν, αποτελεί μια νεωτερική
έννοια. Το Λεξικό της Βασιλικής Ισπανικής
Ακαδημίας δεν χρησιμοποιεί την ορολογία
του έθνους με τη σύγχρονη άποψη πριν το
1884. Μέχρι τότε η λέξη ‘‘nación’’ σήμαινε
το ‘‘σύνολο των κατοίκων μιας επαρχίας,
μιας χώρας ή ενός βασιλείου’’ όπως
και ‘‘έναν αλλοδαπό’’. Τη
συγκεκριμένη χρονιά, όμως, ορίζεται ως
‘‘ένα κράτος ή πολιτικό σώμα το οποίο
αναγνωρίζει ένα ανώτατο κέντρο κοινής
διακυβέρνησης’’ και ως η ‘‘επικράτεια
που καθορίζεται από εκείνο το κράτος
και τα άτομα που το κατοικούν και
θεωρείται ένα σύνολο’’. Μετά το 1925
περιγράφεται ως ‘‘το σύνολο των
ατόμων που έχουν την ίδια εθνική καταγωγή
και, γενικώς, μιλούν την ίδια γλώσσα και
διαθέτουν μια κοινή παράδοση.’’4
Η πρώτη σημασία της λέξης υποδεικνύει
την αρχή ή την καταγωγή (‘‘naissance,
extraction, rang’’
δηλαδή ‘‘γέννηση, καταγωγή, τάξη’’
στα γαλλικά). Το ίδιο συμβαίνει και με
τη λέξη ‘‘patria’’, ενώ
στις λατινογενείς γλώσσες χρησιμοποιείται
το ‘‘natio’’. Αλλού αποτελεί
ξένο δάνειο. Ο όρος εξελίσσεται προς
την περιγραφή ευρύτερων ομάδων (συντεχνίες
ή άλλα σωματεία) που ζητούν να διακριθούν
από τις υπόλοιπες. Έτσι, γίνεται συνώνυμο
του αλλοδαπού, των ξένων εμπόρων και
των ομάδων των φοιτητών στα αρχαία
πανεπιστήμια. Σε άλλες περιπτώσεις
τονίζεται ο τόπος ή το έδαφος της
καταγωγής (επαρχία), αλλού η ομάδα κοινής
καταγωγής (εθνικότητα). Για το New
English Dictionary
(1908) η παλιά σημασία της λέξης απεικονίζει
απλώς την εθνική ενότητα, αλλά η πρόσφατη
χρήση της ‘‘την ιδέα της πολιτικής
ενότητας και ανεξαρτησίας.’’5
Το έθνος είναι μια ‘‘φαντασιακή
κοινότητα’’. Τα εθνικά κινήματα και
κράτη κινητοποιούν παραλλαγές των
συναισθημάτων συλλογικής ένταξης, μέσω
υπερ-τοπικών μορφών λαϊκής ταύτισης,
όπως τα θρησκευτικά σύμβολα και μέσω
πολιτικών δεσμών και λεξιλογίων ομάδων
που συνδέονται πιο άμεσα με κράτη και
θεσμούς. Ποια είναι, όμως, τα στοιχεία
που δημιουργούν μια εμβρυακή εθνική
συνείδηση; Τα πιο σημαντικά θα μπορούσαμε
να πούμε ότι είναι η γλώσσα, η θρησκεία,
η εθνότητα και η συνείδηση του ανήκειν
σε μια ιστορική πολιτική οντότητα.
Όσον αφορά στη γλώσσα, η ‘‘εθνική’’
γλώσσα δημιουργείται μέσω της γενίκευσης
της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Προηγουμένως
υπάρχουν λογοτεχνικά ή διοικητικά
ιδιώματα ή μια κοινή γλώσσα που
χρησιμοποιείται στις εμπορικές συναλλαγές
σε περιοχές όπου μιλιούνται πολλές
γλώσσες. Παρόλα αυτά, δεν αποκλείεται
να υπάρχουν είτε μια λαϊκή πολιτισμική
ταύτιση με μια γλώσσα είτε συγγενείς
διάλεκτοι που χαρακτηρίζουν ένα σύνολο
κοινοτήτων και τις διαχωρίζουν από τους
γείτονές τους. Οι εθνικές γλώσσες, όμως,
είναι σχεδόν κατά το ήμισυ τεχνητά
κατασκευάσματα ή και πλήρως επινοημένες
μερικές φορές, όπως τα εβραϊκά. ‘‘Συνήθως
πρόκειται για προσπάθειες να επινοηθεί
ένα τυποποιημένο ιδίωμα από μια
πολλαπλότητα πραγματικά ομιλούμενων
ιδιωμάτων, τα οποία στο εξής υποβιβάζονται
σε διαλέκτους, και το κύριο πρόβλημα
κατά τη δημιουργία τους είναι συνήθως,
ποια διάλεκτο να επιλέξουν ως βάση της
τυποποιημένης και ομογενοποιημένης
γλώσσας.’’6 Οι γλώσσες
και οι γλωσσικές οικογένειες αποτελούν,
εντούτοις, στοιχείο της λαϊκής
πραγματικότητας. Η γλώσσα δεν προσδιορίζει
αναγκαστικά μια εθνότητα, όπως σε
περιπτώσεις όπου δεν συμβιώνουν
διαφορετικές γλωσσικές ομάδες σε
απόσταση αλληλεπίδρασης ή όπου συμβιώνουν
και η πολυγλωσσία θεωρείται κάτι
φυσιολογικό.
Γενικά η γλώσσα αποτέλεσε έναν –κι όχι
απαραίτητα τον πρωταρχικό –τρόπο
διάκρισης ανάμεσα σε πολιτιστικές
ομάδες. ‘‘Στην πραγματικότητα, η
μεταφυσική ταύτιση μιας εθνότητας με
κάποιο είδος πλατωνικής ιδέας της
γλώσσας, που υπάρχει πέρα και πάνω από
όλες τις παραλλαγές και ατελείς μορφές
της, χαρακτηρίζει πολύ περισσότερο την
ιδεολογική κατασκευή των εθνικιστών
διανοουμένων, εκ των οποίων ο Herder
είναι ο προφήτης, παρά τους πραγματικούς
χρήστες του ιδιώματος.’’7
Σε μεταγενέστερο στάδιο η γλώσσα
αποτέλεσε το κεντρικό στοιχείο στον
σύγχρονο ορισμό της εθνικότητας.
Όσον αφορά στην εθνότητα σχεδόν πάντα
συνδέεται μ’ έναν απροσδιόριστο τρόπο
με κοινή καταγωγή και προέλευση, από
τις οποίες υποτίθεται ότι προέρχονται
τα κοινά χαρακτηριστικά μιας εθνικής
ομάδας. Βασικές έννοιες υποστήριξης
της εθνότητας είναι η ‘‘συγγένεια’’
και το ‘‘αίμα’’, ενώ οι θεωρίες αυτές
ποτέ δεν έχουν αποδειχθεί επιστημονικά.
Επομένως, η γενετική προσέγγιση της
εθνότητας είναι απολύτως αβάσιμη, εφόσον
η ζωτική βάση μιας εθνικής ομάδας ως
μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης μόνο
βιολογική δεν είναι. Επιπλέον, οι
πληθυσμοί σχεδόν όλων των εδαφικά
μεγάλων εθνικών κρατών είναι εξαιρετικά
ετερογενείς, ενώ η δημογραφική ιστορία
περιοχών της Ευρώπης, όπως της Κεντρικής,
Νότιας και Νοτιοανατολικής, επιτρέπει
τη γνώση του πόσο πολυειδής είναι η
προέλευση των σημερινών εθνικών ομάδων.
Όσον αφορά στη θρησκεία, οι δεσμοί
μεταξύ θρησκείας και εθνικής συνείδησης
μπορεί συχνά να είναι πολύ στενοί, όπως
δείχνουν τα παραδείγματα της Πολωνίας
και της Ιρλανδίας. Η καθιέρωση μιας
‘‘εθνικής θρησκείας’’ επιλέγεται
αρχικά επειδή ένας λαός αισθάνεται
διαφορετικά από γειτονικούς λαούς ή
κράτη (Ιρλανδία, Ιράν). Από την άλλη, ο
προσηλυτισμός σε διαφορετικές θρησκείες
μπορεί να βοηθήσει στη δημιουργία
διαφορετικών εθνικοτήτων, όπως στην
περίπτωση των Σέρβων και των Κροατών.
Όμως, μπορεί να υπάρξει και δημιουργία
εθνικής συνείδησης σε λαούς που τους
διαιρούν θρησκευτικές διαφορές, όπως
στους Αλβανούς. Γενικά, όπως γίνεται
αντιληπτό, οι σχέσεις ανάμεσα στη
θρησκεία και την αρχική ανάπτυξη του
εθνικισμού είναι εξαιρετικά περίπλοκες.
Τελευταίο στοιχείο είναι η συνείδηση
ενός ατόμου του να ανήκει ή να έχει
υπάρξει μέλος σε μια διαρκή πολιτική
οντότητα, η οποία χαρακτηρίζεται ως
‘‘ιστορικό έθνος’’ κατά τον 19ο
αιώνα. Συχνά το κράτος που σχημάτιζε τα
πλαίσια του μεταγενέστερου ‘‘έθνους’’
συνδεόταν μ’ έναν κρατικό λαό (Staatsvolk),
όπως οι Μεγαλο-Ρώσοι, οι Άγγλοι και οι
Καστιγιάνοι. Βέβαια, αρχικά, αυτό το
‘‘πολιτικό έθνος’’ περιελάμβανε την
μικρή μειοψηφία των ανώτερων τάξεων
(ευγενείς, ελίτ, άρχοντες). Αυτό σημαίνει
ότι η μεγάλη πλειοψηφία του λαού δεν
ταυτιζόταν με κάποια ‘‘χώρα’’, αλλά
περιστασιακά με κάποιον άρχοντα, ευγενή,
τον βασιλιά… Παρόλα αυτά, το συναίσθημα
του ανήκειν σ’ ένα ιστορικό κράτος
μπορεί να δημιουργήσει μια πρωτόλεια
εθνική συνείδηση στους απλούς ανθρώπους.
Το συγκεκριμένο γεγονός ωθεί τον σύγχρονο
εθνικισμό να φτάσει πίσω, αρκετά μακριά
από την πραγματική μνήμη των λαών, στην
αναζήτηση μιας ‘‘εθνικής’’ ιστορικής
πολιτικής οντότητας.
Η δημιουργία μιας εμβρυακής εθνικής
συνείδησης (αυτό που ο Hobsbawm
ονομάζει πρωτο-εθνικισμό) δεν αρκεί από
μόνη της για τη δημιουργία εθνικών
κρατών. Ο αριθμός των εθνικών κινημάτων
είναι πολύ μικρότερος από τις ομάδες
που μπορούν να αξιώσουν τον προσδιορισμό
τους ως ‘‘έθνη’’. Δεν μπορεί, επομένως,
να υπάρξει ένας κόσμος εθνών, παρά μόνο
ένας κόσμος, όπου μερικές εν δυνάμει
εθνικές ομάδες αποκλείουν άλλες από
παρόμοιες αξιώσεις. Επίσης, παρόλο που
η πρωτο-εθνική βάση μπορεί να είναι
σημαντική για τη δημιουργία εθνικών
κινημάτων, εντούτοις δεν είναι βασικός
παράγοντας για τη διαμόρφωση πατριωτισμού
και νομιμοφροσύνης προς το κράτος, από
τη στιγμή που θα ιδρυθεί. Όπως ειπώθηκε,
τα έθνη είναι επακόλουθα των κρατών κι
όχι η βάση τους, καθώς οι κρατικοί
μηχανισμοί και ο εθνικισμός δομούν τα
έθνη κι όχι το αντίστροφο. Χαρακτηριστικότερα
παραδείγματα αποτελούν οι ΗΠΑ και η
Αυστραλία, αφού τα μετέπειτα εθνικά
χαρακτηριστικά τους εντοπίζονται από
τον 18ο αιώνα και μετά.
18ος
αιώνας και αστικές επαναστάσεις
(1789-1815)
Καταρχάς, η εποχή κατά την οποία η έννοια
του έθνους απέκτησε τη νέα δυναμική της
ήταν μια εποχή που καθορίστηκε και
σημαδεύτηκε από δυο εξελίξεις πανευρωπαϊκού
και ίσως παγκόσμιου βεληνεκούς. Πρόκειται
για τις επαναστάσεις της αστικής τάξης
που συνέβησαν στα τέλη του 18ου
αιώνα και καθόρισαν τις μετέπειτα
πολιτικές εξελίξεις του 19ου αιώνα
(κυρίως η γαλλική του 1789, όχι τόσο από
την άποψη της επίδρασης η αμερικανική
του 1776) και φυσικά για τη βιομηχανική
επανάσταση (Αγγλία) που οδήγησε στην
οικονομική ανάπτυξη με την άνοδο του
βιομηχανικού καπιταλισμού και την
ταχεία εξάπλωσή του. ‘‘Αν η οικονομία
του κόσμου, τον 19ο αιώνα,
δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο με την
επίδραση της βρετανικής Βιομηχανικής
Επανάστασης, η πολιτική και η ιδεολογία
του διαμόρφωθηκαν κυρίως με την επίδραση
της Γαλλικής Επανάστασης. Η Βρετανία
πρόσφερε το πρότυπο για τους σιδηροδρόμους
και τα εργοστάσια, την εκρηκτική ύλη
στον τομέα της οικονομίας, που τίναξε
στον αέρα τις παραδοσιακές οικονομικές
και κοινωνικές δομές του μη ευρωπαϊκού
κόσμου ͘͘͘͘͘͘ αλλά η Γαλλία δημιούργησε
τις επαναστάσεις του και του έδωσε τις
ιδέες του, σε σημείο που η τρίχρωμη
σημαία της να γίνει το έμβλημα όλων
σχεδόν των νέων εθνών, ενώ η ευρωπαϊκή
(αλλά και η παγκόσμια πολιτική) μεταξύ
του 1789 και του 1917 ήταν σε μεγάλο βαθμό
αγώνας υπέρ ή κατά των αρχών του 1789, ή
των πιο εμπρηστικών ακόμα του 17931…..
Η Γαλλία έδωσε το πρώτο σημαντικό
παράδειγμα, την έννοια και το λεξιλόγιο
του εθνικισμού.’’8
Μπορεί οι εξελίξεις αυτές να συνέβησαν
σε συγκεκριμένες χώρες, όμως ο χαρακτήρας
τους ήταν οικουμενικός. Εκτός του
γεγονότος ότι η επανάσταση διέλυσε τη
κοινωνική δομή του γαλλικού φεουδαλισμού,
ο οποίος καταργήθηκε οριστικά το 1793 και
εντέλει της απόλυτης μοναρχίας (αν και
η παλινόρθωση δεν άργησε να έρθει) έθεσε
ουσιαστικά τέλος στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα
με τα γεγονότα που ακολούθησαν
(Ναπολεόντιοι πόλεμοι). Ο φεουδαλισμός
καταργήθηκε επίσημα και οριστικά στα
εδάφη που κατέκτησε ο Ναπολέοντας
(Κεντρική και Δυτική Ευρώπη, τμήμα της
Ανατολικής), ενώ επήλθε ένας βαθύς
μετασχηματισμός της πολιτικής ατμόσφαιρας,
καθώς στις επόμενες δεκαετίες ακόμη
και οι αντιδραστικές δυνάμεις αναγνώρισαν
και υιοθέτησαν τις αλλαγές που
συντελέστηκαν, μεταρρυθμίζοντας τα
καθεστώτα τους.
Επίσης, γίνεται ένα σημαντικό βήμα
στην ανάπτυξη του σύγχρονου κράτους.
‘‘Το χαρακτηριστικό σύγχρονο κράτος,
που ήταν σε εξέλιξη για αρκετούς αιώνες,
είναι μια περιοχή εδαφικά συνεκτική
και ενιαία, με αυστηρά καθορισμένα
σύνορα. Κυβερνιέται από μια ενιαία
κυρίαρχη αρχή και σύμφωνα με ενιαίο
θεμελιώδες σύστημα διοίκησης και
δικαίου. (Από τον καιρό της Γαλλικής
Επανάστασης θεωρήθηκε ως δεδομένο ότι
το κράτος θα πρέπει να αντιπροσωπεύει
ένα ενιαίο «έθνος» ή γλωσσική
ενότητα…..)’’.9 Έτσι, εξαφανίζονται
σταδιακά οι διοικητικές μορφές της
φεουδαρχίας, που θεωρούνται πλέον
προβληματικές οντότητες, όπως εδάφη
στο εσωτερικό κρατών που η κυριαρχία
τους ανήκει σε άλλα κράτη, ανεξάρτητες
δημοκρατίες τύπου ‘‘πόλης-κράτους’’,
ανεξάρτητα εκκλησιαστικά κράτη κτλ.
Μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες,
λοιπόν, εμφανίζεται και αναπτύσσεται
η σύγχρονη ιδέα του έθνους και η ιδεολογία
του εθνικισμού, έννοιες που τότε
συνοδεύονται με τις επαναστατικές ιδέες
της ανερχόμενης ακόμη αστικής τάξης
και απειλούν το ‘‘παλαιό καθεστώς’’
της απόλυτης μοναρχίας και της φεουδαρχίας.
Αποκορύφωμα η επανάσταση που συμβαίνει
στο μέρος-προπύργιο της απολυταρχίας:
τη Γαλλία. Οι Γάλλοι επαναστάτες (όπως
προγενέστερα οι Αμερικάνοι) προσδίδουν
στη σύγχρονη σημασία του έθνους ως επί
το πλείστον πολιτικά κι όχι γλωσσικά ή
άλλα κριτήρια, όπως η θρησκεία. Γι’
αυτούς, έθνος είναι το σώμα των πολιτών
(λαός), η συλλογική κυριαρχία των οποίων
συγκροτούσε το κράτος, το οποίο και
αποτελούσε τη συλλογική τους έκφραση.
Υπάρχει, δηλαδή, μια εξίσωση των εννοιών
λαός, έθνος, κράτος, καθώς και η εμφάνιση
της έννοιας της λαϊκής αυτοδιάθεσης,
ιδέες οι οποίες και θα επηρεάσουν
κινήματα και επαναστάσεις ως τις μέρες
μας. Επίσης το σημαντικότερο κριτήριο
για να θεωρηθεί κάποιος μέλος ενός
έθνους θεωρούνταν, σύμφωνα μ’ αυτή την
αντίληψη, η βούληση για ένταξη στο έθνος,
ενώ στοιχεία εθνικότητας θεωρούνται
δευτερεύοντα (γλώσσα, θρησκεία, κοινό
ιστορικό παρελθόν). Πρόκειται, επομένως,
για μια ριζοσπαστική (κι όχι αναγκαστικά
δημοκρατική) αντίληψη του έθνους2.
Φυσικά, στοιχεία όπως ο εθνικός
ανταγωνισμός ή η εθνική υποταγή
υπονοούνταν, αλλά βρισκόταν ακόμη σε
εμβρυακό στάδιο, καθώς αρχικά οι Γάλλοι
επαναστάτες μιλώντας για γαλλικό έθνος
δεν συνειδητοποίησαν ότι ήταν δυνατό
τα συμφέροντά τους να συγκρουστούν με
τα συμφέροντα άλλων λαών (εξάλλου τη
συγκεκριμένη εποχή τι μπορούσε να
θεωρηθεί στα αλήθεια ως έθνος;), αφού
θεωρούσαν ότι δομούσαν ένα απελευθερωτικό
κίνημα κατά της τυραννίας.
Επίσης, το έθνος συνδέεται με το έδαφος,
εφόσον η δομή και ο ορισμός των σύγχρονων
κρατών ήταν εδαφικά. Σύμφωνα με τη
Γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του
1795 : ‘‘κάθε λαός είναι ανεξάρτητος
και κυρίαρχος, οιοσδήποτε κι αν είναι
ο αριθμός των ατόμων που τον αποτελεί
και η έκταση του εδάφους που κατέχει.
Αυτή η κυριαρχία είναι αναπαλλοτρίωτη.’’10
Στοιχεία όπως η γλώσσα, η θρησκεία,
το κοινό ιστορικό παρελθόν και η
εθνικότητα δεν αποτελούσαν κριτήρια
ορισμού του έθνους σύμφωνα με τέτοιες
απόψεις. Μπορεί, για παράδειγμα, η γλώσσα
να ήταν απαραίτητη για την πολιτογράφηση,
αλλά δεν θεωρούνταν όρος η εκ γενετής
ομιλία της για να ανήκει κάποιος στο
συγκεκριμένο έθνος.
Τα σημάδια, όμως, των δυο αυτών σημαντικών
εξελίξεων του 18ου αιώνα θα φανούν
καλύτερα στον επόμενο, τον 19ο. Η
ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού,
η σταδιακή επικράτηση της αστικής τάξης
και των ιδεών της θα δώσουν νέα ώθηση
στον εθνικισμό, ο οποίος θα κατακλύσει
κυρίως την ευρωπαϊκή ήπειρο και θα γίνει
καταλύτης των πολιτικών αλλαγών (φυσικά
μαζί με το σοσιαλισμό), κερδίζοντας
συνεχώς έδαφος. Παρά την ήττα των Γάλλων
το 1815 και την επικράτηση των αντιδραστικών
δυνάμεων, η μετέπειτα συμμαχία τους
(Ιερή Συμμαχία) για την αποφυγή μιας
δεύτερης επανάστασης δεν μπόρεσε εντέλει
να αποτρέψει το ενδεχόμενο αυτό.
Έθνη-κράτη
και εθνικισμός τον 19ο
αιώνα (1815-1870)
Μετά το 1815, λοιπόν, ακολούθησε μια
περίοδος επαναστάσεων και εξεγέρσεων
στο δυτικό κόσμο με αποκορύφωμα το
επαναστατικό κύμα του 1848. Στο διάστημα
αυτό, ο εθνικισμός μπορούσε να θεωρηθεί
ως εδραιωμένη δύναμη μόνο στις ΗΠΑ, την
Αγγλία και τη Γαλλία. Στη δεκαετία του
1820 μπορούμε να ξεχωρίσουμε την Ελληνική
Επανάσταση (1821), η οποία σαφώς εμπνεόταν
από τις αρχές της αντίστοιχης γαλλικής
και είχε το χαρακτήρα μαζικής λαϊκής
εξέγερσης. Επίσης, το 1830 ξέσπασαν αστικές
επαναστάσεις σε πολλές χώρες (Βέλγιο,
Γαλλία, Πολωνία), που ουσιαστικά
οριστικοποίησαν την ήττα της αριστοκρατίας
από τις αστικές δυνάμεις στη δυτική
Ευρώπη. Παράλληλα, άρχισαν να συγκροτούνται
οι προλεταριακές και σοσιαλιστικές
δυνάμεις, αν και η εξάπλωση και ενδυνάμωσή
τους θα συνέβαινε στο δεύτερο μισό του
19ου αιώνα (η Διεθνής ιδρύθηκε το
1862).
Μετά το 1830, εμφανίζονται όλο και
περισσότερα εθνικιστικά κινήματα, τα
οποία στην ουσία διασπούν το ευρωπαϊκό
επαναστατικό κίνημα σε εθνικά τμήματα,
με όραμά τους, όμως, την αδελφότητα των
εθνών και την απελευθέρωσή τους από την
τυραννία. Σε αντίθεση με το προηγούμενο
διάστημα, ο εθνικισμός δεν περιορίστηκε
στις μυστικές αδελφότητες καρμποναρικού
τύπου3,
αλλά βρήκε συχνά ερείσματα στους μικρούς
γαιοκτήμονες, την κατώτερη αριστοκρατία
και τη μεσαία και κατώτερη μεσαία τάξη,
ενώ στην Ανατολική Ευρώπη βρισκόταν
ακόμη σε στάδιο συγκρότησης. Σημαντικό
ρόλο στην εξάπλωση του εθνικισμού
έπαιξαν οι διανοούμενοι, ενώ γενικά οι
μεγάλοι υπέρμαχοί του ήταν τότε οι
μορφωμένες τάξεις, καθώς την ίδια εποχή
αυξήθηκε ο αριθμός των μαθητών και
σπουδαστών αν και στα περισσότερα κράτη
ο αναλφαβητισμός παρέμενε σε υψηλά
επίπεδα. Πάντως, μια σημαντική εξέλιξη
που έλαβε χώρα σε μεγάλη έκταση στην
Ευρώπη, ήταν η έκδοση εφημερίδων και
γραπτού λόγου στη μετέπειτα εθνική
γλώσσα και η χρήση της για επίσημους
σκοπούς.
Σημείο καμπής, όμως, αυτής της περιόδου
αποτέλεσε αναμφίβολα το επαναστατικό
κύμα του 1848 που σάρωσε τη Γαλλία, την
αυτοκρατορία των Αψβούργων, διάφορα
γερμανικά και ιταλικά κρατίδια και
βασίλεια.
Πλέον, η διεθνής πολιτική περιστρεφόταν
γύρω από την ‘‘αρχή των εθνοτήτων’’4,
δηλαδή τη δημιουργία μιας Ευρώπης
εθνικών κρατών, γεγονός που εντέλει
συνεπαγόταν και τον ανταγωνισμό αυτών
των εθνοτήτων. Η διαδικασία αυτή, καθώς
και τα περισσότερα αιτήματα των
επαναστάσεων του 1848 πραγματοποιήθηκαν
μακροπρόθεσμα και χωρίς επαναστατικά
μέσα. Επίσης εξαπλώθηκαν και εκτός
ευρωπαϊκού χώρου με χαρακτηριστικότερο
παράδειγμα τις μεταρρυθμίσεις του
Μεϊτζί στην Ιαπωνία. Ήταν μια γενικότερη
περίοδος ‘‘εθνικής αφύπνισης’’, πρώτο
στάδιο της οποίας αποτέλεσε η διάσωση
και καλλιέργεια της λαϊκής κληρονομιάς
από τους διανοούμενους κι όχι η
συνειδητοποίηση κάποιας ‘‘ιδιαιτερότητας’’
που προέκυπτε από τη φυσική εμφάνιση ή
είχε κάποια γλωσσική βάση. Ο εθνικισμός
στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης δεν
είχε αποκτήσει ακόμα πλατιά υποστήριξη
(εξαίρεση τα ‘‘ιστορικά έθνη’’) και
στηριζόταν κυρίως στα μορφωμένα στρώματα
ανάμεσα στη πλατιά μάζα και τη μεγαλοαστική
τάξη ή αριστοκρατία. Γενικά, όμως, γινόταν
ολοένα και μαζικότερη δύναμη.
Βέβαια, υπήρχαν ‘‘έθνη’’ που ο
σχηματισμός τους σε κράτη δεν έγειρε
αμφιβολίες λόγω πολιτικής οντότητας,
θεσμικής ιστορίας (Ρωσία, Γαλλία, Αγγλία,
Ισπανία), αλλά και της ύπαρξης κάποιας
πολιτισμικής ιστορίας των εγγράμματων
στρωμάτων (Ιταλία, Γερμανία). Από την
άλλη, υπήρχαν και εν δυνάμει ‘‘έθνη’’
τα οποία αποκλείονταν από αυτή τη
διαδικασία, καθώς στόχος του ‘‘εθνικού
κράτους’’ ήταν η ανάπτυξη μιας σύγχρονης,
φιλελεύθερης, προοδευτικής αστικής
κοινωνίας με βιώσιμη οικονομία,
τεχνολογία, στρατιωτική δύναμη και
κρατικό μηχανισμό, κάτι που προϋπέθετε
την ύπαρξη ενός κράτους τουλάχιστον
μεσαίου μεγέθους. Έτσι, οι μικροί λαοί
δεν θεωρούνταν έθνη και έπρεπε να
απορροφηθούν από μεγαλύτερα (Ουαλοί,
Καταλανοί, Βρετόνοι, Βάσκοι, Σκωτσέζοι).
Κατ’ αντιστοιχία, τοπικά ιδιώματα
υποβιβάζονταν σε ‘‘διαλέκτους’’,
αφού έπρεπε να υπάρχει μια γλώσσα που
να χρησιμοποιείται τόσο για επίσημους
και διοικητικούς σκοπούς όσο και ως
μέσο διδασκαλίας (εθνική γλώσσα).
Επομένως, όσον αφορά στις φιλοδοξίες
μικρών λαών, είτε υπήρχε άρνηση της
ύπαρξής τους είτε υποβάθμισή τους σε
κινήματα για τοπική αυτονομία είτε
θεωρούνταν υπαρκτά, αλλά άλυτα προβλήματα.
Οι απόψεις αυτές καθιερώθηκαν τον 19ο
αιώνα, καθώς θεωρούνταν αυτονόητο ότι
ένα έθνος έπρεπε να έχει ικανοποιητικό
μέγεθος, ώστε να σχηματίσει βιώσιμη
μονάδα ανάπτυξης. Αυτό είχε ως συνέπεια
η ‘‘αρχή των εθνοτήτων’’ να ισχύει
για εθνικότητες συγκεκριμένου μεγέθους,
καθιερώνοντας έτσι την ‘‘αρχή του
ορίου’’ (threshold principle),
με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη χάραξη
του χάρτη της Ευρώπης σύμφωνα με τον
Mazzini. Επίσης, άλλες συνέπειες
ήταν ότι η οικοδόμηση των εθνών συνδέθηκε
με διαδικασίες επέκτασης κι ότι μικρότερες
εθνικότητες ή γλώσσες ήταν καταδικασμένες
να εξαφανιστούν.
Σύμφωνα με την ‘‘αρχή του ορίου’’
υπήρχαν τρία κριτήρια για να ταξινομηθεί
ένας λαός ως έθνος. Πρώτον, η ιστορική
σχέση που θα είχε μ’ ένα υπάρχον κράτος
ή με κάποιο που διέθετε ένα σχετικά
μακροχρόνιο και πρόσφατο παρελθόν
(Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Ισπανία,
Πολωνία). Δεύτερον, η ύπαρξη μιας
κατεστημένης πολιτιστικής ελίτ, που να
διαθέτει μια γραπτή εθνική λόγια και
μια διοικητική καθομιλουμένη γλώσσα
(Ιταλία, Γερμανία). Παρόλο που η εθνική
αυτή γλώσσα δεν χρησιμοποιούνταν σε
καθημερινό επίπεδο, η εθνική ταυτότητα
σε τέτοιες περιπτώσεις είχε έντονο
γλωσσικό χαρακτήρα. Τρίτον, η αποδεδειγμένη
ικανότητα για κατακτήσεις, καθώς μέσω
της αυτοκρατορίας δημιουργούνταν μια
συνείδηση συλλογικής ύπαρξης.
Οι συγκεκριμένες απόψεις περί έθνους
κυριαρχούσαν την εποχή του κλασικού
αστικού φιλελευθερισμού (1830-1880). Το έθνος
θεωρούνταν μια βαθμίδα εξέλιξης στην
ανθρώπινη πρόοδο, από την οικογένεια
στη φυλή, έπειτα στην περιφέρεια, στο
έθνος και τέλος σ’ έναν ενωμένο σε
οικουμενικό επίπεδο κόσμο. Γι’ αυτό
και ο μόνος αποδεκτός εθνικισμός για
τους φιλελεύθερους ήταν αυτός που
συμβάδιζε με την πρόοδο. Ίσως για τον
ίδιο λόγο εθνικισμοί που αναπτύχθηκαν
σε μικρότερους λαούς να ήταν αρχικά
συντηρητικοί. Γενικά τον 19ο αιώνα
η οικοδόμηση των εθνών ίσχυε για μερικά
μόνο κι όχι για όλα. Ακόμα, στη συγκεκριμένη
περίοδο, τα εθνικά ζητήματα αποτέλεσαν
κυρίως προβλήματα των πολυεθνικών
αναχρονιστικών αυτοκρατοριών, με κάποιες
εξαιρέσεις φυσικά.
Κοιτάζοντας τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό
χάρτη το διάστημα αυτό μπορούμε να
ξεχωρίσουμε τη δημιουργία μικρών
πολιτικών οντοτήτων ως ανεξάρτητα
εθνικά κράτη από τη Δυτική Ευρώπη
(Βέλγιο-1830) ως τη Νοτιοανατολική με τα
κράτη που διαδέχτηκαν την Οθωμανική
αυτοκρατορία (Ελλάδα-1830, Σερβία-1867 de
facto ανεξαρτησία). Επίσης,
την εμφάνιση δυο μεγάλων δυνάμεων που
βασίζονταν στην εθνική αρχή (Γερμανία,
Ιταλία) και τον διαμελισμό μιας τρίτης
(Αυστρία-Ουγγαρία μετά τη Συνθήκη του
1867).
Τη βάση του κινήματος για τη δημιουργία
εθνικών κρατών αποτέλεσε ο εθνικισμός,
τα οποία αποτελούσαν ένα πολιτικό
κατασκεύασμα βασισμένο πάνω του. ‘‘Μια
ακραία περίπτωση απόκλισης ανάμεσα
στον εθνικισμό και το εθνικό κράτος
ήταν η Ιταλία, που το μεγαλύτερο μέρος
της ενώθηκε υπό τον βασιλιά της Σαβοΐας
στα 1859-60, 1866 και 1870. Μετά τη δύση της
αρχαίας Ρώμης, η περιοχή από τις Άλπεις
ως τη Σικελία δεν είχε ποτέ ενιαία
διοίκηση ͘ ο Μέττερνιχ την είχε
χαρακτηρίσει, πολύ σωστά, ‘‘απλή
γεωγραφική έκφραση’’. Υπολογίζεται
ότι τη στιγμή της ενοποίησης, το 1860, μόνο
2,5% των κατοίκων της μιλούσαν πραγματικά
την ιταλική γλώσσα στην καθημερινή ζωή,
ενώ οι υπόλοιποι μιλούσαν ιδιώματα τόσο
διαφορετικά μεταξύ τους, ώστε οι Σικελοί
νόμιζαν ότι οι δάσκαλοι που έστειλε στα
μέρη τους το ιταλικό κράτος στη δεκαετία
του 1860 ήταν Άγγλοι. Όσοι εκείνη την εποχή
θεωρούσαν τους εαυτούς τους πάνω από
όλα Ιταλούς αντιπροσώπευαν πιθανότατα
ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά
εξακολουθούσαν να είναι μια σχετικά
μικρή μειοψηφία. Δεν είναι λοιπόν
παράδοξο που ο Μάσιμο ντ’ ’Αζέλιο
(1792-1866) αναφώνησε το 1860 : «Φτιάξαμε την
Ιταλία ͘ τώρα πρέπει να φτιάξουμε και
τους Ιταλούς».’’11
Το έθνος, λοιπόν, αποτελούσε ένα τεχνητό
κατασκεύασμα, το οποίο στηριζόταν σε
μια πλειάδα θεσμών για να επιβάλει την
εθνική ομοιογένεια (κρατικοί θεσμοί,
εκπαίδευση, απασχόληση στο δημόσιο
τομέα, στρατός). Παράλληλα, την περίοδο
μετά το 1848 υπάρχει μεγάλη διάδοση του
εκπαιδευτικού συστήματος και κυρίως
της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Γι’ αυτό,
υπάρχει αφενός μια προσπάθεια για
καθιέρωση μιας ‘‘εθνικής γλώσσας’’
και αφετέρου ένας αγώνας για κατοχύρωση
του δικαιώματος στην εκπαίδευση και
για τη χρήση της δικής τους γλώσσας στη
διοίκηση από διάφορους λαούς. Σχηματίζοντας
ο εθνικισμός το έθνος, δημιουργούσε
ταυτόχρονα και τον αντίρροπο εθνικισμό.
Σε γενικότερο επίπεδο, η συγχώνευση
του κρατικού πατριωτισμού με τον μη
κρατικό εθνικισμό οδηγούσε στην ταύτιση
με μια συγκεκριμένη εθνικότητα, η οποία
αποξένωνε όσους δεν ήθελαν να αφομοιωθούν.
Εξάλλου, ως και τα τέλη του 19ου
αιώνα –πριν τον 20ό όπου υπήρξε
περίοδος μαζικών ‘‘εθνοκαθάρσεων’’-
υπήρχαν ελάχιστα ομοιογενή εθνικά κράτη
στην Ευρώπη. Ο ίδιος, όμως, ο εκσυγχρονισμός
προϋπέθετε την ομογενοποίηση των
κατοίκων ενός κράτους, μέσω της ‘‘εθνικής
γλώσσας’’. Οι απαιτήσεις της διοίκησης
από τις σύγχρονες κυβερνήσεις και της
τεχνικής και οικονομικής ανάπτυξης
οδήγησαν στην εδραίωση της βασικής
εκπαίδευσης και την ανάπτυξη της
δευτεροβάθμιας. Το γλωσσικό ζήτημα
δημιουργεί προβλήματα, καθώς η γλώσσα
εξελίσσεται από το 1830 και μετά στο
κρισιμότερο κριτήριο εθνικότητας. Οι
εθνικισμοί που δεν είχαν αποκτήσει
ακόμα κράτος κάνουν ακόμα εκρηκτικότερο
το ζήτημα, από τη στιγμή που το κράτος
είναι το μέσο με το οποίο μια ‘‘εθνότητα’’
μετατρέπεται σε ‘‘έθνος’’ ή έστω
διαφυλάσσει τη θέση της από την ιστορική
διάβρωση και αφομοίωση, όπως στις
περιπτώσεις των Ουαλών και των διαφόρων
λαών εντός της αυτοκρατορίας των
Αψβούργων.
Τέλος, τη συγκεκριμένη εποχή, οι ιστορικές
δυνάμεις του εθνικισμού και του
εκδημοκρατισμού συμβάδιζαν ακόμη. Ο
εθνικισμός μετεξελισσόταν σταδιακά σε
μαζικό κίνημα, ενώ οι μάζες εισέρχονταν
στην πολιτική5
και το τι πίστευαν αποκτούσε πλέον όλο
και μεγαλύτερη βαρύτητα. Ο φιλελευθερισμός
παρέμενε η κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Ο
εκδημοκρατισμός, όμως, που θα εδραιωθεί
αργότερα θα υποσκάψει τη φιλελεύθερη
θεωρία και πρακτική του έθνους, δηλαδή
η ‘‘αρχή των εθνοτήτων’’ (1830-1880) θα
διαφοροποιηθεί από το πολιτικό φαινόμενο
του εθνικισμού κατά τη διάρκεια του
εκδημοκρατισμού και της μαζικής
πολιτικής.
Η
μεταστροφή του εθνικισμού (1870-1918)
Ο εκδημοκρατισμός, λοιπόν, είναι και
ένας από τους λόγους που ο εθνικισμός
γίνεται σημαντική πολιτική δύναμη και
εξαπλώνεται από το 1870 και μετά. Μάλιστα,
η εμφάνιση και η συστηματική χρήση του
όρου χρονολογείται στα τέλη του 19ου
αιώνα αρχικά για να
περιγράψει
δεξιές ομάδες σε Ιταλία και Γαλλία που
υποστήριζαν με πάθος την επεκτατικότητα
των κρατών τους. Από το 1830 ως τότε
χρησιμοποιούνταν αντ’ αυτού η έννοια
της ‘‘αρχής της εθνικότητας’’. Από
τη μια ο εθνικισμός προσδιορίζει όλα
τα κινήματα που διεκδικούν ‘‘εθνική
αυτοδιάθεση’’, δηλαδή το δικαίωμα στην
ίδρυση ανεξάρτητου κράτους για μια
ομάδα καθοριζόμενη με εθνικά κριτήρια.
Παράλληλα, όμως, αναδύεται και μια μορφή
‘‘δεξιού εθνικισμού’’, όπως ειπώθηκε
και πριν, ο οποίος εμφανίζεται σε ήδη
σχηματισμένα έθνη-κράτη. Το γεγονός
αυτό αποτελεί καινοφανές φαινόμενο,
καθώς στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου
αιώνα ο εθνικισμός συνδεόταν με
φιλελεύθερα και ριζοσπαστικά κινήματα
που αντλούσαν από την παράδοση της
Γαλλικής Επανάστασης.
Καθώς η εθνική ταυτότητα αποτελούσε
ήδη ή εξελισσόταν σε μείζονα παράγοντα
πολιτικής, σημαντικές μεταβολές
μεταλλάσσουν τον εθνικισμό της εποχής
αυτής. Καταρχάς, η οικειοποίηση του
εθνικισμού και του πατριωτισμού από
δεξιές ιδεολογίες, η οποία και αποτέλεσε
τη μήτρα της εμφάνισης του φασισμού
αργότερα. Επίσης, η γενίκευση της εθνικής
αυτοδιάθεσης, η οποία πλέον δεν αποτελούσε
προνόμιο λίγων εθνών, αλλά κάθε ομάδας
που αυτοχαρακτηριζόταν έτσι, σηματοδοτώντας
την εγκατάλειψη της ‘‘αρχής του ορίου’’.
Από την άποψη του Mazzini για
ύπαρξη 12 εθνικών οντοτήτων στην Ευρώπη
το 1857, στα 14 σημεία του Wilson
στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου που κάνουν
λόγο για 27 ευρωπαϊκά κράτη που προκύπτουν
από την αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης.
Ακόμη μια σημαντική εξέλιξη είναι ότι
η βούληση για εθνική αυτοδιάθεση δεν
συμβαδίζει με κάποια μορφή αυτονομίας
όπως κάποτε, αλλά μόνο με την πλήρη
ανεξαρτησία. Τέλος, όσον αφορά στα
στοιχεία καθορισμού του έθνους, σημαντικά
σημεία αναφοράς θα αποτελέσουν έκτοτε
η εθνότητα και όλο και περισσότερο η
γλώσσα ως συνέπεια και της δημιουργίας
εθνών χωρίς ιστορικό παρελθόν ως
ξεχωριστές πολιτικές οντότητες.
Τρεις εξελίξεις την περίοδο αυτή
ενίσχυσαν την ανάπτυξη νέων τρόπων
επινόησης ‘‘φαντασιακών’’ ή μη
κοινοτήτων ως εθνότητες. Πρώτον, η
αντίσταση των παραδοσιακών ομάδων που
απειλούσε ο εκσυγχρονισμός. Δεύτερον,
η εμφάνιση μη-παραδοσιακών τάξεων και
στρωμάτων που αναπτύσσονται στα αστικά
περιβάλλοντα των μετέπειτα ανεπτυγμένων
χωρών. Τρίτον, η άνευ προηγουμένου άνοδος
της μετανάστευσης και των γενικότερων
μετακινήσεων πληθυσμών ανά τον κόσμο.
Παρόλο που από τα τέλη του 19ου
αιώνα ως το 1914 ο εθνικισμός βρίσκεται
σε έξαρση, περισσότερα εθνικά κράτη
ιδρύθηκαν από το 1830 ως το 1871, παρά από
το 1871 ως το 1914. Συγκεκριμένα, την πρώτη
περίοδο ιδρύθηκαν στην Ευρώπη η Ελλάδα,
το Βέλγιο, η Σερβία, η Ιταλία και η
Γερμανία, ενώ τη δεύτερη περίοδο η
Ρουμανία (1877-78), η Βουλγαρία (1878), η Νορβηγία
(1907) και η Αλβανία (1913). Εκτός όμως από
την ύπαρξη κρατών που θεμελιώνονται
πάνω σε εθνικά κριτήρια όπως τα παραπάνω
κι όχι μόνο (Γαλλία, Βρετανία), υπάρχουν
και κράτη, τα οποία αν και στηρίζονται
σε κάποια άλλη πολιτική αρχή, εκπροσωπούν
το κύριο σώμα των κατοίκων τους βάσει
κάποιου εθνικού κριτηρίου. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί η Ρωσία.
Ως την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου, το
ζήτημα του εθνικισμού απασχολεί κυρίως
τις δυο πολυεθνικές αυτοκρατορίες
(Οθωμανική, Αυστροουγγρική) κι όχι τόσο
τα υπόλοιπα συγκροτημένα κράτη, αν
εξαιρέσουμε φυσικά τις περιπτώσεις της
Ιρλανδίας και της Πολωνίας ή της απόσχισης
της Νορβηγίας από την Σουηδία. Επίσης,
χαρακτηριστική είναι η εμφάνιση νέων
εθνικισμών σε ‘‘μη ιστορικούς λαούς’’,
δηλαδή σε λαούς που ποτέ δεν είχαν
ανεξάρτητη πολιτική υπόσταση, άρχουσα
τάξη ή κάποια πολιτισμικά κυρίαρχη
ομάδα, όπως οι Φινλανδοί, οι Σλοβάκοι,
και οι Εσθονοί. Τέλος, σε έθνη-κράτη με
μακρά παράδοση, πληθυσμοί αρχίζουν να
αξιώνουν τον χαρακτηρισμό τους ως έθνη,
όπως οι Ουαλοί, οι Καταλανοί, οι Φλαμανδοί
και οι Βάσκοι, οι οποίοι ιδρύουν το
Βασκικό Εθνικό Κόμμα το 1894.
Στα τέλη, λοιπόν, του 19ου αιώνα
πραγματοποιείται ένας μετασχηματισμός
της έννοιας και του προγράμματος του
εθνικισμού, ο οποίος και περιλαμβάνει
τον ορισμό των εθνών όλο και περισσότερο
με εθνοτικά-γλωσσικά κριτήρια. Αυτό δεν
συνεπάγεται ότι η γλώσσα δεν υπήρξε και
παλιότερα κριτήριο, αλλά σίγουρα ούτε
το κύριο ούτε το μοναδικό.
‘‘Ο γλωσσικός εθνικισμός ήταν
δημιούργημα ανθρώπων που έγραφαν και
διάβαζαν, όχι ανθρώπων που μιλούσαν.
Και οι «εθνικές γλώσσες» στις οποίες
εντόπιζαν τον ουσιοκρατικό χαρακτήρα
των εθνών τους ήταν, συνηθέστατα,
κατασκευάσματα, αφού έπρεπε να
θησαυριστούν, να τυποποιηθούν, να
ομοιογενοποιηθούν και να εκσυγχρονιστούν
για τις σύγχρονες και λόγιες ανάγκες
μέσα από ένα συνονθύλευμα τοπικών ή
περιφερειακών διαλέκτων που αποτελούσαν
μη λόγιες γλώσσες στην προφορική τους
μορφή. Οι κυριότερες γραπτές εθνικές
γλώσσες των παλαιών κρατών-εθνών ή των
εγράμματων πολιτισμών είχαν περάσει
από αυτή τη φάση της αποθησαύρισης και
«διόρθωσης» πολύ παλαιότερα: τα γερμανικά
και τα ρωσικά τον 18ο αιώνα,
τα γαλλικά και τα αγγλικά τον 17ο
αιώνα, τα ιταλικά και τα καστιλιάνικα
ακόμη παλαιότερα. Για τις περισσότερες
γλώσσες των μικρότερων γλωσσικών ομάδων,
ο 19ος αιώνας ήταν η περίοδος
των μεγάλων «αυθεντιών» που θεμελίωσαν
το λεξιλόγιο και την «ορθή» χρήση του
ιδιώματός τους. Για κάποιες άλλες γλώσσες
–όπως τα καταλανικά, τα βασκικά και τις
βαλτικές γλώσσες- αυτό επετεύχθη στην
καμπή του 19ου αιώνα.’’12
Οποιαδήποτε κι αν είναι τα κίνητρα για
την κατασκευή και τη χειραγώγηση μιας
σχεδιασμένης γλώσσας και ο βαθμός
μετασχηματισμού που επιδιώκεται σ’
αυτή, η κρατική εξουσία αποτελεί
απαραίτητη προϋπόθεση. Γι’ αυτό και οι
διαμάχες πραγματοποιούνται όχι για τις
γλώσσες που θα μιλιούνται, αλλά γι’
αυτήν/-ές που θα χρησιμοποιούνται για
δημόσιους σκοπούς. Οι διαμάχες αυτές
υποστηρίχτηκαν κυρίως από τα κατώτερα
μορφωμένα μεσαία στρώματα. Εξάλλου,
κρισιμότερο σημείο στην εδραίωση μιας
γλώσσας υπήρξε η δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
‘‘Το πολιτικό-ιδεολογικό στοιχείο
είναι προφανές στην πορεία κατασκευής
μιας γλώσσας, διαδικασία που εκτείνεται
από την απλή «διόρθωση» και τυποποίηση
γλωσσών, που διακρίνονται είτε για τον
κυριολεκτικό είτε για τον πολιτιστικό
χαρακτήρα τους –συνήθως αυτές προέρχονται
από τη σύνθεση αλληλοεπικαλυπτόμενων
διαλέκτων –μέχρι την αναβίωση νεκρών
ή εξαφανισμένων γλωσσών ͘ στη τελευταία
αυτή περίπτωση, ουσιαστικά, δημιουργούμε
νέες γλώσσες. Διότι, σε αντίθεση προς
τον εθνικιστικό μύθο, η γλώσσα ενός λαού
δεν είναι η βάση της εθνικής συνείδησης,
αλλά, κατά την έκφραση του Einar
Haugen, ένα «πολιτιστικό
κατασκεύασμα»…’’13
Υπήρχαν, όμως και διαφωνίες σχετικά με
τον εθνικισμό. Αφενός, υπήρχε η άποψη
που ταυτίζει το ‘‘έθνος’’ με μια
συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή,
θεμελιώνοντας την ‘‘αρχή της
επικράτειας’’, δηλαδή της πολιτικής
οντότητας που διαθέτει πλήρη πολιτικό
έλεγχο πάνω σε μια σαφώς ορισμένη
επικράτεια και τους κατοίκους της.
Αφετέρου, υπήρχε η άποψη ότι το ‘‘έθνος’’
ταυτίζεται με το σύνολο των ανθρώπων
που ανήκουν σ’ αυτό. Όσοι θεωρούσαν τον
εαυτό τους μέλη μιας εθνότητας, ανεξαρτήτως
που ζούσαν, ανήκαν σ’ αυτή. Η δεύτερη
άποψη έλυνε θεωρητικά προβλήματα που
δημιουργούσε η πρώτη είτε σε περιοχές
όπου ζούσαν πολλές εθνότητες μαζί
(Οθωμανική αυτοκρατορία, αυτοκρατορία
των Αψβούργων) είτε λόγω της μαζικής
μετανάστευσης πληθυσμών είτε στην
περίπτωση της εβραϊκής διασποράς.
Παρόλες τις διαφωνίες, βέβαιη είναι η
μετάλλαξη της ‘‘πατρικής γης’’, του
τόπου μιας πραγματικής κοινότητας
ανθρώπινων όντων με πραγματικές
κοινωνικές σχέσεις μεταξύ τους σε μια
φαντασιακή κοινότητα που δημιουργεί
κάποιου είδους δεσμό μεταξύ των μελών
ενός πληθυσμού χιλιάδων ή εκατομμυρίων
ανθρώπων. Χαρακτηριστικά, στην ισπανική
γλώσσα η λέξη ‘‘patria’’
γίνεται συνώνυμη με την Ισπανία μόλις
στα τέλη του 19ου αιώνα. Η φαντασιακή
κοινότητα του έθνους αναπλήρωνε τις
κοινότητες που έφθιναν, όπως την
οικογένεια, το χωριό και τη συντεχνία.
Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με το
έθνος-κράτος, καθώς η φαντασιακή αυτή
κοινότητα ταυτίζεται μ’ αυτό. Το κράτος
πλέον εμφανίζεται στην καθημερινότητα
των ανθρώπων μέσω των διαφόρων υπαλλήλων
του (δάσκαλοι, ταχυδρόμοι, μπάτσοι κτλ).
Ενώ παράλληλα παρακμάζουν οι παλιότερες
μορφές υποταγής, όπως η θρησκευτική ή
αυτή στους κοινωνικά ανώτερους, το έθνος
εμφανίζεται ως η νέα κρατική θρησκεία
των πολιτών. Τα κράτη, συνταγματικά ή
μη, κάνουν όλο και περισσότερο έκκληση
βάσει της εθνικότητας. Επίσης, η οικονομία
και η δημόσια και ιδιωτική διοίκηση
απαιτούσαν μια στοιχειώδη μαζική
εκπαίδευση για να στελεχωθούν, ενώ το
σχολείο δίδασκε ακόμη πώς να γίνεις
καλός υπήκοος και πολίτης. Ήταν μάλιστα
από τους βασικούς θεσμούς μαζί με τα
δικαστήρια, τη γραφειοκρατία και το
στρατό που ανέδειξαν τη γλώσσα σε
πρωταρχική συνθήκη εθνικότητας. Καθώς,
όμως, ο κρατικός εθνικισμός συσπείρωνε
κάποιους κατοίκους, αποξένωνε παράλληλα
κάποιους άλλους που δεν επιθυμούσαν να
ανήκουν στο κυρίαρχο έθνος.
Αυτό φυσικά πυροδότησε ένα γλωσσικό
ανταγωνισμό, καθώς δευτερεύουσες γλώσσες
ή διάλεκτοι προσπαθούσαν –μέσω πολιτικής
πίεσης –να αναδειχθούν στην εκπαίδευση
και τη γραπτή δημόσια επικοινωνία. Η
ανάδειξη, όμως, μιας ανεπίσημης γλώσσας
σε επίσημη δημιουργούσε μια υπολογίσιμη
πολιτική και εκλογική περιφέρεια
εγγράμματων ψηφοφόρων. Παρόλα αυτά, οι
ανώτερες θέσεις συνέχιζαν να καταλαμβάνονται
από τους ομιλούντες τη γλώσσα της
ηγετικής κοινωνικής ομάδας. Γι’ αυτό
πραγματοποιήθηκαν και προσπάθειες
επέκτασης της διδασκαλίας των τοπικών
ιδιωμάτων από τη στοιχειώδη στη μέση
και κυρίως την τριτοβάθμια εκπαίδευση,
αλλαγή που θα συντελούνταν μέσω της
πολιτικής εξουσίας. Έτσι, ο γλωσσικός
εθνικισμός φτάνει να επιζητά την
απόσχιση, με τα παραδείγματα του Βελγίου
(το οποίο έγινε επίσημα δίγλωσσο το
1870) και της αυτοκρατορίας των Αψβούργων
να είναι χαρακτηριστικά. Αλλά και
αντίστροφα, η προϋπάρχουσα επιθυμία
για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους
συνδυάζεται με τη γλώσσα. Τη δεκαετία
του 1890 ο ιρλανδικός εθνικισμός υιοθετεί
τα γαελικά, ενώ ο σιωνισμός6
κατασκευάζει τα εβραϊκά.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, μια σημαντική
εξέλιξη στα τέλη του 19ου αιώνα
υπήρξε η προσέγγιση του εθνικισμού με
τη δεξιά. Σε μια εποχή μαζικής μετανάστευσης
και ιμπεριαλισμού, τα στοιχεία της
ξενοφοβίας και του ρατσισμού τόσο προς
τους μετανάστες όσο και προς τους
αποικιοκρατούμενους λαούς ήταν έντονα
και εκδηλώνονταν κυρίως από τα μεσαία
στρώματα. Οι μετανάστες από τη μεριά
τους, έστηναν δομές αλληλοβοήθειας στις
χώρες που πήγαιναν, δημιουργώντας έτσι
ένα είδος εθνικής συνειδητοποίησης.
Όσο εντεινόταν η μετανάστευση κι όσο
επιταχυνόταν η ανάπτυξη των πόλεων και
της βιομηχανίας που έφερναν σε αντιπαράθεση
ξεριζωμένες μάζες τόσο πιο πρόσφορο
γινόταν το έδαφος για την ανάπτυξη της
εθνικής συνείδησης.
Γενικότερα η ρήξη της παλιάς κοινωνικής
τάξης πραγμάτων από την ανάπτυξη του
καπιταλισμού και την προέλαση της
νεωτερικότητας οδήγησε στην εμφάνιση
παραδοσιοκρατικών στοιχείων, συχνά
συνδεδεμένων με την Καθολική Εκκλησία,
τα οποία αντιδρούσαν στις εξελίξεις
αυτές και μισούσαν τον προλεταριακό
σοσιαλισμό. Συνδέθηκαν συχνά με
εθνικισμούς που απορρίπτονταν από τους
φιλελεύθερους, καθώς για τους ίδιους
δεν μπορούσαν να δομήσουν βιώσιμα
έθνη-κράτη. Έτσι, δεξιοί διανοούμενοι
αποτέλεσαν τους ιδεολογικούς προγόνους
αποσχιστικών και τοπικιστικών κινημάτων
που υπάρχουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο
μέχρι σήμερα, όπως οι Βάσκοι, οι Φλαμανδοί,
οι Ουαλοί και οι Βρετόνοι. Αυτά τα
κινήματα αρχικά αναπτύχθηκαν σε πόλεις
μεταξύ των μεσαίων και μικροαστικών
στρωμάτων στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η σύνδεση, όμως, του εθνικισμού με τη
δεξιά εκφράστηκε κυρίως μέσω της
ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Τέτοιες
τάσεις εντοπίζονται την εποχή εκείνη
κατά κύριο λόγο σε εμπόρους, ανεξάρτητους
τεχνίτες και κάποιους αγρότες, οι οποίοι
νιώθουν να απειλούνται από την πρόοδο
της βιομηχανικής οικονομίας και φοβούνται
την άνοδο του εργατικού κινήματος. Ο
ξένος γι’ αυτούς συμβολίζει τη διάλυση
του παλιού τρόπου ζωής. Το αίσθημα αυτό
εκδηλώνεται από την ανάπτυξη του
αντισημιτισμού από τη δεκαετία του
1880, ο οποίος συνδέει τους Εβραίους μ’
ο,τιδήποτε συμβολίζει την καταστροφή
για τα στρώματα αυτά, όπως με τους
τραπεζίτες, τους επιχειρηματίες, τον
καπιταλισμό, τους κοινωνικούς επαναστάτες
ως και το θάνατο του Χριστού. Επίσης,
εφόσον εθνικισμός και φιλελευθερισμός
δεν ήταν πλέον κατ’ ανάγκη συμβατοί, η
πολιτική δεξιά θα οικειοποιηθεί έκτοτε
τη σημαία του πατριωτισμού. Εξάλλου,
από το 1870 και μετά αρχίζει να χάνει
έδαφος η σκέψη ότι τα οφέλη ενός
έθνους-κράτους δεν προϋποθέτουν απώλειες
ενός άλλου και να κερδίζει έδαφος ο
εθνικισμός που έβλεπε τα άλλα έθνη ως
απειλή ή ως θύματα. Τα εθνικιστικά
κινήματα στρέφονται πλέον ενάντια στη
δημοκρατία, την κοινοβουλευτική πολιτική,
αλλά και τον σοσιαλισμό. Η θεμελίωσή
τους έγκειται στο σοβινισμό, τη ξενοφοβία,
τον πόλεμο, την εξιδανίκευση της εθνικής
εξάπλωσης και κατάκτησης. Οι ιδέες τους
αποτέλεσαν συχνά πρόσφορο έδαφος για
την έκφραση συλλογικής δυσαρέσκειας,
αποτελώντας μια προσπάθεια να
αντισταθμιστεί η θέση τους με ισχυρισμούς
για μοναδικότητα και ανωτερότητα που
απειλούνταν από τους εργάτες, τους
μετανάστες, τα ξένα κράτη, τους
καπιταλιστές, τους Εβραίους. ‘‘Για όλα
φταίνε οι ξένοι’’ ως γνωστόν…
Συχνά βέβαια ο εθνικισμός της εποχής
–δηλαδή η βούληση για εγκαθίδρυση ή
επέκταση ενός έθνους-κράτους –συνδέθηκε
και με άλλα στοιχεία, τόσο συντηρητικά
όσο και προοδευτικά. Για παράδειγμα με
τη θρησκεία, όπως δείχνει ο ρόλος του
καθολικισμού στο πολωνικό και ιρλανδικό
εθνικό κίνημα. Άλλες φορές πάλι με τις
θεωρίες για κοινωνική απελευθέρωση,
όπως φαίνεται από την ανασύσταση του
πολωνικού κράτος από το Πολωνικό
Σοσιαλιστικό Κόμμα και από την ύπαρξη
σοσιαλιστικών ή μαρξιστικών κομμάτων
που εκπροσωπούν συγκεκριμένα έθνη, όπως
το Φινλανδικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και
οι μενσεβίκοι στη Γεωργία. Πολλές φορές
τέτοιου είδους σχηματισμοί δέχτηκαν
την κριτική άλλων σοσιαλιστών ότι
εντέλει η εθνική απελευθέρωση υπερίσχυε
συντριπτικά της κοινωνικής.
Ενώ αυτές οι εξελίξεις συνέβαιναν στην
ευρωπαϊκή κυρίως ήπειρο, η οποία
εισερχόταν στον 20ό αιώνα οικονομικά
ευημερούσα (Belle Époque), στην περιφέρεια
αναπτυσσόταν γόνιμο έδαφος για
επαναστατικές εξελίξεις, οι οποίες μετά
το 1917 φτάνουν και στις ανεπτυγμένες
χώρες.
Σημαντικά γεγονότα αποτελούν η κατάρρευση
αρχαίων (Κίνα, Περσία) και
αναχρονιστικών-πολυεθνικών αυτοκρατοριών
(Ρωσική, Οθωμανική, αυτοκρατορία των
Αψβούργων), δίνοντας τη θέση τους σε
συνταγματικές μοναρχίες και αβασίλευτες
δημοκρατίες.
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-18) προκάλεσε
καταστροφές και τραγωδίες που η
ανθρωπότητα έβλεπε για πρώτη φορά,
επιφέροντας σταδιακά πλήγματα στις
αξίες και τα ιδανικά του φιλελευθερισμού
σε οικονομικό (ελεύθερη αγορά), πολιτικό
(ατομικά δικαιώματα και ελευθερίες του
πολίτη, συνταγματικό κράτος δικαίου,
αντιπροσώπευση μέσω κοινοβουλίων ή
άλλων εκλεγμένων συνελεύσεων) και
κοινωνικό επίπεδο (ορθός λόγος, επιστήμη,
παιδεία, πρόοδος). Σημείο-σταθμός
αποτέλεσε η Ρωσική Επανάσταση (1917), η
οποία πυροδότησε ένα επαναστατικό κύμα
σε διάφορες χώρες και ανάγκασε τις ΗΠΑ
να διαμορφώσουν την πολιτική των ‘‘14
σημείων’’ του Wilson, ώστε
να χρησιμοποιήσουν τον εθνικισμό ως
αντιστάθμισμα στην επαναστατική
προοπτική.
Το
απόγειο του εθνικισμού (1918-1950)
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
μπορεί να θεωρηθεί ως μια περίοδος όπου
η ‘‘αρχή των εθνοτήτων’’ πραγματικά
κυριάρχησε, όντας αποτέλεσμα αφενός
της διάλυσης των πολυεθνικών αυτοκρατοριών
της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης
(Αυστροουγγαρία, Οθωμανική αυτοκρατορία,
Ρωσική αυτοκρατορία) και αφετέρου της
Ρωσικής Επανάστασης, η οποία ανάγκασε
τις δυνάμεις της Αντάντ να προωθήσουν
τον εθνικισμό (14 σημεία) ως αντιστάθμισμα
στον κομμουνισμό. Προέκυψε, λοιπόν, μια
Ευρώπη ‘‘εθνικών κρατών’’ με αστικές
κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, διαδικασία
που αποδείχτηκε βραχύβια.
Παράλληλα, στη σφαίρα της οικονομίας,
υπάρχει το πέρασμα από την παγκόσμια
οικονομία σε ‘‘εθνικές οικονομίες’’
με τη δημιουργία μεγάλων ‘‘τραστ’’,
που απολάμβαναν της στήριξης των
κυβερνήσεών τους. Το έθνος δομείται
πλέον ως ‘‘εθνική οικονομία’’ σε ένα
μη παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο, σε αντίθεση
μ’ ό,τι συνέβαινε πριν τον πόλεμο. Δεν
μπορούσε να υπάρξει επιστροφή ούτε στην
οικονομία της ελεύθερης ανταγωνιστικής
ιδιωτικής επιχείρησης και του ελεύθερου
εμπορίου ούτε στην παγκόσμια οικονομία,
η οποία στηριζόταν στην βρετανική
κυριαρχία και υπεροχή. Δημιουργούνται,
λοιπόν, μεγάλα ‘‘τραστ’’ επιχειρήσεων,
τα οποία υποστήριζαν, προστάτευαν κι
ενίοτε καθοδηγούσαν οι εθνικές
κυβερνήσεις, ενώ τα ίδια τα κράτη
εφαρμόζουν πολιτικές προστατευτισμού.
Ο πολιτικός χάρτης, πάλι, μπορεί να
σχεδιάστηκε πάνω σε ‘‘εθνικές γραμμές’’,
παρόλα αυτά, λόγω της πραγματικής
κατανομής των λαών, τα κράτη που προέκυψαν
ήταν εξίσου πολυεθνικά με τα προηγούμενα
και απλά οι ‘‘καταπιεσμένοι λαοί’’
μετατράπηκαν σε ‘‘καταπιεσμένες
μειονότητες’’. Η προϋπόθεση για τον
διαχωρισμό σε ομοιογενή, εθνικά και
γλωσσικά, κράτη ήταν ο μαζικός εκτοπισμός
ή η φυσική εξόντωση των μειονοτήτων,
γεγονός που φάνηκε ήδη από το 1915 από τη
γενοκτονία των Αρμενίων, αλλά και το
1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η
δημιουργία ενός ομοιογενούς εθνικού
κράτους ήταν ένα πρόγραμμα που μπορούσε
να υλοποιηθεί μόνο με βάρβαρα μέσα.
Ένα άλλο αποτέλεσμα του ουιλσονικού
συστήματος ήταν η εξάπλωση εκτός Ευρώπης
των εθνικιστικών κινημάτων με την
παράλληλη απόκλισή τους από το ευρωπαϊκό
πρότυπο, καθώς κύρια στοιχεία τους
αποτελούσαν ο συνδυασμός εθνικής (και
κοινωνικής συχνά) απελευθέρωσης με το
αντι-ιμπεριαλιστικό μίσος. Τα κινήματα
αυτά θεμελιώνονταν πάνω στις αποικιακές
εδαφικές διαιρέσεις, καθώς συχνά αυτό
ήταν το μοναδικό συνεκτικό στοιχείο
και καθόριζε τον εθνικό χαρακτήρα που
θα διέθετε μελλοντικά η χώρα. Επίσης,
εκτός από κάποιες σχετικά σταθερές
ιστορικές οντότητες (Κίνα, Κορέα,
Αίγυπτος, Ιράν), πρόκειται για ενότητες
και σύνορα είτε δημιουργήματα των
ιμπεριαλιστών είτε που αντιπροσωπεύουν
θρησκευτικές και πολιτιστικές ζώνες.
Έτσι, προκύπτουν κινήματα που είτε
θεμελιώνονται εντέλει σε αποικιοκρατικά
στοιχεία είτε αποτελούν πολιτιστικά
κινήματα (παναραβισμός, παναφρικανισμός).
Η δημιουργία ενιαίου έθνους στις περιοχές
αυτές κατέστη προβληματική και λόγω
των προσπαθειών των ιμπεριαλιστικών
δυνάμεων να αναδείξουν φυλετικές,
γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές,
ώστε να διατηρηθούν αυτές οι περιοχές
διαιρεμένες.
Στον ευρωπαϊκό χώρο, αντίθετα, ο
εθνικισμός χάνει τον απελευθερωτικό
και ενοποιητικό του χαρακτήρα, καθώς
για τα περισσότερα κινήματα αυτοί οι
στόχοι είχαν επιτευχθεί και προσλαμβάνει
τη μορφή του αλυτρωτισμού, αφού μετά το
1919 υπήρχαν πλέον εθνικά κράτη κι όχι
πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Ο εθνικισμός
του Μεσοπολέμου ήταν ο αλυτρωτικός
εθνικισμός των εγκαθιδρυμένων εθνών-κρατών
με κεντρικά ζητήματα να αποτελούν οι
‘‘αλύτρωτες’’ μειονότητες έξω από
τα σύνορα του κράτους και η εθνική
επέκταση εις βάρος των ξένων ή εντός
του κράτους μειονοτήτων. Το γεγονός
αυτό εκμεταλλεύτηκαν φασιστικά κινήματα
κινητοποιώντας τη μεσαία τάξη και όσους
φοβούνταν την κοινωνική επανάσταση,
έχοντας στο επίκεντρό τους την αναθεώρηση
των Συνθηκών που υπογράφτηκαν μετά τον
Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο7.
Γενικά, το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου
ακολούθησε μια περίοδος όπου απολυταρχικά
και κάθε είδους αντιδραστικά καθεστώτα
και ιδέες αναδύθηκαν και εδραιώθηκαν.
Ο εθνικισμός αποτέλεσε βασικό στοιχείο
τέτοιων εξελίξεων εκφράζοντας την
αγανάκτηση για χαμένους πολέμους, τη
δυσφορία απέναντι σε ξένα κράτη, τη
βούληση για επέκταση του κράτους ή της
αυτοκρατορίας, αλλά και αποτελώντας
μέσο νομιμοποίησης και δημοφιλίας.
Καταρχάς, στη Λατινική Αμερική σημειώθηκε
μια σειρά στρατιωτικών πραξικοπημάτων,
τα οποία δεν είχαν αναγκαστικά ‘‘δεξιό
προσανατολισμό’’. Η μέθοδος αυτή δεν
ήταν πρωτόγνωρη στη συγκεκριμένη περιοχή
και επαναλαμβάνεται μέχρι τις μέρες
μας.
Επίσης, εμφανίστηκαν στο προσκήνιο
διάφοροι αυταρχικοί και συντηρητικοί
πολιτικοί που τους ένωνε ο φόβος απέναντι
στην κοινωνική επανάσταση, ο αντικομμουνισμός
και η θέληση για διατήρηση μιας παλιάς
κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Συγκεκριμένα
παραδείγματα αποτελούν η Σερβία, η
Πολωνία, η Ουγγαρία και η Φινλανδία.
Μάλιστα συχνά συμμάχησαν –όπως στις
δυο τελευταίες περιπτώσεις –με το
φασισμό τόσο κατά τον Μεσοπόλεμο όσο
και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου.
Ακόμη, σε άλλες περιπτώσεις αναπτύχθηκε
ένα είδος οργανικού κρατισμού, ο οποίος
αφορά συντηρητικά καθεστώτα που
υπερασπίζονται την παραδοσιακή τάξη
πραγμάτων, αλλά παράλληλα επεξεργάζονται
θεωρίες για να την ενισχύσουν απέναντι
στον φιλελεύθερο ατομικισμό και το
σοσιαλισμό. Εξέφραζαν μια νοσταλγία
για μια φανταστική μεσαιωνική ή
φεουδαρχική κοινωνία, με διακριτή ύπαρξη
κοινωνικών τάξεων και ομάδων, η οποία
προϋποθέτει την αδιαμφισβήτητη αποδοχή
και αναγνώριση από τα κατώτερα στρώματα
της θέσης τους αυτής. Βασικό στοιχείο
αποτελεί ο κορπορατισμός8,
καθώς κάθε τάξη ή κοινωνική ομάδα παίζει
το δικό της ρόλο στην κοινωνία ως
συλλογική οντότητα.
Εμφανίζονται
έτσι αυταρχικά συντεχνιακά κράτη που
λειτουργούν μέσω οικονομικών και
επαγγελματικών ομάδων συμφερόντων και
κυβερνούνται από γραφειοκράτες και
τεχνοκράτες, όπως η Πορτογαλία του
Σαλαζάρ, η Αυστρία της περιόδου του
‘‘αυστροφασισμού’’ (1934-38) και μέχρι
ενός σημείου η Ισπανία του Φράνκο. Τα
καθεστώτα αυτά συχνά συνδέθηκαν με το
φασισμό λόγω κοινών εχθρών και στόχων,
ενώ η επιρροή τους ανιχνεύεται κυρίως
σε καθολικές χώρες, αφού πολλές φορές
η αντιδραστικότητα της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας συμπορεύεται με το φασισμό.
Μάλιστα τη θεωρία του ‘‘συντεχνιακού
κράτους’’ επεξεργάστηκαν Ιταλοί
φασίστες, γεγονός που εξηγεί και τα
συντεχνιακά στοιχεία της φασιστικής
Ιταλίας επί Μουσολίνι.
Τέλος, εμφανίζονται ο φασισμός και ο
ναζισμός, οι οποίοι στρέφονται ενάντια
στον ορθολογισμό, τάσσονται υπέρ του
ενστίκτου και της βούλησης, με έντονα
τα στοιχεία του ρατσισμού, του
αντικομμουνισμού, του εθνικισμού.
Παράλληλα, καθώς ανήκουν στην εποχή της
μαζικής δημοκρατικής πολιτικής, μπορούν
και κινητοποιούν τις μάζες. Παρόλο που
επιζητούν την επιστροφή στο παραδοσιακό
παρελθόν αποτελούν ένα μοντέρνο κίνημα,
κατασκευάζοντας ένα παρελθόν που δεν
υπήρξε ποτέ μέσω ψευδοεπιστημονικών
θεωριών, όπως η ευγονική, που θα
δημιουργούσε, υποτίθεται, μια ανθρώπινη
υπερφυλή με επιλεκτική αναπαραγωγή.
Φυσικά ήταν εναντίον της γυναικείας
χειραφέτησης και της σύγχρονης κουλτούρας,
ενώ το μίσος τους για τη νεωτερικότητα
δεν τους εμπόδιζε να χρησιμοποιούν τη
σύγχρονη τεχνολογία. Κύριο στοιχείο
τους αποτέλεσε ο εθνικισμός. Η απήχησή
του φασισμού είναι έκδηλη στην Ιταλία,
τη Γερμανία, τη Ρουμανία (Σιδηρά Φρουρά),
την Ουγγαρία (Σταυρωτό Βέλος), την Κροατία
(Ουστάσι) και την Ισπανία (Φάλαγγα).
Οι ιδεολογικοί πρόγονοι τέτοιων θεωριών
εντοπίζονται στα τέλη του 19ου
αιώνα με την εμφάνιση θεωριών, οι οποίες
στρέφονται ενάντια τόσο στο φιλελευθερισμό
όσο και στο σοσιαλισμό, εκφράζοντας μια
έντονη ξενοφοβία σε μια εποχή μαζικής
μετανάστευσης με τη μορφή του ρατσισμού
(και με τη χρήση μη επιβεβαιωμένων και
ψευδών επιστημονικών θεωριών) και του
διαδεδομένου τότε αντισημιτισμού. Ο
τελευταίος υπήρξε συχνά ιδιαίτερα
βίαιος σε περιοχές της Κεντρικής και
Ανατολικής Ευρώπης. Οι θεωρίες αυτές
απευθύνονται σε τέτοιες παραδόσεις μη
ανεκτικότητας, όπως ο αντισημιτισμός
και τις μετασχηματίζουν θεμελιακά,
έχοντας απήχηση κυρίως σε κατώτερα
μεσαία και μεσαία στρώματα. Μάλιστα, ο
όρος ‘‘εθνικισμός’’ εμφανίζεται τη
δεκαετία του 1890 για να περιγράψει τις
θεωρίες αυτές. Με την κατάληψη της
εξουσίας από το φασισμό στην Ιταλία
(1922) και τη Γερμανία (1933) η δεξιά ενώνεται,
καθώς δημιουργούνται συμμαχίες μεταξύ
αντιδραστικών, συντηρητικών και φασιστών,
ενώ μέχρι και οι φιλελεύθεροι βλέπουν
αρχικά το φασισμό ‘‘με καλό μάτι’’,
καθώς θεωρείται ανάχωμα απέναντι στην
κοινωνική επανάσταση και τον κομμουνισμό.
Οι συνθήκες που επέτρεψαν την άνοδο
του φασισμού υπήρξαν σε κράτη όπου οι
κυρίαρχοι μηχανισμοί δεν μπορούσαν
πλέον να λειτουργήσουν, όπου υπήρχε μια
μάζα δυσαρεστημένων πολιτών που δεν
ήξεραν που να προσδεθούν, όπου υπήρχαν
σοσιαλιστικά κινήματα που επιδίωκαν
την κοινωνική επανάσταση και τέλος,
όπου υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια ενάντια
στις συνθήκες ειρήνης του 1918-20. Κάτω απ’
αυτές τις συνθήκες οι κυρίαρχες ελίτ
προσέφυγαν στο φασισμό ως λύση για τα
προβλήματα του κυρίαρχου συστήματος.
Δεν αποτέλεσε ποτέ ‘‘επαναστατικό’’
κίνημα, αφού δεν ανέτρεψε την εξουσία,
αλλά ήρθε σ’ αυτή με συνταγματικό τρόπο,
έχοντας την υποστήριξη των παλιών
κυρίαρχων τάξεων, καθώς εξυπηρετούσε
τα συμφέροντά τους. Λειτούργησε υπέρ
του μεγάλου κεφαλαίου, με αποκορύφωμα
τη χρήση καταναγκαστικής εργασίας στα
στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης.
Εξάλλου, έκανε τη βρώμικη δουλειά του
κεφαλαίου, αντιμετωπίζοντας τον ‘‘κίνδυνο
της επανάστασης’’ και εξουδετερώνοντας
το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα.
Ο εθνικισμός, φυσικά, αποτέλεσε μείζον
στοιχείο στο φασιστικό λόγο. Βέβαια,
πολλές φορές το εάν ο τοπικός εθνικισμός
θα συνεργαζόταν με το φασισμό εξαρτιόταν
από τα ενδεχόμενα οφέλη που θα είχε από
τον Άξονα, το μίσος του για το κομμουνισμό,
την εχθρότητα για κάποιο άλλο κράτος,
εθνικότητα, εθνοτική ομάδα και ευρύτερες
γεωπολιτικές δυναμικές. Για παράδειγμα,
ο Μεταξάς δεν συνεργάστηκε λόγω της
ισχυρής αγγλικής παρουσίας στη Μεσόγειο
που θα καθιστούσε κάτι τέτοιο αδιανόητο9,
ενώ οι Ουκρανοί συνεργάτες των ναζί
επιδίωκαν επιπλέον την απόσχιση από
την ΕΣΣΔ.
Β΄
Παγκόσμιος Πόλεμος και αντιφασισμός
Δεν χρειάζεται να αναφερθούν τα γεγονότα
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που αποτελεί
τη μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία
της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα. Θα
σταθούμε σε δυο σημεία: αφενός τον
αντιφασισμό και τα χαρακτηριστικά του
κι αφετέρου τη στρατηγική των
αντι-ιμπεριαλιστικών κινημάτων κατά
τη διάρκεια του πολέμου.
Είναι συχνό φαινόμενο στην αντιφασιστική
αντίσταση που ξέσπασε σε πολλές
κατεχόμενες χώρες να προσδίδεται η
χροιά του πατριωτισμού, όχι με την έννοια
της νομιμοφροσύνης σε μια εθνική
κυβέρνηση, αλλά με την έννοια μιας
αφηρημένης υπεράσπισης της πατρίδας-κράτους
από τους ξένους κατακτητές. Παρόλο που
ο πατριωτικός λόγος ήταν έντονος και
χρησιμοποιήθηκε –εργαλειακά ή μη –για
να συσπειρώσει το ντόπιο πληθυσμό,
πιστεύουμε ότι η αντίσταση κατά τη
διάρκεια του πολέμου είχε διεθνιστικά
στοιχεία.
Το γεγονός αυτό φάνηκε αρχικά από τον
Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1936-39). Δεν θα
σταθούμε στο εάν αποτέλεσε προοίμιο ή
όχι του Β΄ Παγκοσμίου, αλλά στο ότι
δεκάδες χιλιάδες επαναστάτες και
επαναστάτριες από άλλες χώρες πήγαν να
πολεμήσουν όχι μόνο τους στρατηγούς
του Φράνκο, αλλά και τους φασίστες
συμμάχους του. Ο εμφύλιος πόλεμος μιας
χώρας επηρέασε λόγω του ιδεολογικού
του χαρακτήρα τις πολιτικές υποθέσεις
άλλων χωρών. Ποτέ ξανά δεν συναντάμε
τέτοια μαζική εθελοντική κινητοποίηση
για συμμετοχή σε πόλεμο κι αυτό οφείλεται
στη θέληση των ανθρώπων αυτών να
πολεμήσουν το φασισμό και να συμβάλλουν
στην υπόθεση της κοινωνικής επανάστασης.
Τα διεθνιστικά αυτά χαρακτηριστικά
είναι έκδηλα και στα αντιστασιακά
κινήματα, καθώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
αποτέλεσε εκτός από ιδεολογικό πόλεμο
κι ένα είδος εμφυλίου, τουλάχιστον για
τα ευρωπαϊκά κράτη. Οι ίδιες ιδεολογικές
διαιρέσεις μεταξύ αντιφασιστικού και
φασιστικού στρατοπέδου διαπέρασαν το
σύνολο των κρατών. Το γεγονός αυτό
τονίζεται και από τις λιποταξίες
στρατιωτών για να ενταχθούν στο
αντιφασιστικό στρατόπεδο, αλλά και από
τη γενικότερη στάση ανυπακοής πολιτών
απέναντι στη κυβέρνηση και τη χώρα και
στα δυο στρατόπεδα. Οι Ιταλοί παρτιζάνοι
ήταν που κρέμασαν το Μουσολίνι, ενώ
πολλοί πολίτες κατεχόμενων από τον
Άξονα κρατών δεν δίστασαν είτε να
ενταχθούν εθελοντικά στα SS,
όπως έγινε στο Βέλγιο, την Ολλανδία και
τη Δανία είτε να συνεργαστούν πρόθυμα
με τις ντόπιες δυνάμεις κατοχής. Δεν
ήταν μόνο ένας πόλεμος μεταξύ κρατών,
αλλά και μεταξύ φασισμού και αντιφασισμού,
ο οποίος στην πλειοψηφία του είχε έντονο
το στοιχείο της κοινωνικής επανάστασης,
όπως φάνηκε και από το τέλος του πολέμου,
παρόλο που το στοιχείο αυτό καταπιέστηκε
και χάθηκε λόγω της υπεροχής της
σταλινικής γραμμής.
Τα παραπάνω, όμως, ίσχυσαν κυρίως στον
ευρωπαϊκό χώρο, ενώ στις χώρες της
περιφέρειας ίσχυσαν μόνο κατά περίπτωση,
όπως στη Λατινική Αμερική ή στην αντίσταση
των Κινέζων και Βιετναμέζων κομμουνιστών
εναντίων των φασιστών Ιαπώνων κατακτητών.
Γενικότερα, στις περισσότερες περιπτώσεις
οι κομμουνιστές ακολούθησαν τη γραμμή
της Κομιντέρν και έθεσαν ως προτεραιότητα
τον αγώνα ενάντια στον Άξονα. Όμως, για
το μεγαλύτερο μέρος της Ασίας, της
Αφρικής και του αραβικού κόσμου, ο εχθρός
κατά τη διάρκεια του πολέμου παρέμεινε
ο ιμπεριαλισμός, ο οποίος ταυτιζόταν
κυρίως με τις συμμαχικές δυνάμεις
(Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ολλανδία, ΗΠΑ,
Βέλγιο).
Έτσι πολλές φορές οι εχθροί των
συγκεκριμένων δυνάμεων θεωρήθηκαν από
τους αντι-ιμπεριαλιστές ως δυνάμει
σύμμαχοι, ακόμα και η ιμπεριαλιστική
Ιαπωνία στις περιοχές της Νοτιοανατολικής
και Νότιας Ασίας. Αυτό δεν σημαίνει
αναγκαστικά μια συμπάθεια προς τους
φασίστες αν και υπήρξαν τέτοιες
περιπτώσεις, όπως η συμπάθεια Αράβων
προς την αντι-εβραϊκή πολιτική των ναζί.
Η στάση αυτή φανερώνει μια τακτική κι
όχι ιδεολογική στάση. Εξάλλου, ο πόλεμος
αποδυνάμωσε και εξέθεσε ανεπανόρθωτα
τις αποικιοκρατικές χώρες, οι οποίες
δεν μπόρεσαν να επανέλθουν στην
προηγούμενη κατάσταση. Η συγκεκριμένη
αυτή τακτική δημιουργεί και πολιτικά
παράδοξα, όπως τη προσπάθεια της
σιωνιστικής παραστρατιωτικής ομάδας
Λεχί που δρούσε στην Παλαιστίνη να έρθει
σε διαπραγματεύσεις με τους ναζί για
την παροχή βοήθειας εναντίον των Βρετανών
ή τη συνεργασία του Ινδού αντι-ιμπεριαλιστή
ηγέτη Subhas Chandra Bose με τους ναζί. Ο ίδιος,
εγκατεστημένος στο Βερολίνο κατά τη
διάρκεια του πολέμου, συγκρότησε την
Ινδική Λεγεώνα των SS με
δύναμη 3.000 αντρών κι αργότερα τον Ινδικό
Απελευθερωτικό Στρατό με τη βοήθεια
των Ιαπώνων για την απελευθέρωση της
Ινδίας από τους Βρετανούς.
Πάντως, στις περισσότερες αποικιοκρατούμενες
χώρες τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα
έριξαν το βάρος αρχικά στην απελευθέρωση
και δευτερευόντως στην ήττα του Άξονα.
Η εθνική απελευθέρωση θεωρήθηκε πρωτίστης
σημασίας και ιδεολογικές και πολιτικές
αρχές περιορίστηκαν για την επίτευξη
του σκοπού αυτού. Το γεγονός αυτό δεν
εμπόδισε τα κινήματα αυτά να διατηρήσουν
ή να υιοθετήσουν έπειτα ένα σοσιαλιστικό
χαρακτήρα είτε για γεωπολιτικούς λόγους
είτε γιατί η ΕΣΣΔ θεωρήθηκε πρότυπο
εκσυγχρονισμού μιας αγροτικής χώρας
σε βιομηχανική, στόχο που επιδίωκαν
πολλοί ηγέτες των κινημάτων αυτών.
Γενικά, μετά το 1945 τα περισσότερα
αντιαποικιακά κινήματα ταυτίστηκαν με
τον σοσιαλιστικό/κομμουνιστικό
αντι-ιμπεριαλισμό. Επίσης, τα νέα εθνικά
και αυτονομιστικά κινήματα στη δυτική
Ευρώπη υιοθέτησαν μια κοινωνικο-επαναστατική
και μαρξιστική-λενινιστική φρασεολογία
σε αντίθεση με την προ του 1914 (ακρο)δεξιά
ιδεολογική τους προέλευση. Στο σύνθημα
της εθνικής απελευθέρωσης είχε προσδοθεί
αριστερό περιεχόμενο. Από τη δεκαετία
του ’30 ως αυτή του ’70 ο κυρίαρχος λόγος
περί εθνικής χειραφέτησης απηχούσε
αριστερές ιδέες. Σημαντικοί λόγοι γι’
αυτήν την –όπως αποδείχθηκε προσωρινή
εξέλιξη –υπήρξαν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
και η αποαποικιοποίηση.
Η
εποχή της παγκοσμιοποίησης (1950-σήμερα)
Από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα
έχει ενταθεί και επεκταθεί μια διαδικασία
παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, η
οποία υπονομεύει το θεσμό του
έθνους-κράτους, αφαιρώντας του τον
έλεγχο πάνω σε κάποιες υποθέσεις. Παρόλα
αυτά, συνοδεύεται από εκδήλωση
αυτονομιστικών τάσεων, όπως συνέβη μετά
το 1970 στον Καναδά και τη Μεγάλη Βρετανία
και όπως δραματικά φάνηκε και φαίνεται
μέχρι σήμερα στα γεγονότα που σημάδεψαν
την πτώση των καθεστώτων της Γιουγκοσλαβίας
και της ΕΣΣΔ, δημιουργώντας ένα σημαντικό
αριθμό νέων εθνών-κρατών. Οι αποσχιστικές
αυτές τάσεις εμφανίζονται συνήθως σε
πλούσιες περιοχές που υποστηρίζουν ότι
δεν επιθυμούν να επιδοτούν τις φτωχότερες.
Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας ξεκίνησε
από τη Σλοβενία και τη Κροατία, στην
Ισπανία η Χώρα των Βάσκων και η Καταλονία
αποτελούν δυο από τις πλουσιότερες
περιοχές και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί
για τη Λίγκα του Βορρά στην Ιταλία, ακόμη
και για την πολιτική των βόρειων χωρών
στην ΕΕ σήμερα.
Εξάλλου, η διάλυση των κομμουνιστικών
κρατών τη δεκαετία του ’90 προκάλεσε τη
δημιουργία ενός σημαντικού αριθμού
νέων εθνών-κρατών. Τα εθνικά ζητήματα
που αντιπροσώπευε η πλειοψηφία τους
δεν ήταν νέα, αλλά είχαν ήδη εμφανιστεί
μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τις
συνθήκες των Βερσαλλιών και του
Μπρεστ-Λιτόφσκ10.
Ακόμη, εντός της ΕΣΣΔ είχαν δημιουργηθεί
εθνικές και γλωσσικές ‘‘εθνικές
διοικητικές μονάδες’’ σε περιοχές που
δεν είχε υπάρξει πριν σκέψη για έθνος,
με αποτέλεσμα να γίνουν έθνη-κράτη μετά
την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, όπως συνέβη
στις ασιατικές δημοκρατίες11
και την Λευκορωσία. Σε γενικότερο
πλαίσιο, πάντως, ο εθνικισμός στα
περισσότερα καθεστώτα επωφελήθηκε από
τις εξελίξεις χωρίς να είναι ο βασικός
παράγοντας στην πρόκλησή τους, όπως
πιστεύουν οι εθνικιστές. Ίσως εξαίρεση
στο συγκεκριμένο να αποτελούν τα κράτη
της Βαλτικής.
Στις μέρες μας, υπάρχει μια άνοδος των
εθνικιστικών κινημάτων στην ευρωπαϊκή
ήπειρο, τα οποία νιώθουν να απειλούνται
από τη διεθνή μετανάστευση και τις
ραγδαίες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές.
Για τον Hroch ο εθνικισμός
στη σύγχρονη Κεντρική Ευρώπη είναι
‘‘ένα υποκατάστατο για παράγοντες
ολοκλήρωσης σε μια αποσυντιθέμενη
κοινωνία. Όταν η κοινωνία αποτύχει, το
έθνος εμφανίζεται ως η υπέρτατη
εγγύηση.’’14 Επίσης, για
τον ίδιο, η φαινομενική αναβίωση των
παλιών εθνικών αναταραχών στην
Ανατολική-Κεντρική Ευρώπη δεν είναι
(συνήθως) συνέχεια μιας παλιάς εθνικιστικής
παράδοσης, αλλά ένα είδος καινούργιας
επινόησης της παράδοσης (Illusion
der Reprise).
Όπως π.χ. οι Τσέχοι πατριώτες του 19ου
αιώνα φορούσαν τη στολή των χουσιτών
μαχητών, έτσι και σήμερα οι πατριώτες
των σύγχρονων ανατολικο-ευρωπαϊκών
εθνικών κινημάτων ντύνονται σαν πατριώτες
του 19ου αιώνα.
Στις πρώην αποικίες η άνοδος των
χωριστικών και εθνικιστικών κινημάτων
μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οφείλεται
στη δημιουργία κρατών με βάση τους
παράγοντες της αποαποικιοποίησης, της
επανάστασης και της επέμβασης εξωτερικών
δυνάμεων. Δημιουργούνται δηλαδή
ανεξάρτητα κράτη με τα ίδια σύνορα που
είχαν ως αποικίες, τα οποία και είχαν
χαραχθεί χωρίς καμία αναφορά στους
πληθυσμούς που περιέκλειαν. Έτσι, συχνά
δημιουργούνται εντάσεις μετά την
ανεξαρτησία και σε ορισμένες περιπτώσεις
τα πολυεθνικά και πολυκοινοτικά κράτη
διασπώνται (Πακιστάν, Μπαγκλαντές).
Ίσως, βέβαια, ισχύουν τα λόγια του Kautsky
(εγγονού του γνωστού μαρξιστή) ότι δηλαδή
: ‘‘χώρες που περιλαμβάνουν πολλές
γλωσσικές και πολιτιστικές ομάδες, όπως
οι περισσότερες αφρικανικές και ασιατικές
χώρες, δεν έχουν διασπαστεί, και εκείνες
που είναι μέρος μιας ενιαίας γλωσσικής
ομάδας, όπως οι αραβικές χώρες και η
Βόρειος Αφρική, δεν… έχουν ενωθεί.’’15
Από την άλλη, όμως, υπάρχει μια τάση
δημιουργίας υπερεθνικών και περιφερειακών
ενώσεων (ΕΕ, NAFTA κτλ) και διεθνών
χρηματοπιστωτικών και οικονομικών
θεσμών (ΔΝΤ, Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου
κτλ). Επίσης, η αστικοποίηση και η
εκβιομηχάνιση, οι οποίες στηρίζονται
σε μεταναστεύσεις και μετακινήσεις
λαών υποσκάπτουν μια βασική εθνικιστική
προϋπόθεση, δηλαδή ενός εδάφους που να
κατοικείται βασικά από έναν εθνικά,
πολιτιστικά και γλωσσικά ομοιογενή
πληθυσμό. Παρόλα τα ξεσπάσματα ξενοφοβίας
και ρατσισμού λόγω αυτών των εξελίξεων,
όπως στις ΗΠΑ κυρίως μετά το 1890 και τη
Δυτική Ευρώπη μετά το 1950, είναι δεδομένο
ότι στις σύγχρονες κοινωνίες οι
διαφορετικές εθνικές ομάδες και
κοινότητες θα συνυπάρχουν.
Σήμερα το ‘‘έθνος’’ τείνει να χάσει
ένα σημαντικό μέρος των παλιών του
λειτουργιών, συγκεκριμένα τη συγκρότηση
μιας εδαφικά καθορισμένης ‘‘εθνικής
οικονομίας’’. Μετά το ’60 ο ρόλος του
υπονομεύθηκε και αμφισβητήθηκε από τις
αλλαγές στον διεθνή καταμερισμό εργασίας,
οι βασικές μονάδες του οποίου είναι
διεθνικές ή πολυεθνικές εταιρείες και
από την αντίστοιχη ανάπτυξη διεθνών
κέντρων και δικτύων οικονομικών
συναλλαγών που βρίσκονται έξω από τον
έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης. Οι
‘‘εθνικές οικονομίες’’ αντικαθίστανται
ως δομικοί λίθοι του παγκόσμιου συστήματος
από ενώσεις ή ομοσπονδίες εθνικών κρατών
(ΕΕ) και διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ), ενώ
σημαντικά μέρη του συστήματος διεθνών
συναλλαγών είναι έξω από κάθε έλεγχο.
Αυτό με τη σειρά του δεν σημαίνει ότι
οι οικονομικές λειτουργίες των κρατών
έχουν μειωθεί ή εκλείψει, καθώς παρόλο
που οι εθνικές οικονομίες υπονομεύονται
από την αντίστοιχη διεθνική, συνυπάρχουν
και διασυνδέονται μαζί της. Αντίθετα,
η παγκοσμιοποίηση αναδιαρθρώνει
εσωτερικά το εθνικό κράτος, ισχυροποιώντας
το και εκσυγχρονίζοντάς το.
‘‘Όταν οι νέες σχέσεις δεν
αντιμετωπίζονται με την άρνησή τους,
αλλά με την αξιοποίηση των ίδιων μέσων
και τάσεων τους διαμορφώνουν υπερεθνικούς
θεσμούς με τη διεκδίκηση διαφορετικών
παγκόσμιων οργανώσεων. Καθιστώντας το
έθνος κράτος μία αφύσικη ακόμα και
αδύνατη επιχειρηματική μονάδα σε μια
παγκόσμια οικονομία υποκαθίσταται από
περιφερειακά κράτη. Το έθνος κράτος
βρίσκεται, δηλαδή, ενώπιον του παράδοξου
να δημιουργεί υπερεθνικούς μηχανισμούς,
θεσμούς και σχέσεις, προκειμένου να
διασφαλίσει τις οικονομικές του ανάγκες,
αλλά και την ασφάλειά του. Μεταφερόμενο
σε μία νέου είδους κρατικότητα γίνεται
ανταγωνιστικό με κράτη τα οποία μειώνουν
τους μισθούς, μετατρέπονται σε φορολογικούς
παράδεισους (συμβαίνει κυρίως με τα
μικρά κράτη) ή επιλέγουν τη στρατηγική
των πολύ ισχυρών κρατών που ηγεμονεύουν
στις αγορές (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία). Βλέπουμε
επίσης ότι δημιουργούνται συνέχεια
καινούρια εθνικά κράτη, που όλα είναι
μικρού μεγέθους και πως μόλις δημιουργηθούν
οι ελίτ τους σπεύδουν ταχέως να παραδόσουν
τμήμα της νέας κυριαρχίας σε υπερεθνικούς
θεσμούς. Το έθνος - κράτος μετασχηματίζεται,
μορφοποιείται, εσωτερικά και εξωτερικά,
παραμένοντας ισχυρό.’’16
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης τα
οικονομικά μεγέθη επεκτείνονται
ξεπερνώντας τα όρια του έθνους-κράτους.
Η μεγέθυνση της μισθωτής εργασίας σε
παγκόσμιο επίπεδο σε συνδυασμό με τον
παγκόσμιο καταμερισμό κεφαλαίου-εργασίας
και η τάση για αποεθνικοποίηση του
κεφαλαίου φέρνουν το έθνος-κράτος σε
άμεση σχέση εξάρτησης από την παγκόσμια
αγορά. Η παγκοσμιοποίηση καθιστά ολοένα
και πιο δύσκολο για ένα κράτος να
επιδιώξει αυτοδύναμη και αυτοτελή
ανάπτυξη, αψηφώντας το περιβάλλον της
διεθνούς πραγματικότητας ανεξάρτητα
από τα υπόλοιπα κράτη. Έτσι τα κράτη
επιδιώκουν συνεργασίες σε ευρύτερη
κλίμακα για την αντιμετώπιση των νέων
συνθηκών. Οι πιέσεις που ασκούν η αγορά
και τα μονοπώλια ωθούν τα κράτη στη
σύσταση περιφερειακών ενώσεων, διατηρώντας
φυσικά τις προηγούμενες σχέσεις
εξάρτησης. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι
περιφερειακές ενώσεις μπορεί να
μεταβάλλουν το εθνικό κράτος, αλλά
σίγουρα δεν το καταργούν.
Το έθνος-κράτος, λοιπόν, υπήρξε μια
διαδικασία που συνδυάστηκε με τον
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ως
τέτοια την βλέπουμε. Διασφάλισε την
ταξική εκμετάλλευση των κατώτερων
στρωμάτων μέσω των κελευσμάτων για
‘‘εθνική ενότητα’’ και ‘‘εθνική
απειλή’’, διατηρώντας την υποταγή
στους εκμεταλλευτές τους και την διχόνοια
ανάμεσα στις εργατικές και καταπιεσμένες
τάξεις διαφορετικών εθνών.
Για εμάς, όμως, ζητούμενο είναι ο
διεθνισμός και ο ελευθεριακός κομμουνισμός.
Αναγνωρίζουμε ότι αρχικά η οργάνωση
των καταπιεσμένων γίνεται στο κράτος
εντός του οποίου περικλείονται, αλλά η
περιφερειακή και διεθνική οργάνωση
είναι χρέος μας να επιδιώκεται, εφόσον
πλέον μας δίνονται και περισσότερα
εργαλεία για να δουλέψουμε πάνω σ’
αυτό. Δεν συμφωνούμε με μια μηδενιστική,
αντεθνική πολιτική εντός του ελληνικού
κράτους, αλλά με μια προταγματική,
διεθνιστική στάση που δεν θα προμοτάρει
κανενός είδους εθνικισμό. Επίσης, καθώς
–καλώς ή κακώς –το έθνος είναι μια
πραγματικότητα τους τελευταίους αιώνες
δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να καταστραφεί
ολοσχερώς χωρίς κανένα μεταβατικό
στάδιο ούτε επιδιώκουμε τη καταστροφή
πολιτιστικών στοιχείων και παραδόσεων
λαών που έχουν εγκολπωθεί σ’ αυτό, αρκεί
φυσικά να μην αναπαράγουν οποιεσδήποτε
σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης.
Ένας αταξικός, ελεύθερος και κομμουνιστικός
κόσμος δεν έχει θέση για τα έθνη όπως
έχουν υπάρξει ως τώρα, αλλά για
συναδελφωμένους λαούς με τον δικό τους
πολιτισμό και ιστορία, που θα έχουν
αποβάλλει τα δεσμά της καταπίεσης, των
διακρίσεων, της τάξης.
‘‘Η πολιτιστική ελευθερία και
ποικιλία, επιτρέψτε μου να τονίσω, δε
θα πρέπει να συγχέονται με τον εθνικισμό.
Το ότι κάθε λαός θα πρέπει να είναι
ελεύθερος να αναπτύξει πλήρως τις δικές
του πολιτιστικές ικανότητες δεν αποτελεί
απλώς δικαίωμα, αλλά είναι και επιθυμητό.
Ο κόσμος θα είναι πράγματι άχρωμος και
άχαρος εάν ένα υπέροχο μωσαϊκό από
διαφορετικές κουλτούρες δεν αντικαταστήσει
το σημερινό ομογενοποιημένο και
αφυδατωμένο από κουλτούρα κόσμο, που
δημιούργησε ο σύγχρονος καπιταλισμός.
Σύμφωνα με την ίδια λογική, ο κόσμος θα
είναι τελείως διαχωρισμένος και οι λαοί
διαρκώς σε αντιπαράθεση μεταξύ τους,
εάν οι πολιτιστικές τους διαφορές
τοπικοποιούνται και εάν φαινομενικές
«πολιτιστικές διαφορές» θεμελιώνονται
σε βιολογιστικές αντιλήψεις περί φύλου,
φυλής και φυσικής ανωτερότητας. Από
ιστορική άποψη, θα μπορούσε να υποστηριχθεί
ότι, με μία έννοια, η εθνική σταθεροποίηση
των λαών μέσα σε κάποια σύνορα διαμόρφωσε
ένα χώρο κοινωνικών σχέσεων που ήταν
ευρύτερος του στενού χώρου των συγγενικών
σχέσεων —που πάνω του στηρίζονταν οι
παραδοσιακές κοινωνίες— επειδή προφανώς
είναι πιο ανοιχτός απέναντι στους
ξένους, όπως ακριβώς οι πόλεις τείνουν
να καλλιεργούν πιο διευρυμένες ανθρώπινες
σχέσεις απ’ ό,τι οι φυλές. Ούτε όμως οι
σχέσεις μέσα στις φυλές, ούτε τα εδαφικά
σύνορα συνιστούν πραγμάτωση της
δυνατότητας της ανθρωπότητας να επιτύχει
μια κοινότητα με την πιο πλήρη έννοια
του όρου, μια κοινότητα με πλούσιες αλλά
αρμονικές πολιτιστικές παραλλαγές.
Όπως τα σύνορα δεν έχουν καμιά θέση στο
τοπίο του νου, έτσι δεν έχουν θέση και
στο χάρτη του πλανήτη.
…. Δεν υπάρχει θέση σε μια ελεύθερη
κοινωνία για τα κράτη-έθνη, είτε ως έθνη,
είτε ως κράτη…. Η (εθνική) ταυτότητα θα
πρέπει να αντικατασταθεί από την
κοινότητα, από την κοινή συνάφεια που
πρέπει να είναι ανθρώπινη σε κλίμακα,
μη ιεραρχική, ελευθεριακή και ανοιχτή
σε όλους, ανεξάρτητα από το φύλο του
ατόμου, τα εθνοτικά του χαρακτηριστικά
γνωρίσματα, τη σεξουαλική του ταυτότητα,
τα ταλέντα που διαθέτει ή τις προσωπικές
του κλίσεις.’’17
Έθνος
και εθνικισμός σύμφωνα με τους μαρξιστές
''Το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού
είναι μια απάτη. Το δικό μας σύνθημα
είναι διεθνικός πολιτισμός του
δημοκρατισμού και του παγκόσμιου
εργατικού κινήματος'' 18(Λένιν,
άπαντα, τ24 σελ,119, 130-131).
Γέννηση
και Δομή
''Το έθνος είναι μια δομική και
εξελικτική μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας
η οποία γεννιέται νομοτελειακά με τη
διαμόρφωση του καπιταλιστικού
κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού σαν
προϊόν οικονομικών κοινωνικοπολιτικών
και ιδεολογικών πορειών εξέλιξης και
ιστορικών ταξικών αγώνων''19
Το έθνος ως κοινωνικο-ιστορικό φαινόμενο
αποτελεί βασικό στοιχείο της δομής του
καπιταλιστικού και του σοσιαλιστικού
κοινωνικού σχηματισμού, είναι δηλαδή
μια μορφή εξέλιξης της κοινωνίας και
τα χαρακτηριστικά που το καθορίζουν
είναι οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά
και ιδεολογικά, καθώς και τα συμφέροντα
της κυρίαρχης τάξης.
Παρόλο που υπάρχει άμεση σύνδεση του
καπιταλισμού με την γέννηση και την
εξέλιξη των εθνών, δεν συνέβη με τον
ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες.
Οι πρώτες προσπάθειες για πολιτική
ανεξαρτησία κατά τον 18ο-19ο
αιώνα στην αμερικανική ήπειρο και κατά
την Γαλλική επανάσταση οδήγησαν στη
γέννηση των πρώτων εθνικών κρατών. Στη
Γαλλία η αστική τάξη ήταν αυτή που
εγκαθίδρυσε το νέο κράτος και η οποία
αντιτάχθηκε στην μοναρχία. Στην
αμερικανική ήπειρο ήταν οι κρεολοί12
που σχημάτισαν τις αποικιακές διοικητικές
ενότητες, κάτι που όμως δεν μπορεί να
θεωρηθεί ως εθνικό κίνημα, γιατί δεν
συμμετείχε μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού.
Η σύγχρονη έννοια του έθνους αναπτύχθηκε
κυρίως από τη Γαλλική επανάσταση και
είχε ένα πιο πολιτικό χαρακτήρα,
ταυτίζοντας κατά κάποιο τρόπο το λαό
με το κράτος. Ήταν δηλαδή μια κοινότητα
πολιτών με συλλογική κυριαρχία που
μετατράπηκε σε κράτος ως πολιτική
έκφραση. Εδώ φαίνεται και ο ρόλος του
κράτους στη δημιουργία και εξέλιξη του
έθνους.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αφομοίωση
μικρότερων ομάδων του λαού. Η τάση λοιπόν
για αυτοδιάθεση και κυριαρχία ενάντια
στη γέννηση των εθνών, δεν επικρατούσε.
Οι περισσότεροι δεν θέλανε να
ανεξαρτητοποιηθούν (σε αντίθεση με
τώρα) π.χ. Σέρβοι - Κροάτες, Τσέχοι-
Σλοβάκοι κτλ. Γι αυτό το λόγο έχουν
καταδικαστεί να εξαφανιστούν πολλές
μικρές ομάδες και οι γλώσσες τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τους μαρξιστές οι
τύποι των εθνών που μπορούν να σχηματιστούν
μέσα από την ιστορική εξέλιξη της
κοινωνίας και ως μορφή εξέλιξης του
καπιταλιστικού και κομμουνιστικού
κοινωνικού σχηματισμού είναι δύο , το
καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό έθνος
(μέσω επανάστασης και αναδιοργάνωσης
του καπιταλιστικού.)
Το έθνος αρχικά συντάσσεται ως
καπιταλιστικό πάνω στη μήτρα της
φεουδαρχικής κοινωνίας και η βασική
και κινητήρια δύναμη είναι ο τρόπος
παραγωγής και ανταλλαγής. Οι παραγωγικές
δυνάμεις αναπτύσσονται στο εθνικό αλλά
και διεθνές επίπεδο οδηγώντας στο
σχηματισμό της παγκόσμιας αγοράς η
οποία δημιουργεί την αλληλεξάρτηση των
εθνών.
Σύμφωνα με τον Λένιν ο καπιταλισμός
έχει 2 τάσεις πάνω στο εθνικό ζήτημα.
Πρώτον, το ξύπνημα της εθνικής ζωής και
εθνικών κινημάτων , η πάλη ενάντια σε
κάθε εθνική καταπίεση και η δημιουργία
εθνικών κρατών. Δεύτερον, η ανάπτυξη
και σύσφιξη σχέσεων ανάμεσα στα έθνη ,
το σπάσιμο εθνικών φραγμών και η διεθνής
ενότητα του κεφαλαίου, της οικονομικής
ζωής γενικά, της πολιτικής, της επιστήμης
κλπ. Αυτές οι 2 τάσεις στην ουσία είναι
προοδευτικές διαδικασίες, όμως μέσα
από την καπιταλιστική ανάπτυξη
υποτάσσονται στα ταξικά συμφέροντα της
αστικής τάξης και συνδέονται με την
αντιδραστική πολιτική υποταγής και
εκμετάλλευσης των αδύναμων εθνών.
''Ιστορικά η αρχή της εθνικότητας
είναι αναπόφευκτη στην αστική κοινωνία
και ο μαρξιστής, παίρνοντας υπόψη την
κοινωνία αυτή αναγνωρίζει πέρα για πέρα
την ιστορική δικαιολόγηση των εθνικών
κινημάτων. Για να μη μεταβληθεί, όμως
αυτή η αναγνώριση σε απολογητική του
εθνικισμού, πρέπει να περιορίζεται
αυστηρότατα μόνο σε ότι προοδευτικό
υπάρχει σ’ αυτά τα κινήματα, έτσι που
η αναγνώριση αυτή να μην οδηγήσει σε
συσκότιση της προλεταριακής συνείδησης
από την αστική ιδεολογία… Είναι
προοδευτική η αφύπνιση των μαζών.. η
πάλη τους ενάντια σε κάθε εθνική
καταπίεση, η πάλη για τα κυριαρχικά
δικαιώματα του λαού, για τα κυριαρχικά
δικαιώματα του έθνους. Από δω απορρέει
η αναντίρρητη υποχρέωση κάθε μαρξιστή
να υποστηρίζει τον πιο αποφασιστικό
και συνεπή δημοκρατισμό σ’ όλα τα σημεία
του εθνικού ζητήματος. Το καθήκον αυτό
βασικά έχει αρνητικό χαρακτήρα. Το
προλεταριάτο, όμως δεν μπορεί να
προχωρήσει στην υποστήριξη του εθνικισμού
πέρα από αυτό το σημείο, γιατί παραπέρα
αρχίζει η ”θετική” δράση της αστικής
τάξης που αποβλέπει στη στερέωση του
εθνικισμού.''20 (Λένιν, άπαντα,
τ24 σελ,119, 130-131).
Έθνος
και εθνικισμός
Η εθνική ταύτιση δεν είναι το ίδιο με
τον εθνικισμό ως μια ιδεολογία και ένα
πολιτικό κίνημα. Ο εθνικισμός συνδέεται
πάντα με την υπερτίμηση του δικού του
έθνους και υποτίμηση των άλλων εθνών.
Ο εθνικισμός διαμορφώνεται στα τέλη
του 18ου με αρχές 19ου αιώνα.
Παρ’ όλη τη χρονική ταύτιση των δύο
φαινομένων υπήρχαν για μεγάλο διάστημα
ανεξάρτητα.
''Στο
τέλος του 19ου με το τέλος
του Α΄ Παγκοσμίου και την επέκταση των
εθνικών κινημάτων άλλαξε ριζικά το
γεωπολιτικό πρόσωπο της Ευρώπης. Η
κατάρρευση των μεγάλων πολυεθνικών
κρατών σήμαινε ταυτόχρονα και τη γέννηση
μιας σειράς κρατών. Η δημιουργία όμως
περισσότερων νέων κρατών είχε ως
αποτέλεσμα την μαζική εκδίωξη μειονοτήτων
με στόχο τη δημιουργία εθνικά και
γλωσσικά ομοιογενών πληθυσμών. Αυτό
δημιούργησε αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό
των κρατών και η αναδιοργάνωση των
συνόρων από εθνική σκοπιά έκανε την
‘‘εθνική ιδέα’’ να χάσει το
εθνικοαπελευθερωτικό και ενωτικό
περιεχόμενό της , ενώ δημιούργησε ένα
αποσχιστικό χαρακτήρα. (Βάσκοι, Καταλανοί,
Φλαμανδοί κλπ.) Ο εθνικισμός εδώ
χρησιμοποιήθηκε πλήρως συνειδητά στην
υπηρεσία του εθνικού κράτους και
δημιούργησε έφορο έδαφος για τα φασιστικά
κινήματα ενισχύοντας τον επιθετικό
εθνικισμό.''21
Παρόλα αυτά ούτε ο κρατικά προπαγανδιζόμενος
εθνικισμός, ούτε ο επιθετικός εθνικισμός
(σωβινισμός) των φασιστικών κινημάτων
δεν πρέπει να ταυτίζονται με το εθνικό
αίσθημα των μαζών. Όπως και παλιότερα
η εθνική ταύτισή τους συνδέεται με την
κοινωνική συνείδηση. Γι’ αυτό τα
φασιστικά κινήματα αναγκάστηκαν να
συμπεριλάβουν και κοινωνικά στοιχεία
στην προπαγάνδα τους, ενώ τα κομμουνιστικά
κόμματα στην αντιφασιστική πάλη συνειδητά
επιστράτευσαν τα εθνικά αισθήματα.
Για να κυριεύσει ο εθνικισμός τις μάζες,
έχει την ανάγκη μιας κοινής παράδοσης,
θρησκείας και ιστορικής αποστολής, η
οποία επιβεβαιώνει ότι ανήκουν στην
ίδια ομάδα, όπως επίσης και μία κατάσταση
οικονομικής κρίσης, η οποία δημιουργεί
την ανάγκη στις μάζες να ιδρύσουν μια
λαϊκή κοινότητα διεκδικώντας τα προνόμιά
τους μέσα από μία συλλογική οργάνωση.
Ο εθνικισμός γεννιέται με το σχηματισμό
καπιταλιστικών εθνών. Όσο ο αστικός
εθνικισμός την περίοδο της ανερχόμενης
αστικής τάξης ήταν συνδεδεμένος με
δημιουργικές ιδέες και στόχους έπαιξε
έναν προοδευτικό ρόλο ενάντια στη
φεουδαρχία για την παγίωση του έθνους.
Μετά την περίοδο των αστικοδημοκρατικών
επαναστάσεων ο εθνικισμός μετατρέπεται
όλο και περισσότερο σε αντιδραστική
ιδεολογία και στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού
παίρνει την επιθετική μορφή. Ο τρόπος
με τον οποίο ο εθνικισμός εμφανίζεται
κάθε φορά αποτελεί έκφραση συσχετισμού
δυνάμεων της αστικής τάξης του κεφαλαίου
και της εργατικής τάξης.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από
τις εθνικές-απελευθερωτικές επαναστάσεις
ενισχύθηκε ένας εθνικισμός, ο οποίος
διαφέρει από τον αντιδραστικό εθνικισμό
της ιμπεριαλιστικής μεγαλοαστικής
τάξης, καθώς ο εθνικισμός αυτός έχει
ένα αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο
και είναι συνδεδεμένος με δημοκρατικές
ιδέες και στόχους, παρόλο που μερικές
φορές εμπεριέχει αντιδραστικά
χαρακτηριστικά όπως αντικομμουνισμός,
ρατσισμός κλπ.
Ωστόσο, ο εθνικισμός έχει πάρει και
θρησκευτικές μορφές (χριστιανισμός
στην Αρμενία ενάντια στην ισλαμική
καταπίεση) και έχει αναπτυχθεί σε
διάφορες χρονικές περιόδους, πράγμα το
οποίο δίνει μια διαφορετικότητα. Ο
ιρλανδικός ή βασκικός εθνικισμός δεν
μπορεί να συγκριθεί με τον γερμανικό
γιατί υπάρχουν βαθιές ιδεολογικο-πολιτικές
διαφορές .
Στην Ευρώπη παρατηρούμε το φαινόμενο
του εθνικισμού όχι ενιαίο αλλά χωρισμένο
στην Ανατολική και Δυτική Ευρώπη. Στις
χώρες που κατέρρευσε ο πρώιμος σοσιαλισμός
φαίνεται να σχηματίζεται σαν μια
(ψεύτικη) σανίδα σωτηρίας σε έναν κόσμο
αποσύνθεσης που ενισχύεται από
συναισθήματα αδυναμίας και απελπισίας
,εξαιτίας της οικονομικής μιζέριας, ενώ
στην Δυτική Ευρώπη φαίνεται μια δεξιά
εξέλιξη των εθνικιστικών και λαϊκών
κομμάτων, τα οποία τροφοδοτούνται από
τον φόβο απέναντι στο κύμα μετανάστευσης
(το οποίο αρχίζει και επικρατεί και στις
ανατολικές χώρες από τη στιγμή ένταξης
τους στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ).
Μπορούμε εδώ να διακρίνουμε τον εθνικισμό
του σήμερα, δίνοντάς του μια διπλή
ιδεολογική δομή. Από τη μία, χώρες όπως
η Γερμανία και η Ιαπωνία που συγκροτούν
μία αντίληψη πάνω στην οικονομική δύναμη
προς όφελος ιμπεριαλιστικών θεσμών για
την κυριαρχία, και από την άλλη ο
εθνικισμός των αδύναμων χωρών που
κινείται σαν αυτόν του 19ου αιώνα
με χαρακτηριστικά όπως έδαφος, φυλή
κλπ.
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ ΑΝΤΙΑΠΟΙΚΙΑΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Αποικιοκρατία
Στο συγκεκριμένο κείμενο δεν θα σταθούμε
στην ιστορική ανάλυση της αποικιοκρατίας,
η οποία υπήρξε φαινόμενο που ξεκίνησε
από τον 15ο αιώνα, αλλά θα
επικεντρωθούμε στην ανάλυση του σύγχρονου
φαινομένου του ιμπεριαλισμού, αλλά και
στην επίδραση του εθνικισμού στον
εξωευρωπαϊκό κόσμο. Επίσης, στην ανάπτυξη
εθνικών κινημάτων στις αποικιοκρατούμενες
χώρες, καθώς και στην ανάλυση των
χαρακτηριστικών τους. Τέλος, θα γίνει
μια κριτική από ταξική σκοπιά στα
κινήματα αυτά, κάποια εκ των οποίων θα
αναλυθούν παρακάτω. Πριν ξεκινήσουμε,
όμως, από τις επαναστάσεις που συνέβησαν
στην αμερικανική ήπειρο, θα επιχειρήσουμε
να ορίσουμε την έννοια και το περιεχόμενο
του ιμπεριαλισμού.
Ιμπεριαλισμός
Ο ιμπεριαλισμός είναι γαλλικός
νεολογισμός που πρωτοεμφανίστηκε στα
τέλη του 19ου αιώνα. Αντίστοιχα στα
νεοελληνικά θα μπορούσε να μεταφραστεί
ως "αυτοκρατορισμός". Γενικότερα,
ο όρος σημαίνει τις τάσεις εκείνες που
αποσκοπούν στην εδαφική επέκταση για
την ενίσχυση των πολιτικών και κυρίως
οικονομικών σφαιρών επιρροής. Ο
ιμπεριαλισμός αποτελεί πολιτική
επέκτασης της εξουσίας που ασκείται σε
ξένες οντότητες ως μέσο απόκτησης και/ή
διατήρησης μιας αυτοκρατορίας, ή αλλιώς
είναι η τάση μιας οντότητας να επεκτείνει
την εδαφική της ή την οικονομική της ή
την πολιτική της επιρροή (ή και όλα αυτά
μαζί) σε βάρος άλλων οντοτήτων,
χρησιμοποιώντας είτε τη στρατιωτική
της υπεροχή, είτε την οικονομική της
υπεροχή (ή και τα δύο μαζί). Παρόλο που
χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει
είδη επέκτασης από την αρχαιότητα μέχρι
σήμερα, εμείς θα επικεντρωθούμε στην
σύγχρονη εποχή, απ’ όπου και προέκυψε
ο όρος, καθώς θεωρούμε ότι αποτέλεσε
και αποτελεί ένα συγκεκριμένο στάδιο
στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και ως
φαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου
παραγωγής πρέπει να ειδωθεί.
Αμερικανικές
Επαναστάσεις
Ήδη από τον 18ο αιώνα εμφανίζονται
κινήματα αποίκων που ζητούσαν αυτονομία
από την μητρόπολη. Η οικονομική πρόοδος
και ανάπτυξη κάποιων αποικιών, αλλά και
η απόστασή τους από τη μητρόπολη ενέτειναν
τη σύγκρουση αυτή. Αναφερόμαστε φυσικά
στην αμερικανική ήπειρο και την
Αμερικανική Επανάσταση (1776), καθώς και
τις επαναστάσεις στη Λατινική Αμερική
στις αρχές του 19ου αιώνα. Βασικό
τους στοιχείο ήταν ότι αποτελούσαν
πολιτικές επαναστάσεις κι όχι κοινωνικές,
αφού δεν ανέτρεψαν την κυριαρχία μιας
κοινωνικής τάξης, όπως συνέβη στη Γαλλία,
αλλά κυρίως εξάλειψαν τον πολιτικό
έλεγχο Βρετανών, Πορτογάλων και Ισπανών
στα εδάφη τους. Δεν υπήρξε, δηλαδή
ανατροπή της κυριαρχίας μιας τάξης από
μια άλλη, αλλά αλλαγή των δυνάμεων που
ασκούσαν την πολιτική εξουσία.
Η απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής
την κατέστησε οικονομικά εξαρτημένη
από τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία συχνά
υποστήριξε τα ντόπια απελευθερωτικά
κινήματα για να εξυπηρετήσει τα δικά
της συμφέροντα. Ως το 1822 η ισπανική
Λατινική Αμερική, το Μεξικό και η Βραζιλία
είχαν απελευθερωθεί. Τα σύνορα που
δημιουργήθηκαν αντιπροσώπευαν την
κατανομή των ιδιοκτησιών των ευγενών,
οι οποίοι είχαν στηρίξει κάποια από τις
τοπικές εξεγέρσεις, ενώ το παναμερικανικό
ιδεώδες φάνηκε αδύνατο να πραγματοποιηθεί.
Οι επαναστάσεις αυτές αποτελέσαν έργο
μικρών ομάδων πατρικίων και στρατιωτών
που άφηναν τη μάζα του λευκού καθολικού
πληθυσμού και των Ινδιάνων αδιάφορη,
με εξαίρεση το Μεξικό, το οποίο και
ακολούθησε μια διαφορετική πορεία
ιστορικά. Είναι δύσκολο να κάνουμε λόγο
για ‘‘εθνικισμό’’ στα κινήματα αυτά,
ίσως για μια εμβρυακή ‘‘εθνική
συνείδηση’’.
19ος
αιώνας : η δυτική υπεροχή
Τον 19ο αιώνα το μεγαλύτερο τμήμα
του κόσμου έπεσε θύμα της υπεροχής –σε
στρατιωτικό, τεχνολογικό και οικονομικό
επίπεδο –των κρατών της βορειοδυτικής
και κεντρικής Ευρώπης, καθώς και χωρών
που είχαν εποικιστεί από Ευρωπαίους
(ΗΠΑ). Ο εξωευρωπαϊκός κόσμος αποτελούνταν
καταρχάς από επιζώσες αυτοκρατορίες ή
ανεξάρτητα μεγάλα βασίλεια του ισλαμικού
κόσμου και της Ασίας (Οθωμανική
αυτοκρατορία, Κίνα, Περσία, Ιαπωνία,
Βιετνάμ), που παρόλο που επιβίωσαν,
διαβρώνονταν όλο και περισσότερο από
την εξάπλωση του καπιταλισμού. Μεγαλύτερα
θύματα της διαδικασίας αυτής υπήρξαν
η Κίνα και η Αίγυπτος, με την Ιαπωνία να
αποτελεί εξαίρεση, ενώ τα μικρότερα απ’
αυτά κατακτήθηκαν κιόλας. Ακόμη, υπήρχαν
οι πρώην αποικίες της Ισπανίας και της
Πορτογαλίας στην Αμερική, που μόνο
τυπικά αποτελούσαν ανεξάρτητα κράτη,
καθώς επίσης και η περιοχή της υποσαχάριας
Αφρικής, που άρχιζε να ‘‘ανακαλύπτεται’’
και να κατακτάται από τους Ευρωπαίους.
Τέλος, χώρες που είχαν ήδη αποικιοποιηθεί
ή κατακτηθεί και τυπικά στην Ασία
(Ινδία, Ινδοκίνα).
Γενικά, δεν υπήρχε περίπτωση αποφυγής
του λευκού πολιτισμού, οπότε οι επιλογές
των ντόπιων πληθυσμών ήταν είτε η
αντιγραφή του είτε η αντίσταση σ’ αυτόν
είτε ενίοτε ένας συνδυασμός αυτών των
δυο. Έτσι, ξεκίνησε μια διαδικασία
‘‘εκδυτικισμού’’ των πρώην αποικιών
στην Αμερική, καθώς και των νυν στον
υπόλοιπο κόσμο. Στις πρώτες, μάλιστα, η
παγκόσμια εξάπλωση του καπιταλισμού
μετά το 1850 οδήγησε σε μια σειρά άμεσων
επεμβάσεων στα εδάφη τους από
‘‘ανεπτυγμένα’’ κράτη. Ο εκδυτικισμός,
όμως, βαθμιαία υπέσκαψε τα θεμέλια της
δυτικής κυριαρχίας, δημιουργώντας μια
τάξη αυτοχθόνων βιομηχάνων που
ανταγωνίζονταν την μητρόπολη. Παρόλα
αυτά, αντίσταση αρχικά διεξήχθη στα
μέσα του 19ου αιώνα από υπερασπιστές
μιας αρχαίας παράδοσης, στους οποίους
υπήρχε το αρχέγονο στοιχείο αντίστασης
σ’ ένα ξένο εισβολέα κι όχι κάποια
σύγχρονη μορφή κινητοποίησης, όπως
είναι ο εθνικισμός.
Οι ευρωπαϊκές αποικιακές αυτοκρατορίες,
λοιπόν, αποτελούνταν πρώτον από περιοχές
με Ευρωπαίους αποίκους χωρίς μεγάλο
αυτόχθονα πληθυσμό, καθώς συχνά ο
τελευταίος είχε σφαγιαστεί (Καναδάς,
Αυστραλία). Δεύτερον, από λίγες χώρες
όπου μια πλειονότητα ή σημαντική
μειονότητα λευκών αποίκων συνυπήρχε
μ’ έναν αρκετά μεγάλο ιθαγενή πληθυσμό
(Νέα Ζηλανδία, Νότιος Αφρική, Αλγερία).
Τρίτον, μια πλειοψηφία χωρών όπου δεν
υπήρχε σημαντικός ή μόνιμος πληθυσμός
αποίκων. Και στις τρεις περιπτώσεις ο
διαχωρισμός μεταξύ λευκών αποίκων και
του έγχρωμου ντόπιου πληθυσμού ήταν
έντονος.
Εποχή του
ιμπεριαλισμού
Πριν τον 19ο αιώνα παρόλο που οι
αποικιακές κατακτήσεις βασίζονταν και
σε θαυματουργά όπλα, το κύριο χαρακτηριστικό
τους ήταν ο επιθετικός και αδίστακτος
χαρακτήρας των εισβολέων και η πειθαρχημένη
οργάνωσή τους. Τα επιτεύγματα της
βιομηχανικής επανάστασης, όμως, έγειραν
περισσότερο την πλάστιγγα υπέρ των
αποικιοκρατών (μέσα 19ου-1930). Πλέον
ήταν ευκολότερο οι φτωχότερες χώρες να
ηττηθούν και να κατακτηθούν –εκτός αν
ήταν πολύ μεγάλες, όπως η Κίνα –λόγω
της τεχνολογικής κατωτερότητάς τους.
Μ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένας
διαχωρισμός ανάμεσα σε ανεπτυγμένο και
‘‘καθυστερημένο’’ κόσμο, σε πλούσιο
και φτωχό, σε κυρίαρχο και εξαρτημένο.
Δημιουργείται, λοιπόν, ένας κόσμος
αυτοκρατοριών σε μια εποχή αποικιακής
αυτοκρατορίας. Η υπεροχή τους μετουσιώνεται
σε κατάκτηση, προσάρτηση, διοίκηση. Η
ανεξαρτησία δε πολλές φορές παραχωρείται
μόνο κατ’ όνομα είτε όταν ικανοποιεί
τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων η
λειτουργία μιας χώρας ως ελεγχόμενο
ουδέτερο κράτος είτε όταν μια περιοχή
είναι πολύ μεγάλη για να κατακτηθεί
είτε όταν υπάρχουν διαφωνίες ως προς
τη μοιρασιά. Μεταξύ 1876 και 1915 το ¼ της
επιφάνειας της γης διανεμήθηκε ή
αναδιανεμήθηκε μεταξύ 5-6 ισχυρών κρατών.
Σε αντίθεση με το παρελθόν, οι μη Ευρωπαίοι
και οι κοινωνίες τους αντιμετωπίζονται
όλο και περισσότερο κατά το διάστημα
αυτό ως κατώτεροι και καθυστερημένοι.
Για να περιγραφεί η διαδικασία αυτή
εμφανίζεται από τα τέλη του 19ου
αιώνα ο όρος ‘‘ιμπεριαλισμός’’, με
αφορμή τις διαμάχες γύρω από τις
αποικιακές κατακτήσεις. Η διαφορά του
με τις παλιές αυτοκρατορίες είναι ότι
πλέον δεν αφορά μόνο στρατιωτική ή
πολιτική εξάπλωση, αλλά και οικονομική.
Γι’ αυτό και αποτελεί ένα νέο φαινόμενο,
ενώ η χροιά του αρχικά δεν ήταν αποκλειστικά
αρνητική, καθώς υπήρχαν ένθερμοι
υποστηρικτές του. Για τον Λένιν ο
ιμπεριαλισμός είχε οικονομικές ρίζες
σε μια συγκεκριμένη νέα φάση του
καπιταλισμού, η οποία οδήγησε στην
εδαφική διαίρεση του κόσμου μεταξύ των
μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων σε μια
σειρά επίσημων και ανεπίσημων αποικιών
και σφαιρών επιρροής. Οι ανταγωνισμοί
αυτοί προκάλεσαν τον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Για τον καπιταλιστικό κόσμο η
εξάπλωση και η εκμετάλλευση ήταν ζωτικής
σημασίας, κάτι που οδήγησε κατά τον 19ο
αιώνα στη δημιουργία μιας ενιαίας
οικονομίας σε πλανητική κλίμακα, που
βαθμιαία εισχωρεί και στα πιο απόμακρα
σημεία του πλανήτη, αφού από τα μέσα του
αιώνα επιταχύνεται η διαδικασία της
παγκοσμιοποίησης.
Ο εξαρτημένος κόσμος μετατρέπεται
έτσι σ’ ένα σύμπλεγμα αποικιακών και
ημι-αποικιακών εδαφών που εξειδικεύονταν
όλο και περισσότερο στην παραγωγή ενός
ή δυο βασικών προϊόντων για εξαγωγή
στην παγκόσμια αγορά και που βρίσκονταν
στο έλεος των απρόβλεπτων διακυμάνσεων
της αγοράς αυτής. Σημαντικό κίνητρο για
αποικιακή εξάπλωση αποτέλεσε, λοιπόν,
η αναζήτηση αγορών και επενδύσεων.
Επίσης, υπήρξε απόρροια μιας διεθνούς
οικονομίας που βασιζόταν στην αντιπαλότητα
διάφορων ανταγωνιστικών βιομηχανικών
οικονομιών. Ακόμη, οι αποικίες προσέδιδαν
κύρος σε πολιτικό επίπεδο, ενώ η
αποικιοκρατία κάλυπτε και στρατηγικές
ανάγκες εξάπλωσης, όπως για παράδειγμα
ήταν ο έλεγχος κάποιων σημαντικών
θαλάσσιων περασμάτων. Τέλος, συχνά η
αυτοκρατορική εξάπλωση χρησιμοποιούνταν
για να μειωθεί η δυσαρέσκεια στο εσωτερικό
μιας χώρας μέσω κοινωνικών μεταρρυθμίσεων
και οικονομικών βελτιώσεων, αλλά και
για την νομιμοποίηση του έθνους-κράτους
από τον λαό.
Η ορμή για εγκαθίδρυση αποικιών υπήρξε
συγκριτικά μεγαλύτερη σε χώρες με
λιγότερο δυναμικές οικονομίες, καθώς
λειτουργούσε ως αντιστάθμισμα της
οικονομικής και πολιτικής τους
κατωτερότητας. Η νέα αποικιοκρατία,
γενικά, υπήρξε υποπροϊόν μιας εποχής
οικονομικής και πολιτικής αντιπαλότητας
μεταξύ ανταγωνιζόμενων εθνικών
οικονομιών, την οποία επιδείνωνε ο
προστατευτισμός. Παράλληλα, όμως, η
εποχή των αυτοκρατοριών δημιούργησε
τόσο τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τους
μετέπειτα ηγέτες του αντι-ιμπεριαλιστικού
κινήματος όσο και το περιβάλλον για να
αρχίσουν οι φωνές τους να ακούγονται.
Η Αριστερά στις δυτικές χώρες είχε από
νωρίς διαμορφώσει μια αντι-ιμπεριαλιστική
πολιτική, ενώ –εκτός κάποιων εξαιρέσεων
–τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα
άρχισαν να εμφανίζονται με τον Α΄
Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Ρώσικη Επανάσταση.
Τα εκδυτικισμένα ηγετικά στρώματα των
αποικιών ήταν τα πρώτα που ήρθαν σε
επαφή με τις εθνικιστικές ιδέες μέσα
από επισκέψεις στις δυτικές χώρες και
από εκπαιδευτικούς θεσμούς που η ίδια
η Δύση είχε διαμορφώσει στον εξωευρωπαϊκό
χώρο. Η πρώτη υποχώρηση των αυτοκρατοριών
έρχεται με την ιρλανδική ημι-ανεξαρτησία
και την αιγυπτιακή ημι-αυτονομία το
1921-22.
Κλονισμός
της αποικιοκρατίας
Η χειραφέτηση των περιοχών αυτών δεν
άργησε να έρθει και μάλιστα με ιδεολογίες,
προγράμματα και μεθόδους πολιτικής
οργάνωσης που προέρχονταν από τη Δύση,
όπως ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός,
ο εθνικισμός, η ιδέα του κοσμικού κράτους.
Οι μεταβολές στον Τρίτο Κόσμο προήλθαν
από τις ελίτ, οι οποίες συχνά εμφορούνταν
από την πεποίθηση ότι η υιοθέτηση των
καινοτομιών της Δύσης θα διατηρούσε ή
θα αποκαθιστούσε συγκεκριμένες αξίες
του εκάστοτε ιθαγενούς πληθυσμού. Παρόλα
αυτά, συχνά ο πληθυσμός αυτός όπως
μισούσε τους δυτικούς, μισούσε εξίσου
και τον εκσυγχρονισμό της δικής του
ελίτ. Πιο εύκολη αποδείχθηκε η κινητοποίησή
του σε χώρες με ιστορικό παρελθόν ως
πολιτικές οντότητες (Τουρκία, Κίνα,
Ιράν). Στις περισσότερες περιπτώσεις,
όμως, η ιδέα του ανεξάρτητου κυρίαρχου
κράτους δεν είχε κάποιο νόημα για τους
ντόπιους, καθώς συχνά θεμέλιο για την
οριοθέτηση των κρατών στις περιοχές
αυτές υπήρξε η ιμπεριαλιστική χάραξη
των συνόρων τους χωρίς να λαμβάνονται
υπόψη οι τοπικές δομές και η σύσταση
των φυλών. Ο μετα-αποικιακός κόσμος,
λοιπόν, διαμορφώθηκε σχεδόν σύμφωνα με
τα σύνορα που χάραξε ο ιμπεριαλισμός
γι’ αυτόν. Έπρεπε, όμως, να προηγηθεί
μια σειρά από γεγονότα που κλόνισαν τα
θεμέλια του αποικιοκρατικού συστήματος
και οδήγησαν στην εξέλιξη αυτή.
Πρώτο σημαντικό γεγονός υπήρξε το
ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και
οι εξελίξεις που έφερε, με την καταστροφή
της Οθωμανικής, της Γερμανικής και της
Ρωσικής αυτοκρατορίας, καθώς και της
αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Ήδη πολλές
βρετανικές αποικίες γίνονται
ημι-ανεξάρτητες με διατήρηση του
πολιτικού ελέγχου από τους Βρετανούς,
ενώ τα 14 σημεία του Προέδρου των ΗΠΑ
Woodrow Wilson ευαγγελίζονταν μια Ευρώπη
εθνών-κρατών με αυτοδιάθεση και εθνική
κυριαρχία.
Δεύτερο σημαντικό γεγονός ήταν η Μεγάλη
Ύφεση του 1929-33. Η αξία των αποικιών για
τις μητροπόλεις ήταν ότι αποτελούσαν
αφενός πηγή προμήθειας για προϊόντα
του πρωτογενούς τομέα στην παγκόσμια
αγορά και αφετέρου μια διέξοδος για
επενδύσεις του βόρειου κεφαλαίου. Το
κραχ, όμως, έφερε για πρώτη φορά σε ευθεία
και ορατή σύγκρουση τα συμφέροντα των
οικονομιών των εξαρτημένων χωρών με
αυτά των οικονομιών των μητροπόλεων.
Κι αυτό καθώς οι τιμές των πρωτογενών
προϊόντων που εξήγαγε ο Τρίτος Κόσμος
κατέρρευσαν πολύ περισσότερο από τις
τιμές των μεταποιητικών προϊόντων που
αγόραζαν από τη Δύση. Έτσι, δημιουργήθηκε
μια μαζική βάση για πολιτική κινητοποίηση
στα μέρη αυτά. Η Ύφεση, λοιπόν,
αποσταθεροποιεί τόσο την εσωτερική όσο
και την εξωτερική πολιτική του εξαρτημένου
κόσμου.
Αποαποικιοποίηση
Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 η
αποικιοκρατία βρίσκεται σε κρίση, η
οποία εξαπλώνεται στις αυτοκρατορίες,
με εξαίρεση τη φασιστική Ιταλία και την
Ιαπωνία. Κάτι που πλήττει αρκετά τους
παλιούς αποικιοκράτες είναι η απόδειξη
ότι οι λευκοί και τα κράτη τους μπορούν
να ηττηθούν, να ντροπιαστούν και να
ατιμαστούν. Κι αυτό γιατί ως το 1943 οι
αυτοκρατορίες αυτές έχαναν τον πόλεμο,
ενώ κάποιες αποικίες τους κατακτήθηκαν
από τις δυνάμεις του Άξονα. Σε πολλές
χώρες της Ασίας μάλιστα, οι Ιάπωνες
εμφανίζονται ως ελευθερωτές.
Από την Ασία ξεκίνησε και η διάλυση
των αποικιακών συστημάτων μετά τον
πόλεμο. Γάλλοι και Ολλανδοί αντιστάθηκαν
αρχικά στη διαδικασία αυτή στη
Νοτιοανατολική Ασία, ενώ οι Βρετανοί
είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος
τρόπος να διατηρήσουν την αυτοκρατορία
τους ήταν η παραχώρηση της τυπικής
εξουσίας από τη στιγμή που υπήρχε σοβαρό
εθνικιστικό κίνημα. Βέβαια υπήρχαν και
περιπτώσεις που ενεπλάκησαν πολεμικά
(Μαλαισία, κρίση του Σουέζ13),
αλλά αυτές αποτελούσαν εξαίρεση. Ως τα
τέλη της δεκαετίας του ’50 μόνο η
Πορτογαλία και τα ανεξάρτητα κράτη των
λευκών εποίκων (Νότιος Αφρική) αρνούνταν
να συμβιβαστούν με τις εξελίξεις. Στην
Αφρική δε, στις περισσότερες των
περιπτώσεων, οι αποικιοκράτες αποφάσισαν
ότι η εκούσια παραχώρηση τυπικής
ανεξαρτησίας με διατήρηση της οικονομικής
και πολιτιστικής εξάρτησης ήταν
προτιμότερη λύση από την εμπλοκή σε
συγκρούσεις που πιθανότατα θα οδηγούσαν
αργά ή γρήγορα στην ανεξαρτησία με την
ταυτόχρονη επικράτηση αριστερών
καθεστώτων. Ως το 1962, λοιπόν, τα περισσότερα
αφρικανικά κράτη ήταν ανεξάρτητα, ενώ
από τη δεκαετία αυτή ως τις αρχές της
δεκαετίας του ’80 καταργείται η
αποικιοκρατία στα νησιά της Καραϊβικής,
του Ινδικού και του Ειρηνικού, κάτι που
σηματοδοτεί και το τέλος της.
Τα κράτη που σχηματίζονται με την
αποαποικιοποίηση είναι κυρίως
‘‘κοινοβουλευτικές δημοκρατίες’’,
με μια μειοψηφία ‘‘λαϊκών δημοκρατιών’’.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν
διέθεταν τις αναγκαίες υλικές και
πολιτικές προϋποθέσεις για να ανταποκριθούν
στην ονομασία τους. Συχνό φαινόμενο
υπήρξε ακόμη η επικράτηση στρατιωτικών
καθεστώτων ή η τάση για ολίσθηση προς
αυτά. Η πολιτική του στρατιωτικού
πραξικοπήματος υπήρξε προϊόν μιας νέας
εποχής αβέβαιων κυβερνήσεων χωρίς
ισχυρές νομιμοποιητικές βάσεις. Η
στρατιωτική πολιτική και οι στρατιωτικές
υπηρεσίες πληροφοριών κάλυπταν το κενό
της απουσίας μιας ‘‘κανονικής’’
πολιτικής και πολιτικών υπηρεσιών
πληροφοριών. Κάποια φιλόδοξα κράτη
επιχείρησαν να εκβιομηχανιστούν, πολλές
φορές ακολουθώντας το παράδειγμα της
ΕΣΣΔ. Αρκετές μάλιστα κατάφεραν την
εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη με
κρατικά σχεδιασμένη ή κρατικά ελεγχόμενη
οικονομία, γεγονός που άλλαξε από το
’90 και μετά (Βραζιλία, Μεξικό, Ινδία,
Κίνα). Σε άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου
πραγματοποιήθηκαν αγροτικές μεταρρυθμίσεις
μετά το 1945.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου,
οι περιοχές του Τρίτου Κόσμου επηρεάζονταν
από τις σχέσεις των δυο υπερδυνάμεων.
Οι ΗΠΑ στήριζαν σταθερά τις συντηρητικές
δυνάμεις των χωρών αυτών, ενώ υπήρχαν
αρκετά καθεστώτα που αν και δεν ήταν
κομμουνιστικά, στήριζαν σοσιαλιστικές
πολιτικές και ήταν διατεθειμένα να
δεχθούν τη βοήθεια της ΕΣΣΔ. Τα περισσότερα
απ’ αυτά ανήκαν στο κίνημα των Αδέσμευτων14.
Παρόλα αυτά, υπήρχαν δυο περιοχές –και
οι δυο είχαν κληρονομήσει τα σύνορα που
χάραξαν οι δυτικοί –όπου οι ενδογενείς
συγκρούσεις δεν ελέγχονταν: η Μέση
Ανατολή και το βόρειο τμήμα της ινδικής
υπο-ηπείρου.
Οι χώρες της περιφέρειας, με την
κοινωνική και πολιτική τους αστάθεια,
συχνά αποτέλεσαν γόνιμο έδαφος για
επανάσταση, ενώ μετατράπηκαν πολλές
φορές σε εμπόλεμη ζώνη λόγω και του
Ψυχρού Πολέμου. Πολλοί ηγέτες
αντι-αποικιακών κινημάτων εμπνεύστηκαν
από σοσιαλιστικές ιδέες, αν και τα
κομμουνιστικά κόμματα έγιναν η κύρια
δύναμη τέτοιων κινημάτων σε λίγες
περιπτώσεις, όπως στην Κίνα, την Μογγολία
και το Βιετνάμ. Πρωταρχική μορφή πάλης
αποτέλεσε ο ανταρτοπόλεμος, ο οποίος
αργότερα ενέπνευσε πολλά αντίστοιχα
κινήματα και ένοπλες ομάδες στην Κεντρική
και Δυτική Ευρώπη. Παρόλο που έτσι η
επανάσταση έγινε οικουμενικός όρος, τα
κινήματα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου
ενδιαφέρονταν πρωτίστως για την εθνική
τους υπόθεση. Αυτό δεν αναιρεί την
εμφάνιση περιφερειακών κινημάτων που
η εμβέλειά τους διαπερνούσε τα εθνικά
σύνορα, όπως ο παναφρικανισμός, ο
παναραβισμός και κυρίως ο
παν-λατινοαμερικανισμός.
Αλλαγές συντελέστηκαν και στην οικονομική
κατάσταση των αναπτυσσόμενων χωρών, με
την ανάπτυξη των πετρελαιοπαραγωγών
χωρών και την εκβιομηχάνιση άλλων, όπως
η Νότιος Κορέα, η Σιγκαπούρη, το Χονγκ
Κονγκ, η Ταϊβάν, η Ινδία, η Βραζιλία, το
Μεξικό. Τη δεκαετία του ’70 συντελείται
ένας νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας
με μαζική μετατόπιση βιομηχανιών από
την πρώτη γενιά των βιομηχανικών
οικονομιών σε άλλα μέρη του κόσμου.
Δημιουργείται πλέον μια οικονομική
παγκοσμιοποίηση. Πολλές χώρες, όμως,
ιδιαίτερα στην Αφρική παραμένουν φτωχές
και στάσιμες. Επίσης, καθώς αυξάνονται
οι διαφορές και οι διαιρέσεις των φτωχών
χωρών, η παγκοσμιοποίηση προκαλεί
μετακινήσεις που διασχίζουν τις
διαχωριστικές γραμμές περιοχών και
ταξινομήσεων, αφενός μέσω της μετανάστευσης
από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες (εδώ
συμβάλλει και ο πόλεμος φυσικά) και
αφετέρου μέσω του τουρισμού από τις
πλούσιες στις φτωχές.
Η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση φέρνει
και αντιδράσεις, όπως για παράδειγμα
την ανάπτυξη του φονταμενταλισμού.
Σημείο αναφοράς του αποτελεί η Ιρανική
Επανάσταση (1979), καθώς υπήρξε η πρώτη
που έγινε κάτω από το λάβαρο του
θρησκευτικού φονταμενταλισμού,
αντικαθιστώντας το παλιό καθεστώς μ’
ένα λαϊκιστικό θεοκρατικό. Τη δεκαετία
αυτή, καθώς κι αυτές που ακολουθούν
τέτοια κινήματα γίνονται μαζική πολιτική
δύναμη στον ισλαμικό κόσμο, αποκτώντας
μεγάλη επιρροή, αρχικά ιδιαίτερα ανάμεσα
στις ογκούμενες μάζες των μεσαίων τάξεων
και των διανοουμένων.
Εθνικο-απελευθερωτικά
και επαναστατικά κινήματα
Πολλά είναι εκείνα τα κινήματα που
έχουν δημιουργηθεί και έχουν πράξει
ανά καιρούς σε όλο τον κόσμο. Πολλά
θεωρήθηκαν επαναστατικά, κάποια πέτυχαν
και κάποια όχι. Η σχέση των διάφορων
κινημάτων με τις ριζοσπαστικές δυνάμεις
της κάθε εποχής ποικίλλει και έχει να
κάνει με ιδεολογικά , πολιτικά αλλά και
στρατηγικά κριτήρια. Εξάλλου, η πολιτιστική
ελευθερία και ποικιλία δε θα πρέπει
αναγκαστικά να συγχέονται με τον
εθνικισμό, καθώς κάθε λαός θα πρέπει να
είναι ελεύθερος να αναπτύξει πλήρως
τις δικές του πολιτιστικές ικανότητες,
κάτι που δεν αποτελεί απλώς δικαίωμα,
αλλά είναι και επιθυμητό.
Ωστόσο θα ήταν σημαντικό, για εμάς, να
μελετήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα
από τα απελευθερωτικά κινήματα και τα
χαρακτηριστικά τους.
Καταρχάς, ο εθνικοαπελευθερωτικός
αγώνας, είναι ένας λαϊκός15
αγώνας ανατροπής του πολιτικού καθεστώτος
το οποίο έχει επιβάλει ο κατακτητής ή
και προϋπήρχε εκείνου, έχοντας ως στόχο
την εγκαθίδρυση ενός νέου κοινωνικού
ή πολιτικού καθεστώτος με βασικό στοιχείο
την εθνική ανεξαρτησία.
‘‘Το πρώτο επαναστατικό κύμα στον
δυτικό κόσμο μετά τη Γαλλική και την
Αμερικανική επανάσταση εμφανίστηκε
στα 1820-24. Στην Ευρώπη, περιορίστηκε
κυρίως στη Μεσόγειο, με επίκεντρα την
Ισπανία (1820), τη Νεάπολη (1820) και την
Ελλάδα (1821). Εκτός από την ελληνική, όλες
οι άλλες επαναστάσεις καταπνίγηκαν. Η
Ισπανική Επανάσταση αναβίωσε το
απελευθερωτικό κίνημα στη Λατινική
Αμερική, που είχε υποστεί ήττα μετά από
μια πρώτη προσπάθεια που είχε προκαλέσει
η κατάκτηση της Ισπανίας από τον
Ναπολέοντα το 1808 και είχε περιοριστεί
σε κάποιους απομονωμένους πρόσφυγες
και λίγες συμμορίες.’’22
Στα Βαλκάνια, κατά τη διάρκεια της
κατοχής (1939-1945) δημιουργήθηκαν πολλά
επαναστατικά απελευθερωτικά κινήματα.
Το αντιφασιστικό αίσθημα είχε ποτίσει
και οι επαναστάτες ήταν έτοιμοι να
αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Μία από τις
μεγαλύτερες εθνικοαπελευθερωτικές
πολιτικές οργανώσεις που δημιουργήθηκε
στα Βαλκάνια εκείνη την περίοδο είναι
το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο).
''Αν το ΕΑΜ υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτική
αντιστασιακή οργάνωση στην περιοχή των
Βαλκανίων, οι παρτιζάνοι του Τίτο στη
Γιουγκοσλαβία θεωρήθηκαν η ισχυρότερη
στρατιωτική αντιστασιακή οργάνωση στον
ίδιο χώρο που ενισχύθηκε σημαντικά σε
πολεμικό υλικό από τη Σοβιετική Ένωση
και τους Δυτικούς Συμμάχους. Οι
γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι με τη σειρά
τους ενίσχυσαν τους αλβανούς παρτιζάνους
καθώς στόχευαν να συμπεριλάβουν την
Αλβανία στη γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία
που επαγγέλονταν.''23
Για
τον ιμπεριαλισμό και τα εθνικοαπελευθερωτικά
κινήματα
Κατά τη γνώμη μας ο ιμπεριαλισμός
αποτελεί ζωτικό κομμάτι του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής και ως τέτοιο πρέπει
να αντιμετωπίζεται. Το λάθος που συχνά
κάνουν τα αντι-ιμπεριαλιστικά κινήματα
είναι ότι επικεντρώνονται στο εθνικό
ζήτημα και σε μια επιμέρους αντιμετώπιση
του ιμπεριαλισμού, παραμερίζοντας τον
αντικαπιταλιστικό και ταξικό λόγο.
Έτσι, η λεγόμενη ‘‘εθνική απελευθέρωση’’
γρήγορα καταπίνει την κοινωνική
απελευθέρωση και εντέλει γεννιούνται
νέα έθνη-κράτη που προσπαθούν να
οικοδομήσουν ένα νέο έθνος, κάτι που
φυσικά αναπαράγει τις ταξικές και
οποιεσδήποτε άλλες ανισότητες υπήρχαν
και πριν. Βέβαια, όπως έχουμε ήδη
επισημάνει, δεν θεωρούμε ότι κάτι τέτοιο
συνέβη στα περισσότερα αντιστασιακά
κινήματα της Ευρώπης κατά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο.
‘‘Εντούτοις, σ’ όλη τη διάρκεια του
αιώνα, όταν «τριτοκοσμικά»
εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα σε
αποικιοκρατούμενες χώρες διακήρυτταν
συμβατικά το σοσιαλισμό και μετά
προχωρούσαν στην εγκατάσταση πολύ
συγκεντρωτικών και συχνά κτηνωδώς
αυταρχικών κρατών, η Αριστερά συχνά τα
χαιρέτιζε σαν νικηφόρους αγώνες ενάντια
στους ιμπεριαλιστές εχθρούς. Προωθούμενος
ως «εθνικο-απελευθερωτικός», ο εθνικισμός
συχνά παρέβλεψε την ανάγκη προώθησης
μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, ακόμα δε
και αγνόησε πλήρως την ανάγκη τέτοιων
αλλαγών. Τα «εθνικο-απελευθερωτικά»
κινήματα χρησιμοποίησαν την πίστη τους
σε αυταρχικές μορφές σοσιαλισμού….
Πράγματι, ο μαρξισμός-λενινισμός
αποδείχτηκε ένα εκπληκτικά αποτελεσματικό
δόγμα για να κινητοποιηθούν
«εθνικο-απελευθερωτικοί» αγώνες εναντίον
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και για να
κερδηθεί η υποστήριξη αριστερών
ριζοσπαστών στο εξωτερικό, οι οποίοι
είδαν τα «εθνικο-απελευθερωτικά»
κινήματα βασικά σαν αντιιμπεριαλιστικούς
αγώνες, αντί να εξετάζουν το αληθινό
κοινωνικό τους περιεχόμενο.
Έτσι, παρά τις λαϊκιστικές και συχνά
ακόμη και αναρχιστικές τάσεις από τις
οποίες προήλθε η ευρωπαϊκή και η
αμερικανική Νέα Αριστερά, ο ουσιαστικά
διεθνής προσανατολισμός της κατευθύνθηκε
σταδιακά προς την άκριτη υποστήριξη
των «εθνικο-απελευθερωτικών» αγώνων
έξω από την ευρω-αμερικανική σφαίρα,
χωρίς να δίνεται σημασία στο πού οδηγούσαν
οι αγώνες αυτοί, ή στην αυταρχική φύση
της ηγεσίας τους. Καθώς η δεκαετία του
’60 προχωρούσε, αυτό το πραγματικά
απίστευτα συγκεχυμένο κίνημα της Νέας
Αριστεράς εγκατέλειπε σταθερά το
περιβάλλον του αναρχισμού και της
παγκοσμιότητας μέσα απ’ το οποίο είχε
ξεκινήσει. Αφότου οι πρακτικές του Μάο
ανήχθησαν από τη Νέα Αριστερά στο επίπεδο
του «-ισμός», πολλοί νεαροί ριζοσπάστες
υιοθέτησαν άκριτα το «μαοϊσμό», με
ζοφερά αποτελέσματα για τη Νέα Αριστερά
στο σύνολό της.’’24
Ζητούμενο, λοιπόν, μιας γνήσια διεθνιστικής
αντίληψης είναι η οργάνωση και εναντίον
του ιμπεριαλισμού ως κομμάτι της
ευρύτερης αντικαπιταλιστικής και
αντιεξουσιαστικής πάλης. Οργάνωση η
οποία πρέπει να γίνεται τόσο στα
‘‘καταπιεσμένα’’ όσο και στα
‘‘καταπιεστικά’’ έθνη με πρώτο και
κύριο κριτήριο την τάξη και χαρακτηριστικά
ισότητας, απελευθέρωσης, κομμουνισμού
κι όχι με όρους φιλανθρωπίας και καβάτζας.
Φυσικά η ανάπτυξη ενός κινήματος
βασίζεται στις τοπικές συνθήκες
(πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές),
αλλά πάντα πρέπει να εξετάζουμε αν το
κάθε κίνημα προάγει την ισότητα, τον
ταξικό αγώνα και ελευθεριακά χαρακτηριστικά,
ώστε να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα
στην άκριτη αλληλεγγύη και την εύκολη
κριτική. Ο διεθνισμός είναι η μόνη λύση
για τα ελευθεριακά κινήματα και πάνω
σ’ αυτό το μονοπάτι πρέπει να βαδίσουμε.
Το
παράδειγμα του Βιετνάμ
Τώρα θα εξετάσουμε δυο εθνικοαπελευθερωτικά
κινήματα (βιετναμέζικο και ιρλανδικό),
αλλά και ένα αντιρατσιστικό (το κίνημα
για τα δικαιώματα των μαύρων στις ΗΠΑ).
Ένα, λοιπόν, ιδιαίτερο και εμβληματικό
επαναστατικό κίνημα στην Ασία είναι το
κίνημα του Βιετνάμ. Το Βιετνάμ βρίσκεται
στην Ινδοκίνα.
Η Ινδοκίνα αποτελείται από τη Βιρμανία,
την Ταϊλάνδη, την Μαλαισία, την Σιγκαπούρη,
το Λάος, την Καμπότζη και το Βιετνάμ.
Αρχικά ήταν αποικία των Γάλλων και
ονομαζόταν ''Γαλλική Ινδοκίνα''.
Ο πόλεμος στο Βιετνάμ είναι ένας
ιδιαίτερος πόλεμος, για πολλούς λόγους,
όμως αρχικά, γιατί δεν υπάρχει σαφής
ημερομηνία έναρξής του. Στην ουσία είναι
δυο συνεχόμενοι πόλεμοι. Χρονολογικά
είναι συνέπεια των αγώνων των λαών κατά
της αποικιοκρατίας.
Ιστορική
αναδρομή
Μέχρι το 208 π.Χ. υπήρχε το βασίλειο των
Ναμ Βιέτ, το οποίο και ήταν αυτόνομο.
Από το 43 π.Χ. και για μια χιλιετία περίπου
οι Κινέζοι κατέλυσαν αυτήν την αυτονομία.
Όμως το 939 μ.Χ. οι Βιετναμέζοι εξεγέρθηκαν
και απέκτησαν και πάλι την ανεξαρτησία
τους. Μία σειρά διαδοχής Βιετναμέζων
αυτοκρατόρων, η οποία σταδιακά παρήκμασε,
επέτρεψε στους Γάλλους να κάνουν το
Βιετνάμ αποικία τους.
Από το 1892 μέχρι το 1940 η Ινδοκίνα ήταν
αποικία των Γάλλων και των Άγγλων. ‘‘Σ'
αυτό το καθεστώς καταπιεστικού διαχωρισμού
ξεχώριζε η προνομιακή μεταχείριση στον
οικονομικό, φορολογικό και διοικητικό
τομέα λίγων Βιετναμιτών, υποδουλωμένων
στο αποικιακό καθεστώς, που οι Γάλλοι
τους πλήρωναν με εκχωρήσεις κτημάτων
στο νότο, αγροτικές πιστώσεις, πρατήρια
για την πώληση ειδών του μονοπωλίου και
αστυνομική προστασία. Αυτό το φαινόμενο
δεν παρατηρήθηκε σε μεγάλη έκταση, ώστε
να δημιουργήσει μια αληθινή αστική
τάξη, φιλικά διακείμενη προς τους
Γάλλους, είτε γιατί σε μια οικονομία
όπως η βιετναμική της περιόδου του
αποικισμού οι δυνατότητες συσσώρευσης
του κεφαλαίου ήταν πραγματικά
περιορισμένες, ακόμα και στον προνομιούχο
τομέα της τοκογλυφίας, είτε γιατί το
συνηθισμένο αντίτιμο αυτού του προνομίου
ήταν η απομόνωση από το λαό στο μέσον
του οποίου οι άνθρωποι αυτοί έπρεπε να
ζήσουν.’’25
Στα πρώτα χρόνια οι Γάλλοι αντιμετώπισαν
δυσκολίες, αρχικά με τους Κινέζους και
στη συνέχεια με τους Βιετναμέζους. Μετά
την ολοκλήρωση της διοικητικής οργάνωσης
από τους Γάλλους ακολούθησε μία σχετικά
ειρηνική περίοδος. Ο βιετναμέζικος
εθνικισμός, όμως, υπέβοσκε και εξαπλωνόταν
με την πάροδο του χρόνου.
Το 1925 ο Θάι Χονγκ ιδρύει το ''Επαναστατικό
Κόμμα του Βιετνάμ'', δρώντας μέσα από
τους Βιετναμέζους που υπηρετούν τον
γαλλικό στρατό κάνοντας τρομοκρατικές
ενέργειες. Αυτό κρατάει μέχρι το 1930 όταν
ο Θάι Χονγκ και οι σύντροφοί του σε μία
επίθεση κατά των Γάλλων στρατιωτών
πιάνονται και σφαγιάζονται. Την ίδια
περίοδο ο Χο Τσι Μινχ16
ιδρύει την ''Επαναστατική Κίνηση Νέων
Βιετναμέζων''. ‘‘Μέσα σε 5 χρόνια οι
Βιετναμέζοι, υπό την επίδραση της
οχτωβριανής επανάστασης, θα περάσουν
από την αναρχική δράση του Θάι Χονγκ
στην οργανωμένη δράση του Χο Τσι Μινχ
του «Ασιάτη Λένιν».''26
Το 1940 οι Ιάπωνες εισβάλουν στην Ινδοκίνα
και διώχνουν τους Άγγλους και τους
Γάλλους, ανακηρύσσοντας αυτόνομο το
κράτος του Βιετνάμ. Εκείνα τα χρόνια
(του Β΄ Παγκοσμίου) ο Χο Tσι Mινχ ζει
εξόριστος στην Κίνα και εκεί θα
δημιουργήσει το Βιετμίνχ*, ένα ενιαίο
πολυκομματικό αντιστασιακό κίνημα κατά
των Ιαπώνων καταχτητών. Το Βιετμίνχ
καθοδηγούταν κυρίως από το Κομμουνιστικό
Κόμμα Βιετνάμ (κάτι σαν το δικό μας ΕΑΜ).
Μερικούς μήνες αργότερα η Ιαπωνία
συνθηκολογεί, οπότε και παύει να ισχύει
όλη αυτή η κατάσταση. Την ίδια περίοδο
ο Χο Tσι Mινχ παίρνει την εξουσία στο
Βόρειο Βιετνάμ, ενώ το Νότιο και οι
περιοχές Καμπότζη και Λάος επιστρέφουν
στα χέρια των Γάλλων και μέσα σε ένα
χρόνο ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες.
Το 1954, στη σύνοδο της Γενεύης, με σκοπό
την ανακωχή μεταξύ Γάλλων και Βιετνμίνχ,
αποφασίστηκε ο χωρισμός του κράτους
και η αποχώρηση των Γάλλων. Το Βιετνάμ
χωρίστηκε σε Βόρειο και Νότιο.
Ο
χωρισμός αυτός έγινε στον 17ο παράλληλο,
παρ' όλο που το Βόρειο Βιετνάμ εξαρτιόταν
οικονομικά από το Νότιο. Παράλληλα
προβλέφθηκε και η δημιουργία μιας
αποστρατικοποιημένης ζώνης (DMZ-
demilitarized zone). Το Βόρειο Βιετνάμ, είχε
πρωτεύουσα το Ανόι και αρχηγό τον Χο
Τσι Μινχ και το Νότιο πρωτεύουσα τη
Σαϊγκόν και αρχηγό τον αυτοκράτορα Μπάο
Ντάι, ο οποίος διόρισε ως πρωθυπουργό
τον Νγκο Ντινχ Ντιέμ. Ο τελευταίος
καταγόταν από το Βόρειο Βιετνάμ και
έτρεφε έντονη αντιπάθεια για τους
Γάλλους. Το 1955 ανέτρεψε τον αυτοκράτορα
και το 1956 αυτοανακηρύχθηκε, με την
υποστήριξη των ΗΠΑ, Πρόεδρος της
Δημοκρατίας του Νοτίου Βιετνάμ. Αυτό
φυσικά έγινε για να μπορεί η Αμερική να
έχει τον έλεγχο.
Α΄
Πόλεμος της Ινδοκίνας
Αυτός είναι ένας πόλεμος ανάμεσα στους
Γάλλους αποικιοκράτες και τους πατριώτες
(όχι μόνο κομμουνιστές) Βιετναμέζους.
Το 1945, όλο το Βιετνάμ από το βορρά έως
το νότο ήταν ενωμένο υπό το καθεστώς
των Βιετμίνχ17,
οι οποίοι είχαν ανέλθει στην εξουσία
στο πλαίσιο ενός λαϊκού εθνικιστικού
κινήματος που είχε μεγάλη επιρροή, αλλά
και στήριξη από την κοινωνία. Όμως, οι
Γάλλοι αντιτάχθηκαν στο καθεστώς και
επεδίωξαν να ανακτήσουν την Ινδοκίνα
μέσα από έναν αποικιακό πόλεμο. Μέχρι
το 1954 ο πόλεμος κατά των Γάλλων συνεχίζεται
με διαλείμματα και δεν έχει διαφορά από
τους άλλους αντιαποικιακούς πολέμους.
Αυτό που θα φέρει την ήττα των Γάλλων
και θα κάνει την διαφορά είναι η μάχη
στο Ντιεν Μπιεν Φου, όπου ο στρατηγός
Γκιαπ θα συντρίψει τους Γάλλους και θα
κάνει το Ντιεν Μπιεν Φου ''σήμα κατατεθέν
του αγώνα κατά της αποικιοκρατίας παντού
στον κόσμο.''27
Ο στρατηγός Γκιαπ ξεχώριζε για τις
ικανότητές του και την σκέψη του. Σ' ένα
από τα κείμενά του παρουσιάζει ως εξής
την πολεμική μέθοδο του βιετναμέζικου
λαού: ‘‘Ανταρτοπόλεμος είναι η μορφή
αγώνα των μαζών μιας φτωχής και
κακοεξοπλισμένης χώρας ενάντια σ' έναν
επιθετικό στρατό με καλύτερο υλικό και
τεχνικές. Είναι ο τρόπος να διεξάγεις
μιαν επανάσταση. Οι αντάρτες στηρίζονται
στο ηρωικό πνεύμα για να θριαμβεύσουν
πάνω στα μοντέρνα όπλα, αποφεύγοντας
τον εχθρό, όταν είναι ισχυρότερος και
χτυπώντας τον, όταν είναι ασθενέστερος.
Άλλοτε σκορπίζοντας, άλλοτε
ανασχηματιζόμενοι, άλλοτε φθείροντας,
άλλοτε εξοντώνοντας τον εχθρό, είναι
αποφασισμένοι να πολεμάνε παντού, έτσι
που, οπουδήποτε και αν πηγαίνει ο εχθρός
είναι καταποντισμένος σε μια θάλασσα
ένοπλου λαού που τον χτυπάει, υποσκάπτοντας
το ηθικό του και εξαντλώντας τις δυνάμεις
του.’’28
Οι μελετητές κάνουν κυρίως αυτόν τον
διαχωρισμό μεταξύ των δύο πολέμων, για
να τονίσουν τον αντιγαλλικό χαρακτήρα
του πρώτου.
Β΄
Πόλεμος του Βιετνάμ
Ο πόλεμος αυτός αποτελεί μια σύγκρουση
ανάμεσα στους κομμουνιστές, φιλοκομμουνιστές
και προοδευτικούς γενικότερα από την
μία, και Αμερικάνους, Νοτιοβιετναμέζους
δεξιούς απ΄ την άλλη.
Το 1954 στο Ν. Βιετνάμ, οι Γάλλοι έχουν
φύγει, κουμάντο κάνει πια η Αμερική και
επικρατεί μεγάλη διαφθορά. Να επισημάνουμε
εδώ πως από τα τέλη της δεκαετίας του
1940 οι Ηνωμένες Πολιτείες στήριζαν την
πολεμική προσπάθεια των Γάλλων, δίνοντας
χρήματα στη Γαλλία μέσω ενός μυστικού
ταμείου προορισμένου για την Ινδοκίνα.
Παρόλα αυτά οι Γάλλοι όπως είπαμε και
πιο πάνω δεν τα καταφέρανε.
Σε συνθηκολόγηση που έμεινε γνωστή ως
''συμφωνία της Γενεύης'' οι Γάλλοι
υποχρεώθηκαν να αποχωρήσουν από τα
εδάφη ενώ οι ΗΠΑ δεν υπέγραψαν. Οι
συμφωνίες της Γενεύης προέβλεπαν την
προκήρυξη εθνικών εκλογών στο Βιετνάμ
το 1956. Δεν πραγματοποιήθηκαν όμως ποτέ,
λόγω της αντίστασης των ΗΠΑ. Ο τότε
πρόεδρος Αϊζενχάουερ είχε πει πως αν
γίνονταν εκλογές, ο Χο Τσι Μινχ θα είχε
σίγουρη νίκη με το 80% των ψήφων. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες είχαν σχεδόν τον
έλεγχο του νότου –του Νγκο Ντιν Ντιεμ
(Ngo Dinh Diem)– και επηρέασαν έτσι τον Ντιεμ
ώστε να αρνηθεί τη συμμετοχή στις
εκλογές, οι οποίες αποτελούσαν μέρος
της συμφωνίας με τη Γαλλία.
Ενώ στο Β. Βιετνάμ η κατάσταση είναι
υπό τον έλεγχο των κομμουνιστών, στο Ν.
Βιετνάμ μέχρι και το 1965 επικρατεί ένα
χάος, όπου τα δυο τελευταία χρόνια έχουν
αλλάξει 9 ''δημοκρατικές'' κυβερνήσεις,
ώσπου η Αμερική πραγματοποιεί στρατιωτική
επέμβαση. Στόχος των Αμερικάνων ήταν
να εμποδίσουν το κομμουνιστικό καθεστώς
να εδραιώσει την εξουσία του σε μια χώρα
που θεωρούσε στρατηγικής σημασίας για
τα συμφέροντά της. Δεν υπάρχει αμφιβολία
για τη στρατιωτική εμπλοκή της Ουάσιγκτον,
όταν το 1962 τεράστιος αριθμός αμερικανικών
όπλων, μαχητικών αεροπλάνων, ελικοπτέρων
και τεθωρακισμένων οχημάτων για τη
μεταφορά προσωπικού, κατέφθασαν στο
Νότιο Βιετνάμ μαζί με χιλιάδες επιπλέον
στρατιωτικούς συμβούλους. Με τη φράση
‘‘οι ΗΠΑ εμπλέκονται στον πόλεμο του
Βιετνάμ’’ ξεκινούσε το πρωτοσέλιδο
άρθρο των New York Times τον Φεβρουάριο. Ο
στρατιωτικός ανταποκριτής Χόμερ Μπίγκαρτ
υπογράμμιζε την ‘‘ολόθερμη και
αδιάλλακτη’’ υποστήριξη της Ουάσιγκτον
προς τον πρόεδρο του Νοτίου Βιετνάμ,
Νγκο Ντιν Ντιεμ και προέβλεπε ότι οι
ΗΠΑ είχαν ‘‘μάλλον δεσμευθεί άρρηκτα
σε έναν μακρύ και ατελέσφορο πόλεμο’’.
Αναφέρθηκε επίσης στον Αμερικανό γενικό
εισαγγελέα Ρόμπερτ Κένεντι, ο οποίος
σε επίσκεψή του στη Σαϊγκόν τον ίδιο
μήνα είχε υποσχεθεί ότι η χώρα του θα
παρέμενε στο πλευρό του Ντιεμ ‘‘μέχρι
την τελική νίκη’’.
Αυτός ο πόλεμος ξεκινάει στις 20 Δεκεμβρίου
1960, η οποία είναι η μέρα που δημιουργείται
το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (NLF) του
Ν. Βιετνάμ με σκοπό να ενώσει το βόρειο
με το νότιο κομμάτι του Βιετνάμ, και
ονομάζεται Βιετγκόνγκ18.
Το 1962 ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Κένεντι,
αποφάσισε να στείλει στη Σαϊγκόν τους
πρώτους στρατιώτες, προκειμένου να
απαλλάξουν τη χώρα από το την απειλή
των κομμουνιστών. Το 1963 ξεκινάει με μια
-σημαντική για το ηθικό των Βιετγκόνγκ-
νίκη στη μάχη του Απ Μπακ (ApBac). Την ίδια
περίοδο ο Ντιεμ και ο αδελφός του Νου
δολοφονούνται και ακολουθεί στις 22
Νοεμβρίου 1963 μια ακόμη δολοφονία. Αυτή
του προέδρου των Η.Π.Α. Τζον Κένεντι. Η
εξουσία πλέον περνάει στα χέρια του
Λίντον Τζόνσον. Ο Τζόνσον είναι ο
πρόεδρος που εγκαινιάζει τις αεροπορικές
επιδρομές αντιποίνων ενάντια στη
Λαοκρατική Δημοκρατία του Βιετνάμ. Το
Μάρτιο λοιπόν του 1965 γίνεται η πρώτη
βομβιστική επίθεση για να ανακοπεί ο
εφοδιασμός των Βιετκόνγκ και αποβιβάζονται
οι πρώτοι αμερικανοί πεζοναύτες στη
Ντανάνγκ (Da Nang), ενώ παράλληλα ξεκινάει
η επιχείρηση «Βροντερός Κεραυνός»
(Rolling Thunder) που αποτελεί ένα κρεσέντο
εναέριων βομβαρδισμών έναντι των
στρατιωτικών εγκαταστάσεων και των
υποδομών του Βορείου Βιετνάμ. Μέχρι
τον Νοέμβριο του 1968 έχουν χρησιμοποιηθεί
περισσότερα από 1εκ. τόνους εκρηκτικά.
Το 1965 είναι και η χρονιά που σταδιακά
αρχίζουν να ακούγονται και οι πρώτες
αντιπολεμικές φωνές στην Αμερική.
Ωστόσο, αυτά πυροδότησαν την περαιτέρω
ανάμειξη της Κίνας και της Σοβιετικής
ένωσης στον πόλεμο, έχοντας στο πλευρό
τους τη Κούβα, τη Βόρειο Κορέα, τη
Τσεχοσλοβακία και τη Βουλγαρία. Έτσι
συγκροτήθηκαν οι κομμουνιστικές δυνάμεις
που περιλάμβαναν και τους συμμάχους
της περιοχής δηλαδή τους Βιετκόνγκ,
Ερυθρούς Χμερ και Παθέτ Λάο.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο βρίσκονταν οι
ΗΠΑ, η Νότιος Κορέα, η Αυστραλία, η
Ταϊλάνδη, η Νέα Ζηλανδία, η Δημοκρατία
Χμερ και το Βασίλειο του Λάος.
Η απλή αλλά ιδιοφυής τακτική των ανταρτών
του NLF και του βορειοβιετναμέζικου
στρατού (NVA) οφείλεται στα διδάγματα του
μεγάλου Κινέζου στρατηγού Σουν Τσου
(Sun Tzu). Στο έργο του ‘‘η Τέχνη του
πολέμου’’ αναφέρει τις πέντε βασικές
απόψεις του για τη νίκη: ‘‘Θα νικήσει
εκείνος που ξέρει πότε να πολεμήσει και
πότε να αποφεύγει τον πόλεμο. Θα νικήσει
εκείνος που ξέρει να χειρίζεται τόσο
τις περισσότερες όσο και τις λιγότερες
δυνάμεις. Θα νικήσει εκείνος του οποίου
το στράτευμα διακατέχεται από το ίδιο
πνεύμα σε όλα τα επίπεδα. Θα νικήσει
εκείνος που, ενώ είναι προετοιμασμένος,
περιμένει για να πιάσει τον εχθρό
απροετοίμαστο. Θα νικήσει εκείνος που
έχει εξουσία στο στράτευμα και δεν
δέχεται παρεμβάσεις από τον ηγεμόνα.’’29
‘‘Στη γνώση αυτών των απλών, αλλά
θαυματουργών στρατηγικά σημείων
στηρίζεται όλη η φιλοσοφία της μάχης
των Βιετκόνγκ. Ποτέ μέχρι τον Ιανουάριο
του 1968 δεν θα δώσουν ολομέτωπη μάχη με
τον εχθρό σε μεγάλους σχηματισμούς.
Αποφεύγουν με πονηριά κάθε προσπάθεια
των Αμερικάνων να τους αντιμετωπίσουν
σε μάχη. Επιδίδονται σε ένα, εκνευριστικό
για τον αντίπαλο, κλεφτοπόλεμο φθοράς
που τους δίνει το τακτικό πλεονέκτημα
να επιλέγουν αυτοί, οι Βιετκόνγκ, πότε
θα επιτεθούν και πότε θα απεμπλακούν.
Η γνώση του εδάφους τους δίνει ένα ακόμη
πλεονέκτημα που υλοποιεί τη συμβουλή
του Σουν Τσου ότι πρέπει «ο πόλεμος να
στηρίζεται στην εξαπάτηση».’’30
Η επίθεση του «Τετ» έρχεται να δώσει
άλλο ένα δυνατό χτύπημα, την ημέρα της
γιορτής για τον ερχομό της άνοιξης στο
Βιετνάμ, στα τέλη του Ιανουαρίου του
1968. Σε μια αιφνιδιαστική επίθεση δεκάδες
χιλιάδες μαχητές του NLF και μονάδες του
στρατού του Βορείου Βιετνάμ εξαπολύουν
κύματα επιθέσεων σε όλες τις μεγάλες
πόλεις του Νοτίου Βιετνάμ. Οι ίδιοι οι
Αμερικάνοι βρέθηκαν να προσπαθούν να
ανακαταλάβουν την πρεσβεία τους στο
κέντρο της Σαϊγκόν.
Μετά τον θάνατο του Χο Τσι Μινχ, το
Σεπτέμβριο του 1969, τα στρατεύματα των
Η.Π.Α. περιορίζονται και η αεροπορία
τους ξεκινάει με εντολή του Νίξον
μαζικούς βομβαρδισμούς στην Καμπότζη
και στο Λάος, με σκοπό να ανακόψει τις
διόδους μεταφοράς εφοδίων που περνούσαν
μέσα από τα σύνορα των δυο κρατών (όχι
όμως με μεγάλη επιτυχία) με τις επιχειρήσεις
‘‘Φαράγγι Ντιούι Ι, ΙΙ και ΙΙΙ’’. Όμως,
το Δεκέμβρη του 1970 το Κογκρέσο απαγορεύει
την ανάπτυξη χερσαίων δυνάμεων στις
δύο χώρες.
Ο πόλεμος αυτός θα τελειώσει το 1975 όπου
για πρώτη φορά μάχονται δίπλα-δίπλα και
συντονισμένα τακτικοί στρατιώτες,
αντάρτες και χωρικοί οπλισμένοι όπως
όπως. Αυτή η τριπλή συγκρότηση των
μαχητών επιτρέπει στον Γκιαπ και τον
Χο Τσι Μινχ να διαφοροποιήσουν την
τακτική κάθε μάχης. Με αυτόν τον τρόπο,
ο νάνος θα νικήσει τον γίγαντα.
Αυτός ο πόλεμος έχει διπλό χαρακτήρα.
Από τη μια απελευθερωτικό , γιατί είναι
κατά των Αμερικάνων και από την άλλη
εμφύλιο , μεταξύ Βόρειου και Νότιου
Βιετνάμ. Ο πόλεμος του Βιετνάμ έχει
επίσης δυο στοιχεία που τον κάνουν
ιδιαίτερο. Πρώτον, δεν έχει συγκεκριμένη
ημερομηνία έναρξης λόγω των συνεχών
μαχών που γινόταν από το 1925 , αλλά
τελειώνει επίσημα το 1975. Δεύτερον, ήταν
ο πρώτος στην ιστορία που, από μεριάς
Αμερικάνων, παίζανε πολυεθνικά συμφέροντα.
Και αυτό ήταν που προστάτευαν οι
Αμερικάνοι, τις πολυεθνικές που άρχιζαν
να πρωτοεμφανίζονται κατά το τέλος του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο
πόλεμος της Καμπότζης
Ο πόλεμος αυτός θα παίξει σημαντικό
ρόλο στον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι Βιετκόνγκ
χρησιμοποιούσαν την Καμπότζη με την
βοήθεια ντόπιων, σαν καταφύγιο και σαν
ορμητήριο. Αν και η Καμπότζη είχε δηλώσει
ουδέτερη -παρόλο που δεχόταν οικονομική
βοήθεια από παντού (Αμερική, Γαλλία,
Κίνα, Ρωσία)- εντέλει μπήκε στο παιχνίδι.
Αυτό έγινε κυρίως λόγω της Αμερικής που
απείλησε ότι θα κόψει την χρηματοδότηση.
Το ΚΚΚ διασπάται σε φιλοκινεζικό και
φιλοσοβιετικό. Το φιλοκινεζικό δημιουργεί
τους Ερυθρούς Χμερ. Οι Ερυθροί Χμερ
είναι μια ομάδα με ξεκάθαρα εθνικιστικά
χαρακτηριστικά, οι οποίοι παρόλες τις
ιδεολογικές διαφωνίες , βοηθάνε τους
Βορειοβιετναμέζους εναντίον των
Αμερικάνων, για τους δικούς τους λόγους
φυσικά. Οι Eρυθροί Xμερ πίστευαν ότι στις
πόλεις ζούσαν και ανέπνεαν τα "εργαλεία"
του καπιταλισμού. Τα στελέχη των Eρυθρών
Xμερ αποκαλούσαν την Πνομ Πενχ ως τη
"μεγάλη πόρνη του (ποταμού) Mεκόγκ".
Για να δημιουργηθεί η ιδανική κομουνιστική
κοινωνία, όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να
ζήσουν και να εργαστούν στην ύπαιθρο
ως αγρότες.
Το 1973 οι Αμερικάνοι σταματάνε τις
επιθέσεις στην Καμπότζη. Οι Χμερ μετά
την μεγάλη επιτυχία τους επιτίθενται
και εντός της Καμπότζης, στην Πνομ Πενχ,
σφάζουν τον μισό πληθυσμό της Καμπότζης,
στην κυριολεξία, και τους υπόλοιπους
τους στέλνουν στα χωράφια. Με οδηγό μία
παρανοϊκή εκδοχή της κομουνιστικής
αγροτικής ουτοπίας, οι Ερυθροί Xμερ
μένουν στην εξουσία για τρία χρόνια .
Το '78 έγινε μια αποτυχημένη απόπειρα
από τους Βιετναμέζους να μπουν στην
Καμπότζη. Παρόλο που οι Βιετναμέζοι
υποχώρησαν, μέχρι και σήμερα η Καμπότζη
συνεχίζει να ελέγχεται από το Βιετνάμ.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η επέμβαση
των HΠA και οι συνεχείς βομβαρδισμοί
κατά το διάστημα 1969-1973 ήταν ο σημαντικότερος
παράγοντας που οδήγησε στην αυξανόμενη
υποστήριξη των Ερυθρών Xμερ από την
καμποτζιανή αγροτιά. Αναφέρουν επίσης
ότι "η επανάσταση του Πολ Ποτ -αρχηγού
των Ερυθρών Χμερ- δεν θα είχε κερδίσει
την εξουσία χωρίς την οικονομική και
στρατιωτική αποσταθεροποίηση της
Καμπότζης από τις HΠA "και ότι οι
βομβαρδισμοί των HΠA "ήταν πιθανόν ο
σημαντικότερος παράγοντας που ευνόησε
την άνοδο του Πολ Ποτ".
Σχολιασμός
του πολέμου
Ο πόλεμος του βιετναμέζικου λαού
αποτελεί ορόσημο στην ιστορία των
αντιαποικιοκρατικών κινημάτων ανά τον
κόσμο. Έδειξε πως μια μικρή αλλά σωστά
και στρατηγικά εκπαιδευμένη δύναμη
ανταρτών μπορεί να γονατίσει μια
στρατιωτική αυτοκρατορία. Με πίστη και
πάθος για το δίκαιο του αγώνα τους οι
Βιετναμέζοι αγωνιζόμενοι υπέρ βωμών
και εστιών αποδείχτηκαν ανώτεροι των
επαγγελματιών του πολέμου.
Ο αμερικανικός στόχος στο Βιετνάμ, όπως
αναφέραμε και πιο πάνω, ήταν να εμποδίσει
το κομμουνιστικό καθεστώς να εδραιώσει
την εξουσία του σε μια χώρα που θεωρούνταν
στρατηγικής σημασίας για τα συμφέροντά
των ΗΠΑ, έχοντας δημιουργήσει μια
παράνοια στην αμερικανική κοινή γνώμη
για τον κόκκινο κίνδυνο.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ είναι και κλασικός
ανταρτοπόλεμος και λαϊκός και πολιτικός.
Είναι ένας ενιαίος πόλεμος, κάτι που
σημαίνει ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο
μέτωπο, αλλά όλη η χώρα είναι ένα μέτωπο.
Κανένα άλλο αντάρτικο δεν κατάφερε να
μπει τόσο βαθιά στο λαό, αλλά και στον
κρατικό στρατιωτικό μηχανισμό και να
ενώσει την πολιτική πρόθεση με τον
στρατιωτικό σχεδιασμό. Κάθε πόλεμο τον
στηρίζει μια πολιτική, αλλά στον πόλεμο
του Βιετνάμ η πολιτική στηρίζει τον
πόλεμο και ο πόλεμος την πολιτική.Το
Βιετνάμ είχε όλες τις προϋποθέσεις για
να είναι και επαναστατικός και λαϊκός
ο πόλεμος. Ο επαναστατικός πόλεμος
προϋποθέτει ταξική συνείδηση και ο
λαϊκός πείνα και δυστυχία. Οι Βιετναμέζοι
λένε αγώνα αυτό που κάνουν, όμως αγώνα
πολιτικό και πολεμικό ταυτόχρονα. Ένας
πολιτικός αγώνας εμπεριέχει πολιτική
δράση στον λαό, πολιτική δράση μέσα στον
εχθρό και δράση ενάντια στον στρατό.
Αυτά, μαζί με την ένοπλη δράση αποτελούν
για τους Βιετναμέζους επαναστατικό
πόλεμο και γενική εξέγερση.
‘‘Στο Βιετνάμ δεν νίκησαν οι
κομμουνιστές, αλλά με την αποτελεσματική
βοήθεια των κομμουνιστών, ο πεινασμένος
και βασανισμένος λαός, του οποίου τον
πλούτο έκλεβαν ασύστολα οι εξ ορισμού
άρπαγες αποικιοκράτες.’’31
Η
ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ
Ο εθνικισμός στο νησί της Ιρλανδίας
αποτελεί μια αρκετά ιδιόμορφη περίπτωση.
Όπως κάθε κοινωνία, έτσι και η ιρλανδική
διαιρείται και καθορίζεται από κάποια
σημαντικά στοιχεία και διαχωρισμούς.
Καταρχάς, υπάρχει ο θρησκευτικός
διαχωρισμός (sectarianism)
μεταξύ καθολικών και προτεσταντών.
Επίσης, σημαντικό ρόλο στην ιρλανδική
ιστορία έχει διαδραματίσει η γειτνίαση
με μια μεγάλη αποικιοκρατική και
ιμπεριαλιστική δύναμη, όπως και είναι
η Μεγάλη Βρετανία. Τέλος, παρόλο που
γεωγραφικά βρίσκεται στην Ευρώπη, η
περιοχή αυτή θεωρούνταν αποικία της
Αγγλίας και γι’ αυτό συναντά κανείς
πολλά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν
σε αποικία στο εσωτερικό της, όπως για
παράδειγμα τις διακρίσεις σε βάρος του
καθολικού πληθυσμού σε πολιτικό,
κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.
Έτσι προκύπτουν και οι πολιτικές
διαιρέσεις, με τον προτεσταντικό πληθυσμό
να περιγράφεται ως νομιμόφρονες
(loyalists), λόγω της πίστης
του στην βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας
ή ενωτικοί (unionists), λόγω
της επιθυμίας του να παραμείνει η
Ιρλανδία μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου.
Αντίθετα, ο καθολικός πληθυσμός
περιγράφεται είτε ως ρεπουμπλικάνοι19,
λόγω της απέχθειάς του προς τη βασιλεία
είτε ως εθνικιστές, λόγω της θέλησής
του να ενωθεί η Βόρειος Ιρλανδία με την
Δημοκρατία της Ιρλανδίας σ’ ένα κοινό
κράτος. Φυσικά, δεν υπάρχει απόλυτη
ταύτιση των πληθυσμών με τις διαιρέσεις
αυτές, αλλά υπήρξαν κυρίαρχες στον
ιρλανδικό αγώνα για ανεξαρτησία και
ακόμα και σήμερα παίζουν σημαντικό ρόλο
στη Βόρειο Ιρλανδία.
Η
ιστορία του νησιού πριν τον 18ο
αιώνα
Συχνά αναφέρεται ως ‘‘πρώτη και
τελευταία αποικία των Άγγλων’’, καθώς
ήδη από το 1170 οι Νορμανδοί εισέβαλαν
στο νησί -αφού είχαν κατακτήσει τη
Βρετανία- και ως το 1250 η κατάκτηση της
Ιρλανδίας είχε ολοκληρωθεί. Πλήθος
εξεγέρσεων είχαν συμβεί πριν την εμφάνιση
του εθνικισμού, κυρίως το 16ο και
17ο αιώνα. Εξάλλου, την περίοδο
αυτή πραγματοποιείται μαζική εγκατάσταση
Άγγλων και Σκωτσέζων προτεσταντών
εποίκων, ώστε να εδραιωθεί η βρετανική
κυριαρχία. Ακόμη, τον 18ο αιώνα,
θεσμοθετούνται νόμοι που προβλέπουν
διακρίσεις εναντίον του καθολικού
πληθυσμού όσον αφορά τα νομικά δικαιώματα,
την ιδιοκτησία και τη γλώσσα, ενώ
υιοθετούνται τα αγγλικά ως επίσημη
γλώσσα σε βάρος των γαελικών.
Επανάσταση
του 1798
Το 1798 πραγματοποιείται εξέγερση των
Ενωμένων Ιρλανδών με ηγέτη τον Wolfe
Tone, η οποία εμπνέεται από
τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης,
αλλά καταστέλλεται παρόλη τη λαϊκή
υποστήριξη που είχε. Έτσι το 1800 ψηφίζεται
ο Νόμος της Ένωσης και δημιουργείται
το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας
και της Ιρλανδίας, ώστε να αποδυναμωθεί
το ιρλανδικό κοινοβούλιο που είχε
σχηματιστεί και να ενισχυθεί η βρετανική
εξουσία στο νησί.
‘‘Στην Ιρλανδία, όπως και αλλού, το
φαντασιακό ενός ενωμένου ιρλανδικού
έθνους ήταν μια διαδικασία της
καπιταλιστικής περιόδου, βρισκόμενη
πραγματικά εν εξελίξει μόνο τις τελευταίες
δεκαετίες του 18ου αιώνα.
Ήταν αρχικά το έργο μιας ως επί το
πλείστον προτεσταντικής ηγεσίας,
αποτελούμενης κυρίως από τις πιο
προνομιούχες τάξεις και ριζοσπαστικοποιημένης
όχι από τα ιδανικά της επιστροφής σε
μια Κέλτικη Ιρλανδία, αλλά μάλλον από
τον διεθνισμό και συγκεκριμένα τον
ριζοσπαστικό ρεπουμπλικανισμό, που
είχαν βιώσει η Γαλλική και η Αμερικανική
Επανάσταση. Η ανεξαρτησία για την
Ιρλανδία παρουσιαζόταν όχι τόσο ως ένα
τέλος αυτό καθεαυτό, αλλά κυρίως ως ένας
τρόπος να εμφανιστεί μια πολιτική
οντότητα ελεύθερη από την αντιδραστική
βρετανική μοναρχία, μια οντότητα στην
οποία ένα δημοκρατικό ρεπουμπλικανικό
πείραμα θα μπορούσε να διεξαχθεί.
Αυτό κατέληξε στην μεγάλη επανάσταση
του 1798, η οποία ήταν ευρέως καθοδηγούμενη
από ριζοσπάστες προτεστάντες
ρεπουμπλικάνους και όπου το αίμα που
χύθηκε για τη δημοκρατία ήταν το ίδιο
πιθανό να είναι πρεσβυτεριανό όπως και
καθολικό. Παρόλα αυτά, τη στιγμή αυτή
κατά την οποία το ρεπουμπλικάνικο
ιδεώδες εμφανιζόταν έτοιμο να πετύχει
τον σχηματισμό ενός ενωμένου ιρλανδικού
έθνους, ήταν επίσης η στιγμή κατά την
οποία το έθνος αυτό διαχωρίστηκε. Η
σύντομη και ανολοκλήρωτη ενότητα
‘‘καθολικών, προτεσταντών και
σχισματικών’’ του έτους αυτού ξεθώριασε
στον σεχταριστικό διαχωρισμό και την
τελική διαίρεση.’’32
19ος
αιώνας
Τον 19ο αιώνα ο εθνικισμός σύγχρονου
τύπου στην Ιρλανδία γίνεται ισχυρή
δύναμη. Μια από τις σημαντικότερες
αιτίες της εξάπλωσής του αποτελούσε η
πολιτική και οικονομική εξάρτηση από
τη Βρετανία, ενώ υπήρξε το μόνο
δυτικοευρωπαϊκό εθνικό κίνημα, οργανωμένο
με κάποια συνοχή πριν το 1848, που βασιζόταν
πραγματικά στις μάζες. Κατά το διάστημα
1820-1830, μάλιστα, πραγματοποιούνται μαζικές
διαδηλώσεις με αίτημα την αυτονομία.
‘‘Σ’ ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη
(εξαιρώντας την Ιβηρική Χερσόνησο) μόνο
η Ιρλανδία είχε μεγάλο και ενδημικό
αγροτικό κίνημα, οργανωμένο με μυστικές
και τρομοκρατικές εταιρείες, αλλά από
κοινωνική και πολιτική άποψη, ανήκε σ’
ένα κόσμο διαφορετικό από τους γείτονές
της.’’33 Ο λιμός του 1847
μείωσε τον πληθυσμό του νησιού κατά 2
εκατομμύρια, καθώς πολλοί είτε πέθαναν
είτε ακολούθησαν το δρόμο της μετανάστευσης,
κυρίως προς τις ΗΠΑ. Ο πληθυσμός
αποτελούνταν ως επί το πλείστον από μια
πάμφτωχη αγροτική τάξη, που ήταν
ενοικιαστές γης και πλήρωνε τεράστια
ενοίκια σ’ ένα μικρό σώμα ξένων
γαιοκτημόνων, ενώ ήταν και ο πιο φτωχός
στην Ευρώπη. Γενικά, με εξαίρεση το
Ώλστερ20,
παρέμεινε ως και τον 20ό αιώνα μια
αποβιομηχανοποιημένη περιοχή.
Εξεγέρσεις ξεσπούν το 1848 και 1867, ενώ
στις εκλογές του 1885 η πλειοψηφία των
ιρλανδικών εδρών στο αγγλικό κοινοβούλιο
υποστηρίζει την αυτονόμηση της Ιρλανδίας
(Home Rule).
Παράλληλα δυναμώνει και η αντίδραση,
καθώς η προτεσταντική άρχουσα τάξη
οργανώνει εθελοντικό στρατό με την
ίδρυση στις αρχές του 20ού αιώνα
των Εθελοντών του Ώλστερ. Το Home Rule
καταψηφίζεται το 1886 και το 1893, ενώ το
1905 ιδρύεται το Sinn Féin, το οποίο έκτοτε
αποτελεί τον κύριο εκφραστή του ιρλανδικού
ρεπουμπλικανικού κινήματος. Πιο πριν
σημαντικότερη οργάνωση υπήρξε η Ιρλανδική
Ρεπουμπλικανική Αδελφότητα, η οποία
ιδρύθηκε το 1858 με στόχο την εγκαθίδρυση
της Ιρλανδικής Δημοκρατίας. Τα μέλη της
ονομάστηκαν Φένιανς, μια ονομασία που
φτάνει μέχρι σήμερα για να περιγράψει
τους ρεπουμπλικάνους. Στην εξέγερση
του 1867 προχωρά σε σειρά βομβιστικών
επιθέσεων επί βρετανικού εδάφους.
Αρχές 20ού
αιώνα
– Εξέγερση του Πάσχα
Από τις αρχές του 20ού αιώνα
αναπτύσσεται στην Ιρλανδία εργατικό
κίνημα με σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά,
που οξύνει την ταξική πάλη με αποκορύφωμα
την απεργία των λιμενεργατών και το λοκ
άουτ στο Δουβλίνο το 1913 και 1914. Έκτοτε
συχνά ο αγώνας για ανεξαρτησία και ο
σοσιαλισμός συνυπάρχουν. Σημαντική για
τη συγκεκριμένη εξέλιξη υπήρξε η
φυσιογνωμία του James Connolly, ο οποίος
θεωρείται ο πατέρας του ιρλανδικού
σοσιαλισμού, καθώς εισήγαγε τη μαρξιστική
θεωρία στο νησί, ενώ μεταξύ άλλων υπήρξε
και ηγέτης των Ιρλανδών Εθελοντών,
προδρόμου του IRA. Το 1916 ξεσπά η Πασχαλινή
Εξέγερση (Easter Rising), η οποία καταστέλλεται
άγρια. Αφορμή υπήρξε η πρόθεση επιστράτευσης
στην Ιρλανδία κατά τον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Οι εξεγερθέντες ανακήρυξαν τη
Δημοκρατία και ύψωσαν την ιρλανδική
σημαία στο Κεντρικό Ταχυδρομείο του
Δουβλίνου. Η εξέγερση απέτυχε και όσοι
θεωρήθηκαν ως πρωτεργάτες εκτελέστηκαν.
Παρόλη την καταστολή, το Sinn Féin κερδίζει
την πλειοψηφία των ιρλανδικών εδρών
στις εκλογές του 1918, δημιουργεί ένα
ανεξάρτητο ιρλανδικό κοινοβούλιο, ενώ
ο IRA εξαπολύει μια σειρά επιθέσεων με
σκοπό μια ανεξάρτητη Ιρλανδική Δημοκρατία.
IRA
και Sinn Féin
Το Sinn Féin (στα γαελικά σημαίνει ‘‘Εμείς’’)
ιδρύεται το 1905, αλλά παίρνει τη σημερινή
του μορφή το 1970 μετά τη διάσπαση μεταξύ
Επίσημου και Προσωρινού. Παρόλο που
συχνά ο IRA αναφέρεται ως
στρατιωτική πτέρυγα του κόμματος, δεν
υπάρχει κάποια επίσημη μορφή σύνδεσης.
Οι ηγέτες τους, όμως, ακολουθούν τις
περισσότερες φορές κοινή τακτική, κάτι
που αποδεικνύει μια ανεπίσημη μορφή
συνεργασίας και επικοινωνίας.
Ο IRA δημιουργείται το 1919, διαδεχόμενος
τους Ιρλανδούς Εθελοντές . Διχάστηκε
κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου (1922-23), ενώ
πολλοί ρεπουμπλικάνοι αποχώρησαν μετά
την ήττα και το διαμελισμό της Ιρλανδίας.
Τη δεκαετία του ’60 είχε στραφεί σε μια
περισσότερο πολιτική κατεύθυνση, ενώ
η ηγεσία του ήταν μαρξιστική. Η αδράνειά
της, όμως, κατά τη διάρκεια των επιθέσεων
σε καθολικές συνοικίες του Μπέλφαστ
και του Ντέρυ το 1969 οδηγεί σε διάσπαση,
από την οποία προκύπτουν ο Official IRA
(Επίσημος IRA) και ο Provisional IRA (Προσωρινός
IRA). Ο δεύτερος είχε και τη μεγαλύτερη
απήχηση, ενώ στις τάξεις του βρίσκονταν
ακόμη και συντηρητικά και αντι-κομμουνιστικά
στοιχεία. Μάλιστα, συχνά υπήρξαν διαμάχες
μεταξύ τους και εκατέρωθεν δολοφονίες.
Αυτή δεν ήταν η μοναδική διάσπαση, καθώς
υπήρξαν αρκετές που ακολούθησαν τα
επόμενα χρόνια. Ο πλήρης αφοπλισμός της
οργάνωσης συνέβη μόλις το 2005.
Άλλη σημαντική ρεπουμπλικάνικη ομάδα
υπήρξε ο INLA (Ιρλανδικός Εθνικός
Απελευθερωτικός Στρατός), ο οποίος
υπήρξε διάσπαση από τους Officials και είχε
μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία.
Γενικοί στόχοι των ρεπουμπλικάνων
αποτελούσαν η ένωση της Ιρλανδίας και
η ίση μεταχείριση του καθολικού και
προτεσταντικού πληθυσμού. Επίσης, πολλά
κομμάτια του κινήματος υποστήριζαν το
σοσιαλισμό (κομμουνιστικό ή μη), ενώ
συχνά ακόμη ένας στόχος αποτελούσε ο
διαχωρισμός της εκκλησίας από το κράτος.
Ιρλανδικός
Πόλεμος της Ανεξαρτησίας (1919-21) και
Εμφύλιος (1922-23)
Το 1919 ξεσπά πόλεμος για την ανεξαρτησία
της Ιρλανδίας, ο οποίος και λήγει το
1921 με την υπογραφή της Αγγλο-ιρλανδικής
Συνθήκης, που προβλέπει το διαμελισμό
του νησιού σε δυο ξεχωριστά κράτη, με 6
κομητείες στο Βορρά και 26 στο Νότο. Ο
βρετανικός στρατός αποχωρεί από τις
νότιες περιοχές, στις οποίες, όμως, ξεσπά
εμφύλιος μεταξύ των ρεπουμπλικανών,
ανάμεσα σ’ εκείνους που έβλεπαν θετικά
τη συνθήκη σαν ένα βήμα προς την πλήρη
ανεξαρτησία κι αυτούς που ήταν εχθρικοί,
καθώς διαφωνούσαν με τους όρους και τα
λεγόμενά της. Νικητές θα βγουν οι πρώτοι,
οι οποίοι σχηματίζουν κυβέρνηση στο
Νότο, γνωστή ως Ιρλανδικό Ελεύθερο
Κράτος (Irish Free State). Το 1949 η Δημοκρατία
της Ιρλανδίας γίνεται πλήρως ανεξάρτητη
και αποχωρεί από τη Βρετανική Κοινοπολιτεία.
Στο μεταξύ, στο Βορρά ξεσπούν πογκρόμ
εναντίον των καθολικών, ενώ γενικά
υπάρχουν έντονες διακρίσεις εις βάρος
των καθολικών από το κοινοβούλιο
(Στόρμοντ) και τη προτεσταντική
πολιτοφυλακή (RUC).
Β΄
Παγκόσμιος Πόλεμος – σχέσεις με ναζί
και ακροδεξιά
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου
Πολέμου, παρόλο που η Ιρλανδία παρέμεινε
ουδέτερη, υπήρξαν διαπραγματεύσεις με
τους ναζί για παροχή οπλισμού και
υποστήριξης σε περίπτωση αγγλικής
επέμβασης.
‘‘Αναφορικά με τα κράτη και τα
κινήματα που απέβλεψαν στην υποστήριξη
της Γερμανίας και της Ιταλίας, ιδιαίτερα
κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου
πολέμου όταν ο Άξονας φαινόταν να
κερδίζει τον πόλεμο, το κυριότερο κίνητρό
τους δεν ήταν ιδεολογικό, μολονότι
αρκετά ήσσονος σημασίας εθνικιστικά
καθεστώτα στην Ευρώπη, που η θέση τους
εξαρτάτο απόλυτα από τη γερμανική
στήριξη, εύκολα διαφήμισαν τον εαυτό
τους σαν πιο ναζιστικά ακόμα και από τα
SS, με χαρακτηριστική περίπτωση το
κροατικό κράτος των Ustashi. Θα ήταν όμως
παράλογο με οποιαδήποτε έννοια να
χαρακτηρίσουμε τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό
Στρατό ή τους ινδούς εθνικιστές που
έχουν έδρα τους το Βερολίνο ως «φασίστες»
επειδή κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο,
όπως και στον πρώτο, μερικοί απ’ αυτούς
ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους
Γερμανούς για να αποκτήσουν την υποστήριξή
τους στη βάση της αρχής ότι «ο εχθρός
του εχθρού μου είναι φίλος μου». Πράγματι,
ο ηγέτης του Ιρλανδικού Δημοκρατικού
Στρατού Frank Ryan, που προέβη σε τέτοιες
διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς,
ιδεολογικά ήταν τόσο αντιφασίστας ώστε
στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο κατατάχθηκε
στις Διεθνείς Ταξιαρχίες και πολέμησε
εναντίον του Φράνκο. Οι δυνάμεις του
Φράνκο τον συνέλαβαν και τον έστειλαν
στη Γερμανία. Δεν πρέπει να μας παραπλανούν
τέτοιες περιπτώσεις.’’34
Επίσης, υπάρχει μια σύνδεση της ελληνικής
ακροδεξιάς με τον ιρλανδικό αγώνα λόγω
της κοινής συνύπαρξης Ιρλανδών κρατουμένων
της συντηρητικής πτέρυγας του
ρεπουμπλικανισμού όπως ο Seán Mac Stíofáin
με μέλη της ΕΟΚΑ -όπως ο μετέπειτα
εγκάθετος πρωθυπουργός της χούντας
Νίκος Σαμψών- στις βρετανικές φυλακές.
Από εκεί προέρχεται και η ‘‘συμπάθεια’’
των Ελλήνων φασιστών προς τον ιρλανδικό
αγώνα και οι προσπάθειες να τον
προσεταιριστούν πολιτικά.
Ο
πόλεμος μεταφέρεται στο Βορρά
Μετά την επίτευξη της δημιουργίας της
Ιρλανδικής Δημοκρατίας (Éire), το διακύβευμα
πλέον για τους ρεπουμπλικάνους ήταν η
δημιουργία μιας ενιαίας Ιρλανδίας,
σοσιαλιστικής ή μη. Γι’ αυτό το λόγο
πραγματοποιείται μια εκστρατεία
αμφισβήτησης των συνόρων το 1956 από τον
IRA με την επήρεια της
αριστερής του πτέρυγας, η οποία αποδείχθηκε
αναποτελεσματική. Γενικά, εκείνη την
περίοδο η βρετανική αυτοκρατορία
αποδυναμώνεται συνεχώς, κάτι που φαίνεται
και από τα γεγονότα στο Σουέζ. Το ιρλανδικό
απελευθερωτικό κίνημα αποτέλεσε ανέκαθεν
πηγή έμπνευσης για αντιαποικιοκρατικά
κινήματα και ειδικά για όσα στρέφονταν
εναντίον των Άγγλων, όπως το ινδικό, ενώ
αναπτύσσει την περίοδο αυτή και στενούς
δεσμούς με το νοτιοαφρικανικό κίνημα
κατά του απαρτχάιντ.
Σταδιακά, το ρεπουμπλικάνικο κίνημα
αρχίζει να απομακρύνεται από τον ένοπλο
αγώνα για να αφοσιωθεί σε μια πιο πολιτική
παρέμβαση. Παράλληλα, παρατηρείται μια
αναθέρμανση των σχέσεων Βορρά και Νότου
και πραγματοποιείται η πρώτη συνάντηση
των δυο πρωθυπουργών το 1965. Το γεγονός
αυτό προκαλεί την αντίδραση των ενωτικών
και το 1966 η UVF (παραστρατιωτική ομάδα
των νομιμοφρόνων) ξεκινάει μια σειρά
δολοφονιών καθολικών και βομβιστικών
ενεργειών.
The
Troubles (1968-1998)
Ενώ η βία εναντίον του καθολικού
πληθυσμού εξαπλώνεται, στις αρχές του
1967 αναπτύσσεται το κίνημα για τα πολιτικά
δικαιώματα, το οποίο αποτελείται από
σοσιαλιστές, φιλελεύθερους, ριζοσπάστες
φοιτητές και ρεπουμπλικάνους που
απαιτούν την ίση μεταχείριση στα εκλογικά
δικαιώματα, την εργασία και τη στέγαση.
Οι διαδηλώσεις που πραγματοποιεί το
κίνημα αυτό δέχονται τις επιθέσεις τόσο
της αστυνομίας όσο και των φανατικών
ενωτικών. Το 1969 οι επιθέσεις αυτές θα
αποκρουστούν στο Μπέλφαστ και το Ντέρυ,
καθώς ο καθολικός πληθυσμός αρχίζει να
οργανώνεται για την αυτοπροστασία του.
Γρήγορα ο βρετανικός στρατός θα βρεθεί
στους δρόμους για να αποκαταστήσει την
τάξη.
Τα συνεχόμενα πογκρόμ θα εντείνουν τη
δράση του IRA από το 1970, ο
οποίος πλέον απολαμβάνει την υποστήριξη
σημαντικής μερίδας του κόσμου. Η αποδοχή
του επεκτείνεται και από τη σκληρή
καταστολή που εξαπολύει η βρετανική
κυβέρνηση και τα μέτρα που λαμβάνει,
όπως τις φυλακίσεις επ’ αόριστο χωρίς
δίκη, τις μαζικές φυλακίσεις χωρίς
στοιχεία, τις αδιάκριτες εισβολές και
καταστροφές σπιτιών ως και τη χρήση
όπλων εναντίον άοπλων διαδηλωτών το
1972. Καθώς η σύγκρουση οξύνεται, η Μεγάλη
Βρετανία αναστέλλει τη λειτουργία του
βορειοϊρλανδικού κοινοβουλίου, με την
εξουσία πλέον να ασκείται αποκλειστικά
από το Λονδίνο.
Οι επόμενες δυο δεκαετίες βρίσκουν τον
IRA να συνεχίζει την
εκστρατεία του, με εξαίρεση δυο περιόδους
εκεχειρίας. Κύριοι στόχοι του αποτελούσαν
να επιφέρει πλήγματα στην οικονομία
του κρατιδίου και να πλήξει την πολιτική
του υπόσταση, καθώς επίσης και να
υπερασπιστεί τον καθολικό πληθυσμό. Η
πολιτική στροφή που πραγματοποιείται
από τη δεκαετία του ’80 φέρνει εκλογικές
νίκες καθόλη τη διάρκειά της για το Sinn
Féin, το οποίο το προηγούμενο διάστημα
ήταν παράνομο και ακολουθούσε την
πολιτική της αποχής. Σταδιακά η επιλογή
της πολιτικοποίησης κερδίζει έδαφος
έναντι εκείνης της συνεχούς στρατιωτικής
αντιπαράθεσης.
Η συγκεκριμένη επιλογή επηρεάζεται
και από την αλλαγή τακτικής εκ μέρους
της Μεγάλης Βρετανίας, καθώς μετά τις
μαζικές και αδιάκριτες φυλακίσεις των
πρώτων χρόνων των ‘‘Ταραχών’’,
δημιουργεί ένα ‘‘ειδικό καθεστώς’’
από το 1976 και μετά για τους ριζοσπάστες
κρατούμενους, προσπαθώντας να τους
παρουσιάσει ως κοινούς ποινικούς και
να τους απομονώσει μεταξύ τους. Ως τότε
οι ‘‘πολιτικοί κρατούμενοι’’, όρος
που φυσικά δεν αναγνώριζαν οι Βρετανοί,
βρίσκονταν σε μεγάλα κελιά πολλών
ατόμων, ξεχωριστά από κρατούμενους
καταδικασμένους για ποινικές υποθέσεις.
Παράλληλα, οι αλματώδεις αλλαγές στην
τεχνολογία δυσκόλευαν όλο και περισσότερο
τις εκτεταμένες επιχειρήσεις που
συνήθιζαν να πραγματοποιούν οι
ρεπουμπλικανικές ένοπλες ομάδες, ενώ
η ύπαρξη πολλών ρουφιάνων, ακόμα και σε
ανώτερα κλιμάκια τέτοιων ομάδων διάβρωναν
την εσωτερική τους δομή.
Δυο σημαντικά γεγονότα της περιόδου
αυτής που αξίζει να αναφερθούν ήταν
αφενός η ‘‘Ματωμένη Κυριακή’’ (30
Ιανουαρίου 1972), όταν Βρετανοί στρατιώτες
άνοιξαν πυρ εναντίον άοπλων διαδηλωτών
σε πορεία για τα πολιτικά δικαιώματα
στο Ντέρυ, σκοτώνοντας 14 συνολικά
πολίτες. Αφετέρου, οι απεργίες πείνας
του 1981. Οι απεργίες πείνας υπήρξαν ένα
μέσο αγώνα που χρησιμοποιήθηκε συχνά
από τους Ιρλανδούς ρεπουμπλικάνους,
ενώ υπήρξαν θάνατοι και πριν το 1981. Αυτές
του 1980-81 διεκδικούσαν πέντε αιτήματα21.
Αποτέλεσαν το αποκορύφωμα μιας σειράς
διαμαρτυριών που ξεκίνησαν το 1976 με την
άρνηση των κρατουμένων να φορέσουν τα
ρούχα της φυλακής (‘‘διαμαρτυρία της
κουβέρτας’’), να καθαριστούν τα κελιά
τους και να πλυθούν οι ίδιοι. Η δεύτερη
απεργία πείνας ξεκίνησε το Μάρτιο του
1981 από τον Bobby Sands και τελείωσε τον
Οκτώβριο του ίδιου έτους με απολογισμό
10 νεκρούς κρατούμενους, 7 του IRA και 3 του
INLA.
Συμφωνία
της Μεγάλης Παρασκευής (Good Friday Agreement)
και αφοπλισμός
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80 το Sinn Féin
αναπτύσσει και προωθεί μια ειρηνευτική
πολιτική. Αρχίζει έτσι ένας διάλογος
για την επίλυση της διαμάχης μέσω
διαπραγματεύσεων. Οι μυστικές συνομιλίες
ξεκινούν το 1990 και διακόπτονται 3 χρόνια
αργότερα, ενώ σ’ αυτές συμμετέχει και
η κυβέρνηση του Δουβλίνου. Η Μεγάλη
Βρετανία ανταποκρίνεται στις συνομιλίες
αυτές και τον Αύγουστο του 1994 ο IRA
ανακηρύσσει ‘‘πλήρη παύση των
στρατιωτικών επιχειρήσεων’’.
Παρόλα αυτά, μια σειρά βομβιστικών
επιθέσεων του IRA στο Λονδίνο το 1996
σηματοδοτούν τη λήξη της εκεχειρίας.
Η ‘‘Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής’’,
όμως, τον Απρίλιο του 1998 σηματοδοτεί τη
λήξη και την αρχή της άμβλυνσης των
μακροχρόνιων συγκρούσεων, καθώς προβλέπει
τη συνεργασία όλων των παρατάξεων στη
Βόρειο Ιρλανδία, τον ολικό αφοπλισμό
των παραστρατιωτικών οργανώσεων, την
αναδιοργάνωση της αστυνομίας και την
αναβάθμιση των μηχανισμών για την
προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η επικύρωσή της έγινε με δημοψήφισμα
που πραγματοποιήθηκε σε Βορρά και Νότο,
όπου και υπερψηφίστηκε με 71,1% και 94,4%
αντίστοιχα.
Μια
κριτική αποτίμηση
Παρόλο που αναγνωρίζουμε το δικαίωμα
ενός καταπιεσμένου λαού να αγωνιστεί
ενάντια στην αδικία που υφίσταται, το
παράδειγμα του ιρλανδικού εθνικισμού
και σοσιαλισμού μας δείχνει ακόμη μια
φορά πώς τα εθνικοαπελευθερωτικά
κινήματα θυσιάζουν τα ιδεώδη της
κοινωνικής απελεύθερωσης στο βωμό της
εθνικής ενότητας και της οικοδόμησης
έθνους-κράτους.
Το
πρόταγμα του σοσιαλισμού γρήγορα
θυσιάστηκε στο βωμό του εθνικισμού, ενώ
στη Βόρειο Ιρλανδία το πρόταγμά του
διαίρεσε την προτεσταντική από την
καθολική εργατική και αντί να τις ενώσει
σ’ ένα κοινό αγώνα, συμμάχησε η καθεμιά
με τους εκματαλλευτές της, οι οποίοι
κατέληξε να είναι κοινοί, λαμβάνοντας
υπόψη τους πρόσφατους χαιρετισμούς
μεταξύ μελών της βασιλικής οικογένειας
και ρεπουμπλικάνων πολιτικών.
‘‘Στον Νότο σήμερα ζούμε σε μια
‘‘δημοκρατία’’, αλλά αυτή πρόκειται
για μια όπου όχι τόσο περισσότεροι από
πενήντα ή εκατό άνθρωποι κατέχουν ό,τι
‘‘προορίζεται για την επιβίωση σχεδόν
πέντε εκατομμυρίων’’. Στην δημοκρατία
μας 10 οικογένειες κατέχουν σχεδόν όλη
τη διαθέσιμη γη για στέγαση γύρω από το
Δουβλίνο και εξαιτίας αυτού την τελευταία
δεκαετία έχουν γίνει πολυεκατομμυριούχοι….
….Αν ο στόχος της εξέγερσης του 1916
ήταν ελευθερία για τον λαό της Ιρλανδίας,
τότε αυτή απέτυχε κι όχι μόνο λόγω της
συνθήκης και του διαμελισμού. Αλλά και
λόγω του ότι η αριστερά θυσίασε όλες
τις αναφορές οικονομικής ισότητας που
το κράτος που οικοδομήθηκε στα νότια
βασίστηκε στη διακήρυξή τους. Κατά
ειρωνεία της τύχης, γράφοντας περίπου
17 χρόνια πριν το 1916, ο ίδιος ο Connolly είχε
επισημάνει τι αυτό θα σήμαινε όταν
έγραψε: ‘‘Αφότου η Ιρλανδία είναι
ελεύθερη, λέει ο πατριώτης που δεν θα
αγγίξει τον σοσιαλισμό, θα προστατέψουμε
όλες τις τάξεις και αν δεν πληρώνεις το
νοίκι σου θα σου κάνουν έξωση, όπως και
τώρα. Αλλά αυτοί που θα κάνουν την έξωση,
υπό τις εντολές του σερίφη θα φορούν
πράσινες στολές και την Άρπα χωρίς το
Στέμμα και το ένταλμα που θα σε πετάει
στην άκρη του δρόμου θα έχει σφραγιστεί
από τα όπλα της Ιρλανδικής Δημοκρατίας.
Τώρα, αξίζει να παλεύεις γι’ αυτό;’’
Το 1916 κατά τη διάρκεια της ιμπεριαλιστικής
σφαγής του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο
Connolly αποφάσισε ότι αξίζει να παλεύεις
γι’ αυτό το περιορισμένο πρόγραμμα. 90
χρόνια μετά μπορούμε να θαυμάσουμε
αυτούς που συμμετείχαν στην εξέγερση,
αλλά την ίδια στιγμή η εξέγερση είναι
μια ένδειξη ότι ακόμη και οι πιο αριστεροί
ρεπουμπλικάνοι, όπως ήταν τότε και ο
Connolly, βρήκαν τους εαυτούς τους αναγκασμένους
να αποβάλουν τον παράγοντα της εργατικής
τάξης από τα πρόγραμμά τους για τα
συμφέροντα της εθνικής ενότητας. Ο
αναρχισμός υποστήριξε το 1866 ότι ο
αριστερός ρεπουμπλικανισμός ήταν ένα
αδιέξοδο, η θυσία του Connolly το 1916 μόνο
βοήθησε ώστε να επιβεβαιωθεί αυτό.’’35
Η περίπτωση των
Μαύρων Πανθήρων
Προχωρώντας στην σύγχρονη ιστορία
βλέπουμε πως ο ταξικός πόλεμος δεν
σταματάει. Δεν σταματάνε, λοιπόν, να
δημιουργούνται και δυνάμεις που είναι
επαναστατικές. Μία από αυτές είναι οι
Μαύροι Πάνθηρες, οι οποίοι δεν αποτελούν
εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με την
κλασική έννοια του όρου, αλλά μάχονται
ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τις
διακρίσεις στο εσωτερικό ενός κράτους,
που είναι κιόλας η μεγαλύτερη ιμπεριλιστική
δύναμη την εποχή εκείνη.
Tον Οκτώβριο του 1966 δημιουργείται το
Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων από τον Bobby
Seale και τον Huey P.Newton στο Όκλαντ της
Καλιφόρνια, κάτι ξεχωριστό για την
σύγχρονη ιστορία. Οι Μαύροι Πάνθηρες,
συνεχιστές του αγώνα των πολιτικών
δικαιωμάτων, βάζουν νέα χαρακτηριστικά
και όρια στο κίνημα το οποίο εκπροσωπούν.
Παρόλη την μεγάλη απήχηση σε μαύρους
και λευκούς η οργάνωση διαλύθηκε το
1982.
Η οργάνωση, λοιπόν, ιδρύθηκε στο Όκλαντ
της Καλιφόρνια στις 15 Οκτώβρη του 1966.
Ήταν ένα ριζοσπαστικό κίνημα, αρχικός
στόχος του οποίου ήταν η προστασία της
αφροαμερικανικής κοινότητας από την
αστυνομική βαρβαρότητα αλλά και κατ’
επέκταση η ελευθερία όλων των καταπιεσμένων
του κόσμου. Αν και κατηγορήθηκαν για
μαύρο εθνικισμό και είχαν την φήμη μιας
''μαύρης εθνικιστικής γκρούπας'', η βάση
του κόμματος ήταν βαθιά αντιρατσιστική
και κομμουνιστική (ιδιαίτερα μαοϊκή).
Στο απόγειο της το 1969, 250.000 άνθρωποι
λάμβαναν την εφημερίδα της οργάνωσης,
ενώ είχε 10.000 μέλη.
Μαύροι
Πάνθηρες και Μαύρος εθνικισμός
Το Κ.Μ.Π. δεν αποδέχεται τις αρχές του
μαύρου εθνικισμού. Αυτό που οι ίδιοι οι
Πάνθηρες δηλώνουν είναι ότι θέλουν να
αναπτυχθεί η πρωτοβουλία της μαύρης
κοινότητας. Γι' αυτό και στρέφονται
έντονα ενάντια στον πολιτιστικό
εθνικισμό, όπως και ενάντια στους οπαδούς
του μαύρου εθνικισμού. Αν και το κόμμα
των Μ.Π. είχε εν γένη φυλετικά χαρακτηριστικά
λόγω της φύσης του, δεν ήταν αυτό που το
χαρακτήριζε. Οι Μαύροι Πάνθηρες ήρθαν
να συνεχίσουν έναν αγώνα ο οποίος είχε
λάβει στο παρελθόν πολλές διαφορετικές
μορφές. Δεν ήταν επομένως εύκολο να
δώσουν νέα χαρακτηριστικά σε αυτόν.
Το μαύρο κίνημα λοιπόν στην Αμερική
έχει πάρει διάφορες μορφές αντίστασης
στην “λευκή” κυριαρχία. Αρχικά, από
την απελευθέρωση των σκλάβων τη δεκαετία
του 1860 και μετά άρχισε να παίρνει μορφή
το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων
στην Αμερική επηρεάζοντας πολλά σύγχρονα
κινήματα. Σημαντική φυσιογνωμία του
κινήματος ήταν ο Martin
Luther King. Το
κίνημα είχε ως στόχο να πολιτικοποιήσει
τους μαύρους, διεκδικώντας ίσα δικαιώματα
με τους λευκούς, έχοντας ως βασική
πολιτική αρχή την ''παθητική αντίστασή
και τη μη-βία''. Επίσης, το μαύρο Ισλάμ
επηρέασε πολύ αυτά τα κινήματα
δημιουργώντας την εικόνα της λευκής
κοινωνίας ως ρατσιστική και τυραννική.
Από εκεί δημιουργήθηκε την δεκαετία
του 1920-30 το κίνημα των “αφρικανικών
ριζών” του Marcus Gravey, και στη συνέχεια
στο Έθνος του Ισλάμ του Elijah Muhammed τα οποία
βρίσκουν την πιο σύγχρονή μορφή τους
στο κίνημα του Malcom-X. Χαρακτηριστικό
αυτών των κινημάτων είναι η μαύρη
υπεροχή, για το οποίο και κατηγορήθηκαν.
Έχοντας ως παρακαταθήκη όλα τα παραπάνω
αλλά ποτισμένοι με αρκετό μαρξισμό το
Κόμμα των Μ.Π. προσπάθησε να δώσει νέο
χαρακτήρα στο κίνημα των μαύρων. Ας
δούμε τι είπε ένας από τους ιδρυτές του
κόμματος ο Bobby Seale:
''Εμείς,
το Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, θεωρούμε
τους εαυτούς μας ως έθνος στο εσωτερικό
ενός έθνους, αλλά όχι λόγω ρατσιστικών
κινήτρων. Θεωρούμε αναγκαίο να προοδεύσουμε
ως ανθρώπινα όντα και να ζήσουμε στη γη
μαζί με τους άλλους λαούς. Δεν πολεμάμε
τον ρατσισμό με ρατσισμό. Πολεμάμε τον
ρατσισμό με αλληλεγγύη. Δεν πολεμάμε
την καπιταλιστική εκμετάλλευση με τον
μαύρο καπιταλισμό. Πολεμάμε τον
καπιταλισμό με τα βασικά του σοσιαλισμού.
Και δεν πολεμάμε τον ιμπεριαλισμό με
περισσότερο ιμπεριαλισμό. Πολεμάμε τον
ιμπεριαλισμό με τον προλεταριακό
διεθνισμό. Οι αρχές αυτές είναι πολύ
λειτουργικές για το Κόμμα. Είναι
πρακτικές, ουμανιστικές και αναγκαίες.
Πρέπει να γίνουν κατανοητές από το
σύνολο του λαού.''36
O
ρόλος και η δομή του Κόμματος των Μαύρων
πανθήρων
‘‘Ο κύριος ρόλος του Κόμματος είναι
να αφυπνίσει το λαό και να του διδάξει
τη στρατηγική μέθοδο της αντίστασης
στις δομές εξουσίας(...) το αυθεντικό
όραμα του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων
ήταν το ξετύλιγμα ενός σωστικού σχοινιού
για το λαό, μέσω της εξυπηρέτησης των
αναγκών του και την προστασία από τους
καταπιεστές του... Γνωρίζαμε πως αυτή η
στρατηγική θα είχε ως αποτέλεσμα την
ανύψωση της συνείδησης του κόσμου και
την υποστήριξή του (προς εμάς) [...] Ο μόνος
λόγος για τον οποίο το Κόμμα [...] υπάρχει
είναι τα δέκα σημεία (...). Το πρόγραμμά
μας δεν θα είχε κανένα νόημα και θα ήταν
ασήμαντο αν δεν υπήρχαν τα κοινοτικά
προγράμματα.’’37
Τα κοινοτικά προγράμματα περιλάμβαναν:
πρόγραμμα για δωρεάν πρωινό (Free Breakfast
Program) που ξεκίνησε το 1969 και ήταν κυρίως
για παιδιά, κοινωνικά ιατρεία, σχολεία
απελευθέρωσης και άλλες τέτοιες δομές
βοήθειας. Στόχος αυτών των δομών ήταν
αφενός η βοήθεια των ατόμων που κατοικούσαν
στα γκέτο, αλλά και η συνειδητοποίηση
αυτών μέσω της εξοικείωσής τους σε
αδιαμεσολάβητες διαδικασίες.
Ένα από τα δομικά
χαρακτηριστικά του ΚΜΠ ήταν τα 10 σημεία,
τα οποία ήταν και στόχοι του κινήματος:
1.
Θέλουμε ελευθερία. Θέλουμε τη δύναμη
να καθορίζουμε τη μοίρα των μαύρων της
Κοινότητας μας. Πιστεύουμε ότι οι μαύροι
άνθρωποι δεν θα είμαστε ελεύθεροι μέχρι
να είμαστε σε θέση να καθορίσουμε τη
μοίρα μας.
2.
Θέλουμε πλήρη απασχόληση για τους
ανθρώπους μας. Πιστεύουμε ότι η
ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει την ευθύνη
και την υποχρέωση να δώσει σε κάθε
άνθρωπο είτε απασχόληση, είτε ένα
εγγυημένο εισόδημα. Πιστεύουμε ότι αν
οι λευκοί Αμερικανοί επιχειρηματίες
δεν δώσουν πλήρη απασχόληση, στη συνέχεια,
τα μέσα παραγωγής θα πρέπει να παίρνονται
από τους επιχειρηματίες και να
τοποθετούνται στην κοινότητα, έτσι ώστε
οι άνθρωποι της Κοινότητας να μπορούν
να οργανώσουν και να απασχολούν όλους
τους ανθρώπους της και να τους δώσει
ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης.
3.
Θέλουμε ένα τέλος στην κλοπή από τους
λευκούς της μαύρης Κοινότητας μας.
Πιστεύουμε ότι αυτή η ρατσιστική
κυβέρνηση μας λήστεψε και τώρα ζητάμε
το ληξιπρόθεσμο χρέος "των σαράντα
στρέμματα και δύο μουλαριών". Σαράντα
στρέμματα και δύο μουλάρια είχαν
υποσχεθεί πριν από 100 χρόνια (η κυβέρνηση
Λίνκολν) ως αποκατάσταση για την
καταναγκαστική εργασία και τη μαζική
δολοφονία των μαύρων ανθρώπων. Δεχόμαστε
την πληρωμή σε χρήματα, η οποία θα
διανεμηθεί στις πολλές κοινότητες μας.
Οι Γερμανοί βοηθούν τώρα τους Εβραίους
στο Ισραήλ για τη γενοκτονία του εβραϊκού
λαού που έκαναν. Οι Γερμανοί δολοφόνησαν
έξι εκατομμύρια Εβραίους. Ο Αμερικανός
ρατσιστής έχει λάβει μέρος στη σφαγή
πάνω από 50 εκατομμύρια μαύρων - ως εκ
τούτου, θεωρούμε ότι αυτά είναι μετριοπαθή
αιτήματα.
4.
Θέλουμε αξιοπρεπή στέγαση, κατάλληλη
για τη στέγαση ανθρώπων. Πιστεύουμε ότι
αν οι λευκοί ιδιοκτήτες δεν δώσουν
αξιοπρεπή στέγαση στη μαύρη κοινότητα
μας, τότε η στέγαση και η γη θα πρέπει
να παρθεί από συνεταιρισμούς ώστε η
κοινότητα μας, με τη βοήθεια της
κυβέρνησης, να μπορεί να χτίσει και να
παρέχει αξιοπρεπή στέγαση στους ανθρώπους
της.
5.
Θέλουμε εκπαίδευση για τους ανθρώπους
μας, που να ξεσκεπάζει την αληθινή φύση
αυτής της παρακμιακής αμερικανικής
κοινωνίας. Θέλουμε παιδεία που να
διδάσκει την αληθινή ιστορία μας και
το ρόλο μας στην σημερινή κοινωνία.
Πιστεύουμε σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα
που θα δώσει στο λαό μας (την μαύρη
κοινότητα) τη γνώση του εαυτού του. Αν
ένας άνθρωπος δεν έχει γνώση για τον
εαυτό του και τη θέση του στην κοινωνία
και τον κόσμο, τότε έχει ελάχιστες
πιθανότητες να συσχετιστεί με οτιδήποτε
άλλο.
6.
Θέλουμε όλοι οι μαύροι άνδρες να
εξαιρούνται από τη στρατιωτική θητεία.
Πιστεύουμε ότι οι μαύροι άνθρωποι δεν
θα πρέπει να αναγκάζονται να υπηρετήσουν
την στρατιωτική τους θητεία για να
υπερασπιστούν μια ρατσιστική κυβέρνηση
που δεν μας προστατεύει. Εμείς δεν θα
πολεμήσουμε για να σκοτώσουμε ανθρώπους
άλλου χρώματος σε έναν κόσμο που, όπως
οι μαύροι άνθρωποι, κι αυτοί γίνονται
θύματα της λευκής ρατσιστικής κυβέρνησης
της Αμερικής. Θα προστατεύσουμε τους
εαυτούς μας από τη εξουσία και τη βία
της ρατσιστικής αστυνομίας και του
ρατσιστικού στρατού, με οποιοδήποτε
μέσο είναι απαραίτητο.
7.
Θέλουμε ένα άμεσο τέλος στην αστυνομική
βία και τις δολοφονίες των μαύρων
ανθρώπων. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να
σταματήσουμε την αστυνομική βία στην
μαύρη κοινότητα μας οργανώνοντας
αυτοαμυντικές ομάδες από μαύρους, που
θα είναι αφιερωμένες στην υπεράσπιση
της μαύρης κοινότητας μας από την
ρατσιστική καταπίεση της αστυνομίας
και την βαρβαρότητα της. Η Δεύτερη
Τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων
Πολιτειών δίνει το δικαίωμα στους
πολίτες να φέρουν όπλα. Πιστεύουμε
λοιπόν ότι όλοι οι μαύροι άνθρωποι
πρέπει να εξοπλιστούν για αυτοάμυνα.
8.
Θέλουμε ελευθερία για όλους τους μαύρους
άνδρες που κρατούνται σε ομοσπονδιακές,
πολιτειακές, κομητειακές και δημοτικές
φυλακές. Πιστεύουμε ότι όλοι οι μαύροι
άνθρωποι πρέπει να απελευθερωθούν από
τις φυλακές, επειδή δεν έχουν λάβει μια
δίκαιη και αμερόληπτη δίκη.
9.
Θέλουμε όλους τους μαύρους ανθρώπους,
όταν προσάγονται σε δίκες για να δικαστούν
από ενόρκους, αυτό να γίνεται από ισάξιους
(ομότιμους) συνανθρώπους τους ή από άλλα
μέλη της μαύρης κοινότητας. Πιστεύουμε
ότι τα δικαστήρια πρέπει να ακολουθήσουν
το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών,
έτσι ώστε οι μαύροι άνθρωποι να λαμβάνουν
δίκαιη δίκη. Η 14η Τροποποίηση του
Συντάγματος των ΗΠΑ δίνει σε κάποιον
το δικαίωμα να δικαστεί από ομάδα
ομοτίμων του. Ένας ομότιμός του είναι
ένα πρόσωπο με παρόμοια οικονομική,
κοινωνική, θρησκευτική, γεωγραφική,
περιβαλλοντική, ιστορική και φυλετική
καταγωγή. Για να γίνει αυτό, το δικαστήριο
θα πρέπει να επιλέξει ενόρκους από τη
μαύρη κοινότητα από την οποία ο
κατηγορούμενος άλλωστε προέρχεται.
Έχουμε δικαστεί, και δικαζόμαστε από
αποκλειστικά λευκούς ενόρκους, που δεν
έχουν καμία κατανόηση της «μέσης
συλλογιστικής" των ανθρώπων της
μαύρης κοινότητας.
10.
Θέλουμε γη, ψωμί, στέγαση, εκπαίδευση,
ένδυση, δικαιοσύνη και ειρήνη. Και ως
μείζων πολιτικός στόχος μας, είναι να
γίνει ένα -από τα Ηνωμένα Έθνη
επιβλεπόμενο-δημοψήφισμα σε όλες τις
μαύρες αποικίες, στις οποίες μόνο μαύροι
υπήκοοι θα έχουν τη δυνατότητα να
συμμετάσχουν, για τον καθορισμό του
εθνικού πεπρωμένου των μαύρων ανθρώπων.
Με σύνθημά τους το ‘‘το δίκιο
βρίσκεται στην άκρη της κάνης μας’’
του Μάο, το Κ.Μ.Π. υπερασπιζόταν το
δικαίωμα των μαύρων να μπορούν να
κυκλοφορούν και αυτοί οπλισμένοι.
Ο Bobby Seal έθετε το ζήτημα τις βίας αρκετά
απλά:
‘‘Οι μαύροι των γκέτο δεν φοβούνται
να αντιμετωπίσουν τους μπάτσους γιατί
ήδη ζούνε βουτηγμένοι στη βία. Περιμένουν
να πεθάνουν από μέρα σε μέρα’’. Οι
ίδιοι αντιμετώπιζαν τον αγώνα στο γκέτο
ως ένα πραγματικά αντι-αποικιακό αγώνα.
Τα γκέτο ήταν στην πραγματικότητα
περιοχές με πολλά μαζεμένα φθηνά εργατικά
χέρια. Πέρα από την καθημερινή καταστροφή
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που
ονομάζεται φτώχεια, το γεγονός το οποίο
έφτασε στα άκρα τους μαύρους ώστε να
οργανωθούν ήταν η δολοφονία του James
Powell 15χρονο αφρο-αμερικάνου το 1964. Ο
χαρακτήρας και η υλικότητα του γκέτο
ήταν τέτοια που οι ένοπλες ομάδες ήταν
απαραίτητες για να αλλάξει. Εξάλλου σε
συνθήκες ''ταξικού πολέμου'' η ένοπλη
επαναστατική βία είναι αποδεκτή.
Γυναίκες
Μαύροι πάνθηρες
Όταν ακούει κανείς Μαύροι Πάνθηρες, η
εικόνα που του έρχεται πρώτη στο μυαλό
είναι αυτή ενός ένοπλου άντρα που φορά
μπερέ. Οι γυναίκες, όμως, ήταν επίσης
εκεί, δίπλα στους άντρες της οργάνωσης,
αντιπροσωπεύοντας περίπου το 50% των
μελών της, ίσως και παραπάνω.
Μέσα στο κόμμα οι γυναίκες διαδραματίζανε
σημαντικό ρόλο σε κάθε επίπεδο της
οργάνωσης, από τη γραμματειακή υποστήριξη
ως την έκδοση των κειμένων, και από τον
πολιτικό ακτιβισμό μέχρι τη διεύθυνση
των επιχειρήσεων. Παρόλα αυτά δεν
αποτελούσε τακτική από την γέννηση του
κόμματος, αλλά δημιουργήθηκε μέσα από
ζυμώσεις και διάφορες καταστάσεις. Σε
διάφορες συνεντεύξεις γυναικών μελών
αναφέρεται πως δεν υπήρξε ποτέ κάποιος
έμφυλος διαχωρισμός στην κατανομή ρόλων
στο κίνημα και πως οι γυναίκες που
στελέχωναν τις γραμμές της οργανωσής
δεν είχαν κάποιον ειδικά προσδιορισμένο
έμφυλο ρόλο.
Ενδεικτικά
αναφέρουμε την Afeni Shakur, η οποία είναι
πιο γνωστή για τον γιο της, τον διάσημο
ράπερ Tupac Shakur, τον οποίο και γέννησε μέσα
στην φυλακή. Η ίδια είναι επίσης
καλλιτέχνης, ποιήτρια, ηθοποιός και
ακτιβίστρια. Στα 19 της συνάντησε τον
Malcolm-X, που
την ενέπνευσε να ακολουθήσει τη ζωή του
πολιτικού ακτιβισμού. Μπήκε στο Κόμμα
το 1964 και ήταν ιδιαίτερα ενεργή γράφοντας
άρθρα για την εφημερίδα της οργάνωσης.
Στη συνέχεια κατηγορήθηκε για μια σειρά
βομβιστικών επιχειρήσεων στη Νέα Υόρκη
και όταν η υπόθεσή της πήγε σε δίκη το
1971 προξένησε μεγάλο ενδιαφέρον καθώς
υπερασπίστηκε η ίδια τον εαυτό της.
Άλλη
μια σημαντική γυναικεία φιγούρα υπήρξε
η Angela Davis, μια από τις πιο γνωστές γυναίκες
στον χώρο του πολιτικού ακτιβισμού. Μία
ακτιβίστρια και καλλιτέχνιδα που ήταν
ενεργό μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος
και εργάστηκε στενά με το Κόμμα των
Μαύρων Πανθήρων τις δεκαετίες ’60 και
’70, παρότι δεν έγινε ποτέ επίσημα μέλος
του. Κατηγορήθηκε για διάφορα εγκλήματα,
όπως για μια διαμαρτυρία σε αίθουσα
δικαστηρίου που είχε σαν αποτέλεσμα
τέσσερις νεκρούς και φυλακίστηκε για
κάποιο διάστημα, αλλά μετέπειτα
κατέρρευσαν όλες οι κατηγορίες εναντίον
της.
Το
τέλος του κόμματος
Μόλις εκλέγεται ο πρόεδρος Nixon,
μαζί με τον Hoover του FBI
βάλθηκαν να διαλύσουν με κάθε τρόπο
τους Μαύρους Πάνθηρες, που αποτελούσαν
αδιαμφισβήτητα ‘‘τη νούμερο ένα απειλή
για τη χώρα’’. Καταθέτοντας σε επιτροπή
της Γερουσίας, ο Hoover δηλώνει ότι ο
πόλεμος κατά των Πανθήρων έχει περισσότερα
θύματα απ’ ότι ο πόλεμος του Βιετνάμ
και φέρνει το παράδειγμα μιας μικρής
πόλης όπου (σύμφωνα με πληροφορίες του
FBI) μέσα σε λίγους μήνες τα ένοπλα μέλη
της οργάνωσης από 175 έγιναν 5000.
Έτσι, λοιπόν, θέτει σε εφαρμογή το σχέδιο
Cointelpro (Counter Intelligence
Programme), ένα πρόγραμμα αντι-κατασκοπείας
που έχει στόχο την καταστροφή της
οργάνωσης εκ των έσω, την αποδυνάμωση
των ηγετών αλλά και των σκληρών πυρήνων
και όλα αυτά με χρήση βίας ακόμη και
πέρα από το νόμο. Η χαλαρή οργανωτική
δομή των Πανθήρων βοήθησε κατά πολύ
στην διεκπεραίωση του προγράμματος
του FBI. Δεν υπήρχε κανένας έλεγχος και
καμία διαδικασία για το πώς γίνεται
κάποιος μέλος του κόμματος. Έτσι λοιπόν
πολλοί μαύροι πράκτορες εισχώρησαν με
απόλυτη ευκολία. Η επίθεση του κράτους
ήταν τόσο ανελέητη, που οι Πάνθηρες δεν
την άντεξαν. Αν και στα γκέτο συμμετείχαν
και συνέχισαν να στήνουν συσσίτια για
τους φτωχούς μαύρους και μοίραζαν πρωινό
στα παιδιά, άρχισαν να υπάρχουν διαφωνίες
μεταξύ τους. Σε μικρό χρονικό διάστημα
ξεκίνησαν οι διασπάσεις και οι
αλληλοκατηγορίες, ενώ κάποιες ένοπλες
ομάδες άρχισαν τις ληστείες ‘‘για τις
ανάγκες του Κινήματος’’.
Το Κίνημα κατέρρευσε ολοκληρωτικά το
1982, έχοντας γράψει μια από τις πιο βίαιες
μεν, αλλά και επαναστατικές σελίδες της
αμερικανικής ιστορίας. Κάποιοι τα
παρατήσανε, ή εξαγοράστηκαν, κάποιοι
μετατράπηκαν σε συμμορίες των δρόμων,
ενώ πολλοί από αυτούς είναι ακόμη στην
φυλακή και κάποιοι δεν έχουν μετανιώσει
για όλα αυτά. Για τη μεγάλη μάζα των
εξαθλιωμένων της Αμερικής, τα χρόνια
αυτά καταγράφηκαν σαν ηρωικές σελίδες
ενός αγώνα που ξεκίνησε με πάθος και
οργή, με μικρές όμως ελπίδες επιτυχίας.
Ο Mumia Abu-Jamal
(υπουργός δικαιοσύνης των Πανθήρων)
είναι ακόμα θανατοποινίτης. Ο Abu-Jamal, 58
ετών σήμερα, καταδικάστηκε εξαρχής σε
θάνατο αλλά μετά από σειρά προσφυγών,
εφέσεων και πιέσεων από αλληλέγγυους
κατάφερε να καθυστερήσει την εκτέλεση
της ποινής. Ενώ έχουν βρεθεί στοιχεία
τα οποία αποδεικνύουν την αθωότητά του,
λόγω πλεκτάνης κατηγορήθηκε και βρίσκεται
ακόμη μέσα. Η υπόθεσή του έγινε γνωστή
και παγκόσμιο σύμβολο για την κατάργηση
της θανατικής ποινής η οποία, ισχύει
στην πλειοψηφία των πολιτειών των ΗΠΑ.
Στη φυλακή είναι ακόμα και σήμερα οι
Μάρσαλ Έντι Κογγουέι, Άλμπερτ Γούντφοξ,
Χέρμαν Ουάλας, Ρόμπερτ Ουίλκερσον,
Σαντιάτα Ακόλι, Τζαλίλ Αμπντούλ Μουντακίμ,
Λορέντζο Κόμποα Έρβιν και η Μέριλ Μπακ,
όλοι τους ομαδάρχες και ακτιβιστές κάτω
από τους αρχηγούς. O Huey θα πέσει νεκρός
από αντίπαλη ένοπλη ομάδα μαύρων, που
εμπλεκόταν και σε διακίνηση ναρκωτικών.
Είναι 22 Αυγούστου του σημαδιακού 1989,
όταν προλαβαίνει να φωνάξει πριν χάσει
τη ζωή του, σύμφωνα με τη μαρτυρία του
ίδιου του δολοφόνου του: ‘‘Μπορείς να
σκοτώσεις το σώμα μου, αλλά όχι τη ψυχή
μου. Η ψυχή μου θα ζει για πάντα.’’
Αντί
επιλόγου
"Ο αγώνας μας είναι ταξικός και όχι
φυλετικός", τονίζει ο Seale.
‘‘Επιτίθεται όχι μόνο στην άρχουσα
τάξη και τη ρατσιστική δομή της εξουσίας,
αλλά και στις αστικές αισθητικές αξίες
και συμβάσεις. Ξεγυμνώνει τον λόγο του
από κάθε λογοτεχνική φιοριτούρα και
συνθέτει ένα τραχύ, πολυρρυθμικό κείμενο,
το οποίο μοιάζει με φρι τζαζ σύνθεση,
όπου η φράση «ο Huey
είπε» κρατά τον ρόλο του ριφ.’’38
Για εμάς, η προσπάθεια των Μαύρων
Πανθήρων ήταν μια δίκαιη προσπάθεια
υπεράσπισης και αντιμετώπισης της
κρατικής βαρβαρότητας που δεχόταν ως
μαύρη μειονότητα. Κάθε ομάδα ανθρώπων
έχει το δικαίωμα της υπεράσπισής της
και της διεκδίκησης της ελευθερίας της
με ίσους όρους. Παρά τις όποιες διαφωνίες
μας με τη δομή της οργάνωσης του Κόμματος
των Μαύρων Πανθήρων, δεν μπορούμε παρά
να δούμε τα θετικά στοιχεία και την
κληρονομιά που μας άφησε ένα τέτοιο
κίνημα. Δεν μπορούμε επίσης να παραλείψουμε
το γεγονός οτι γίνανε λάθη εντός της
οργάνωσης και υπήρχε διαφθορά των μελών
της.
Η μικρή αυτή, αλλά δυναμική οργάνωση
έφτασε να γίνει γνωστή πανεθνικά και
να έχει υποστηρικτές σε όλο το κόσμο,
πηγαίνοντας κόντρα στην καθεστωτική
άποψη των θρησκευτικών ηγετών γύρω απ’
τον Martin Luther
King. Πολέμησαν τις απόψεις
ότι η λύση του μαύρου ζητήματος στην
Αμερική ερχόταν διαμέσου της δημιουργίας
ενός μαύρου καπιταλισμού. Η επιλογή του
ένοπλου αγώνα ήταν για εμάς αναπόφευκτη
διαδικασία στη τότε υπάρχουσα κατάσταση.
Μία από της γυναίκες του κόμματος, η
Assata Shakur είχε πει: ‘‘Ο καθένας και η
καθεμιά από εμάς που είδε τους ηγέτες
μας να δολοφονούνται, το λαό μας να
πυροβολείται εν ψυχρώ, αισθανόταν την
ανάγκη και επιθυμία να αντεπιτεθεί. Ένα
από τα πιο σκληρά μαθήματα που έπρεπε
να μάθουμε είναι πως ο επαναστατικός
αγώνας είναι περισσότερο επιστημονικός
παρά συναισθηματικός...Οι αποφάσεις δεν
μπορούν να βασίζονται απλώς στην αγάπη
ή στον θυμό.’’
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Φτάνοντας, λοιπόν, στο τέλος της μελέτης μας, θέλουμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι το έθνος αποτελεί μια ‘‘φαντασιακή κοινότητα’’ μεν, πανίσχυρη και υπαρκτή στο τώρα δε. Για εμάς αποτελεί ένα κατασκεύασμα και αποτέλεσμα εξέλιξης κοινωνικο-πολιτικών συνθηκών. Η σχέση του με τον εθνικισμό μπορεί
να είναι εξελικτική, σύμφωνα με τις συνθήκες της κάθε εποχής, όμως θέλουμε να τονίσουμε πως ο εθνικισμός προϋπάρχει του έθνους και μαζί με το κράτος το δομούν. Όπως επίσης, τα έθνη είναι επακόλουθα των κρατών κι όχι η βάση τους, καθώς οι κρατικοί μηχανισμοί και ο εθνικισμός δομούν τα έθνη κι όχι το αντίστροφο. Όσον αφορά τώρα το σύγχρονο κράτος, αυτό παίρνει το οριστικό του σχήμα την εποχή των αστικών επαναστάσεων. Αποτελεί ως επί το πλείστον μια συνεχή και αδιάσπαστη επικράτεια, της οποίας τους κατοίκους διοικεί και διαχωρίζεται από παρόμοιες επικράτειες με σαφώς οριζόμενα σύνορα ή όρια.
Θέλοντας να μελετήσουμε την σχέση του έθνους με τον εθνικισμό καταλήξαμε πως υπάρχουν κάποια πολύ βασικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν μια –έστω και εμβρυακή –εθνική συνείδηση. Τα πιο σημαντικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η γλώσσα, η θρησκεία, η εθνότητα και η συνείδηση του ανήκειν σε μια
ιστορική πολιτική οντότητα. Από τη στιγμή, επίσης, που το έθνος αποτελεί ένα τεχνητό κατασκεύασμα, χρειαζόταν και κάποιους θεσμούς για να μπορεί να συντηρηθεί και να επιβάλει την εθνική ομοιογένεια. Αυτοί ήταν κρατικοί θεσμοί, όπως η εκπαίδευση, η απασχόληση στο δημόσιο τομέα, και φυσικά ο στρατός. Καθώς,όμως, ο κρατικός εθνικισμός συσπείρωνε κάποιους κατοίκους, αποξένωνε παράλληλα κάποιους άλλους που δεν επιθυμούσαν να ανήκουν στο κυρίαρχο έθνος.
Φτάνοντας στην πιο σύγχρονη ιστορία βλέπουμε μια αναπτυσσόμενη σχέση εθνικισμού και δεξιάς η οποία εκφράστηκε κατά κύριο λόγο μέσω της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Σε μια εποχή μαζικής μετανάστευσης και ιμπεριαλισμού, τα στοιχεία της ξενοφοβίας και του ρατσισμού τόσο προς τους μετανάστες όσο και προς τους αποικιοκρατούμενους λαούς ήταν έντονα και εκδηλώνονταν κυρίως
από τα μεσαία στρώματα. Όσο εντεινόταν η μετανάστευση κι όσο επιταχυνόταν η ανάπτυξη των πόλεων και της βιομηχανίας που έφερναν σε αντιπαράθεση ξεριζωμένες μάζες τόσο πιο πρόσφορο γινόταν το έδαφος για την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Γενικά, το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου ακολούθησε
μια περίοδος όπου απολυταρχικά και αντιδραστικά καθεστώτα και ιδέες αναδύθηκαν και εδραιώθηκαν και ο εθνικισμός αποτέλεσε βασικό στοιχείο της έκφρασης αυτών, καταλήγοντας στα τραγικά γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου.
Θέλουμε ωστόσο να παρατηρήσουμε τον ρόλο τον απελευθερωτικών κινημάτων στους διάφορους αυτούς σταθμούς εξέλιξης του έθνους-κράτους και πώς αυτά έχουν επηρεάσει την ιστορία. Η σχέση, λοιπόν, των διάφορων κινημάτων με τις ριζοσπαστικές δυνάμεις της κάθε εποχής ποικίλλει και έχει να κάνει με ιδεολογικά, πολιτικά αλλά και στρατηγικά κριτήρια. Ξεχωρίζει για εμάς το παράδειγμα του Βιετνάμ
λόγω της στρατιωτικής αλλά και ιδεολογικής επιτυχίας, παρά τις όποιες διαφωνίες μας σε εσωτερικά ζητήματα. Όπως επίσης και το παράδειγμα της Ιρλανδίας λόγω της ιδιαιτερότητάς του. Καταλήγοντας, για εμάς ο διεθνισμός είναι η μόνη λύση για τα ελευθεριακά κινήματα και πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι πρέπει να βαδίσουμε.
Προσπαθώντας να φτάσουμε στο σήμερα, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και κάνοντας μια σύνδεση με όσα είδαμε, παρατηρούμε πως τα οικονομικά μεγέθη επεκτείνονται, ξεπερνώντας τα όρια του έθνους-κράτους, ενώ παράλληλα αυτό μεταβάλλεται και όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται, αλλά ισχυροποιείται μέσω της αναδιάρθρωσής του αυτής. Η μεγέθυνση της μισθωτής εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο σε συνδυασμό με τον παγκόσμιο καταμερισμό κεφαλαίου-εργασίας και η τάση για αποεθνικοποίηση του κεφαλαίου φέρνουν το έθνος-κράτος σε άμεση σχέση εξάρτησης από την παγκόσμια αγορά. Όπως ειπώθηκε, το έθνος-κράτος ως διαδικασία συνδυάστηκε με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα διασφάλισε την ταξική εκμετάλλευση των κατώτερων στρωμάτων με το ιδεολόγημα της ‘’εθνικής ενότητας’’, διατηρώντας την υποταγή στους εκμεταλλευτές τους και την διχόνοια ανάμεσα στις εργατικές και καταπιεσμένες τάξεις διαφορετικών εθνών. Εμείς, λοιπόν, ερχόμαστε αντίθετοι σε όλη αυτή την διαδικασία καθώς ζητούμενο είναι ο διεθνισμός και ο ελευθεριακός κομμουνισμός.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να πούμε πως αντιλαμβανόμαστε την πολυπλοκότητα των ζητημάτων με τα οποία επιλέξαμε να ασχοληθούμε, γι’ αυτό και επιδιώκουμε την επιπλέον κουβέντα σε αυτά. Θέλουμε, επίσης, να ξεκαθαρίσουμε πως δεν θεωρούμε πως κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια και ούτε είμαστε σε θέση να
δώσουμε μια καθολική λύση πάνω στα σημεία που μελετήσαμε. Το αποτέλεσμα αυτής της μπροσούρας προήλθε από μια συλλογική διαδικασία της ομάδας αυτομόρφωσης της κατάληψης Libertatia και δεν αποτελεί κάποια επιστημονική έρευνα. Σκοπός μας είναι η συνεισφορά στο επαναστατικό κίνημα, καθώς και η εξέλιξη αυτού με νέες ιδέες και πρακτικές. Η κριτική κρίνεται απαραίτητη γι’ αυτό το σκοπό, καθώς και η περαιτέρω μελέτη σε επιμέρους ζητήματα, την οποία δεσμευόμαστε ότι θα συνεχίσουμε με αυτομορφωτικές διαδικασίες στο εγγύς μέλλον.
Νοέμβριος 2016
Φτάνοντας, λοιπόν, στο τέλος της μελέτης μας, θέλουμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι το έθνος αποτελεί μια ‘‘φαντασιακή κοινότητα’’ μεν, πανίσχυρη και υπαρκτή στο τώρα δε. Για εμάς αποτελεί ένα κατασκεύασμα και αποτέλεσμα εξέλιξης κοινωνικο-πολιτικών συνθηκών. Η σχέση του με τον εθνικισμό μπορεί
να είναι εξελικτική, σύμφωνα με τις συνθήκες της κάθε εποχής, όμως θέλουμε να τονίσουμε πως ο εθνικισμός προϋπάρχει του έθνους και μαζί με το κράτος το δομούν. Όπως επίσης, τα έθνη είναι επακόλουθα των κρατών κι όχι η βάση τους, καθώς οι κρατικοί μηχανισμοί και ο εθνικισμός δομούν τα έθνη κι όχι το αντίστροφο. Όσον αφορά τώρα το σύγχρονο κράτος, αυτό παίρνει το οριστικό του σχήμα την εποχή των αστικών επαναστάσεων. Αποτελεί ως επί το πλείστον μια συνεχή και αδιάσπαστη επικράτεια, της οποίας τους κατοίκους διοικεί και διαχωρίζεται από παρόμοιες επικράτειες με σαφώς οριζόμενα σύνορα ή όρια.
Θέλοντας να μελετήσουμε την σχέση του έθνους με τον εθνικισμό καταλήξαμε πως υπάρχουν κάποια πολύ βασικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν μια –έστω και εμβρυακή –εθνική συνείδηση. Τα πιο σημαντικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η γλώσσα, η θρησκεία, η εθνότητα και η συνείδηση του ανήκειν σε μια
ιστορική πολιτική οντότητα. Από τη στιγμή, επίσης, που το έθνος αποτελεί ένα τεχνητό κατασκεύασμα, χρειαζόταν και κάποιους θεσμούς για να μπορεί να συντηρηθεί και να επιβάλει την εθνική ομοιογένεια. Αυτοί ήταν κρατικοί θεσμοί, όπως η εκπαίδευση, η απασχόληση στο δημόσιο τομέα, και φυσικά ο στρατός. Καθώς,όμως, ο κρατικός εθνικισμός συσπείρωνε κάποιους κατοίκους, αποξένωνε παράλληλα κάποιους άλλους που δεν επιθυμούσαν να ανήκουν στο κυρίαρχο έθνος.
Φτάνοντας στην πιο σύγχρονη ιστορία βλέπουμε μια αναπτυσσόμενη σχέση εθνικισμού και δεξιάς η οποία εκφράστηκε κατά κύριο λόγο μέσω της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Σε μια εποχή μαζικής μετανάστευσης και ιμπεριαλισμού, τα στοιχεία της ξενοφοβίας και του ρατσισμού τόσο προς τους μετανάστες όσο και προς τους αποικιοκρατούμενους λαούς ήταν έντονα και εκδηλώνονταν κυρίως
από τα μεσαία στρώματα. Όσο εντεινόταν η μετανάστευση κι όσο επιταχυνόταν η ανάπτυξη των πόλεων και της βιομηχανίας που έφερναν σε αντιπαράθεση ξεριζωμένες μάζες τόσο πιο πρόσφορο γινόταν το έδαφος για την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Γενικά, το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου ακολούθησε
μια περίοδος όπου απολυταρχικά και αντιδραστικά καθεστώτα και ιδέες αναδύθηκαν και εδραιώθηκαν και ο εθνικισμός αποτέλεσε βασικό στοιχείο της έκφρασης αυτών, καταλήγοντας στα τραγικά γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου.
Θέλουμε ωστόσο να παρατηρήσουμε τον ρόλο τον απελευθερωτικών κινημάτων στους διάφορους αυτούς σταθμούς εξέλιξης του έθνους-κράτους και πώς αυτά έχουν επηρεάσει την ιστορία. Η σχέση, λοιπόν, των διάφορων κινημάτων με τις ριζοσπαστικές δυνάμεις της κάθε εποχής ποικίλλει και έχει να κάνει με ιδεολογικά, πολιτικά αλλά και στρατηγικά κριτήρια. Ξεχωρίζει για εμάς το παράδειγμα του Βιετνάμ
λόγω της στρατιωτικής αλλά και ιδεολογικής επιτυχίας, παρά τις όποιες διαφωνίες μας σε εσωτερικά ζητήματα. Όπως επίσης και το παράδειγμα της Ιρλανδίας λόγω της ιδιαιτερότητάς του. Καταλήγοντας, για εμάς ο διεθνισμός είναι η μόνη λύση για τα ελευθεριακά κινήματα και πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι πρέπει να βαδίσουμε.
Προσπαθώντας να φτάσουμε στο σήμερα, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και κάνοντας μια σύνδεση με όσα είδαμε, παρατηρούμε πως τα οικονομικά μεγέθη επεκτείνονται, ξεπερνώντας τα όρια του έθνους-κράτους, ενώ παράλληλα αυτό μεταβάλλεται και όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται, αλλά ισχυροποιείται μέσω της αναδιάρθρωσής του αυτής. Η μεγέθυνση της μισθωτής εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο σε συνδυασμό με τον παγκόσμιο καταμερισμό κεφαλαίου-εργασίας και η τάση για αποεθνικοποίηση του κεφαλαίου φέρνουν το έθνος-κράτος σε άμεση σχέση εξάρτησης από την παγκόσμια αγορά. Όπως ειπώθηκε, το έθνος-κράτος ως διαδικασία συνδυάστηκε με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα διασφάλισε την ταξική εκμετάλλευση των κατώτερων στρωμάτων με το ιδεολόγημα της ‘’εθνικής ενότητας’’, διατηρώντας την υποταγή στους εκμεταλλευτές τους και την διχόνοια ανάμεσα στις εργατικές και καταπιεσμένες τάξεις διαφορετικών εθνών. Εμείς, λοιπόν, ερχόμαστε αντίθετοι σε όλη αυτή την διαδικασία καθώς ζητούμενο είναι ο διεθνισμός και ο ελευθεριακός κομμουνισμός.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να πούμε πως αντιλαμβανόμαστε την πολυπλοκότητα των ζητημάτων με τα οποία επιλέξαμε να ασχοληθούμε, γι’ αυτό και επιδιώκουμε την επιπλέον κουβέντα σε αυτά. Θέλουμε, επίσης, να ξεκαθαρίσουμε πως δεν θεωρούμε πως κατέχουμε την απόλυτη αλήθεια και ούτε είμαστε σε θέση να
δώσουμε μια καθολική λύση πάνω στα σημεία που μελετήσαμε. Το αποτέλεσμα αυτής της μπροσούρας προήλθε από μια συλλογική διαδικασία της ομάδας αυτομόρφωσης της κατάληψης Libertatia και δεν αποτελεί κάποια επιστημονική έρευνα. Σκοπός μας είναι η συνεισφορά στο επαναστατικό κίνημα, καθώς και η εξέλιξη αυτού με νέες ιδέες και πρακτικές. Η κριτική κρίνεται απαραίτητη γι’ αυτό το σκοπό, καθώς και η περαιτέρω μελέτη σε επιμέρους ζητήματα, την οποία δεσμευόμαστε ότι θα συνεχίσουμε με αυτομορφωτικές διαδικασίες στο εγγύς μέλλον.
Νοέμβριος 2016
1 .
προφανώς αναφέρεται στις ριζοσπαστικές
ιδέες των Ιακωβίνων
2.
η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
και του Πολίτη αποτελεί ένα κείμενο-μανιφέστο
εναντίον των φεουδαλικών προνομίων
των ευγενών κι όχι, όπως λανθασμένα (ή
και σκόπιμα) πιστεύεται σήμερα, υπέρ
μιας δημοκρατικής κοινωνίας,
κοινωνικο-πολιτικά ίσης. Πουθενά δεν
ορίζεται ότι η αντιπροσωπευτική
συνέλευση που προτείνεται από τη
διακήρυξη θα ήταν δημοκρατικά εκλεγμένη
ή ότι θα επικρατούσε ένα αβασίλευτο
καθεστώς.
3.
‘‘Οι αδελφότητες αυτές, καθεμία με
υπερβολικά τονισμένο τελετουργικό και
αυστηρή ιεραρχία, που πήγαζαν από
μασονικά πρότυπα ή τα μιμούνταν,
ξεπήδησαν γύρω στο τέλος της ναπολεόντιας
περιόδου. Η πιο γνωστή λόγω της
διεθνικότητάς της ήταν η αδελφότητα
των Καλών Εξαδέλφων ή Καρμπονάρων.
Φαίνεται ότι κατάγονταν από μασονικές
ή συναφείς στοές στην ανατολική Γαλλία
οι οποίες, μέσω αντιβοναπαρτιστών
Γάλλων αξιωματικών στην Ιταλία, πήραν
σάρκα και οστά στη νότια Ιταλία μετά
το 1806 και, μαζί με άλλες ανάλογες ομάδες,
εξαπλώθηκαν στον Βορρά αλλά και στον
μεσογειακό χώρο μετά το 1815. Οι ίδιες ή
τα παράγωγα και παράλληλά τους απαντούν
και στη Ρωσία ακόμη –όπου συνέθεταν
τους Δεκεμβριστές, που πραγματοποίησαν
και την πρώτη επανάσταση της σύγχρονης
ρωσικής ιστορίας το 1825– αλλά ιδίως
στην Ελλάδα. Η εποχή των Καρμπονάρων
άγγιξε το απόγειό της στα 1820-21, ενώ οι
περισσότερες αδελφότητες ουσιαστικά
είχαν καταστραφεί ως το 1823. Ωστόσο ο
Καρμποναρισμός (με τη γενική του έννοια)
παρέμεινε η κύρια μορφή επαναστατικής
οργάνωσης, και η διάθεσή του να συμβάλει
στην ελληνική απελευθέρωση (φιλελληνισμός)
τον βοήθησε να διατηρήσει τη συνοχή
του. Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων
του 1830, οι πολιτικοί πρόσφυγες από την
Πολωνία και την Ιταλία τον διέδωσαν
ακόμη πιο μακριά.’’
4.
Για στοχαστές όπως ο
Mazzini και ο Renner η ‘‘αρχή των εθνοτήτων’’
μπορούσε να συνοψιστεί στο εξής : ‘‘κάθε
έθνος ένα κράτος ͘ μόνο ένα κράτος για
ολόκληρο το έθνος’’
5.
Ήδη το 1850 είχε θεσπιστεί η γενική
ψηφοφορία σε Γαλλία, ΗΠΑ και Ελβετία,
ενώ γενικά τα περισσότερα κράτη κατά
την περίοδο αυτή, επέκτειναν το δικαίωμα
ψήφου
6.
Ο σιωνισμός είναι πολιτικό κίνημα που
ξεκίνησε τον 19ο αιώνα με σκοπό
τη δημιουργία στην περιοχή της Παλαιστίνης
ενός νέου εβραϊκού κράτους, που θα
συγκέντρωνε όλους τους Εβραίους της
διασποράς, ενώ έχει τα χαρακτηριστικά
των εθνικών κινημάτων που εμφανίστηκαν
τον συγκεκριμένο αιώνα
7.
Οι Συνθήκες που υπογράφτηκαν ξεχωριστά
για κάθε χαμένο κράτος μετά τη λήξη του
πολέμου κατά το διάστημα 1919-1920 είναι
οι εξής: 1. Συνθήκη των Βερσαλλιών που
υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της
Γερμανίας, 2. Συνθήκη του Σεν Ζερμέν, (ή
Συνθήκη Αγίου Γερμανού) μεταξύ των
Συμμάχων και της Αυστρίας, 3. Συνθήκη
του Νεϊγύ, με τη Βουλγαρία, 4. Συνθήκη
του Τριανόν με την Ουγγαρία και 5. Συνθήκη
των Σεβρών με την Τουρκία
8.
Ο κορπορατισμός περιγράφει τη θεωρία
του σωματειακού κράτους, το οποίο
βασίζεται στην οργάνωση οικονομικού
συστήματος όπου τα μέλη μιας κοινωνίας
- πολίτες συμμετέχουν σε αυτό "υποχρεωτικά"
μέσα από σωματειακές ενώσεις, π.χ.
γεωργικές, βιομηχανικές, στρατιωτικές,
θρησκευτικές κ.λπ., οργανωμένες όμως
από το κράτος και συνεπώς υποτελείς σε
αυτό. Έτσι υπό το οικονομικό σύστημα
αυτό καθίσταται περιττός κάθε άλλος
θεσμός πολιτικής αντιπροσώπευσης των
εργαζομένων.
9.
ας μην ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια του
Διχασμού σχετικά με τη θέση που θα
έπρεπε να πάρει η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, οι Σύμμαχοι επενέβησαν για να
θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη Νότια
Ελλάδα, με Γαλλικά θωρηκτά να μπαίνουν
στον Πειραιά αποβιβάζοντας 3000 άνδρες,
ενώ βομβάρδιζαν περιοχές της Αθήνας.
Μετά από τελεσίγραφο των Συμμάχων ο
βασιλιάς αποσύρεται από το θρόνο, χωρίς
να παραιτηθεί τυπικά και φεύγει στην
Ελβετία αφήνοντας στη θέση του το
δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο. Ο
Βενιζέλος έρχεται στην Αθήνα και
σχηματίζει κυβέρνηση. Στις 15 Ιουνίου
κηρύσσει τον πόλεμο στις Κεντρικές
Δυνάμεις επισημοποιώντας την ανάλογη
πράξη της προσωρινής κυβέρνησης της
Θεσσαλονίκης.
10 .
Με την ονομασία Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ
φέρεται μια ιστορική συνθήκη που
συνομολογήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1918
στην ομώνυμη πόλη της μετέπειτα
Λευκορωσίας μεταξύ της Μπολσεβικικής
Ρωσίας (Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή
Σοσιαλιστική Δημοκρατία) και των
Κεντρικών δυνάμεων κατά τον Α΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο.
11.
Αναφερόμαστε στις εξής χώρες: Ουζμπεκιστάν,
Τουρκμενιστάν, Τατζικιστάν, Καζαχστάν,
Κιργιζία
12.
Κρεολοί (ισπ.: criollos, [ενικός criοllo], πορτ.:
crioulos [ενικός crioulo]) ονομάζονταν τα μέλη
της αριστοκρατίας της Λατινικής
Αμερικής, κατά τα χρόνια της ισπανικής
κυριαρχίας. Γενικότερα, κρεολοί
αποκαλούνταν οι Ισπανοί που είχαν
γεννηθεί στη Λατινική Αμερική, δηλαδή
οι λευκοί κάτοικοι της ηπείρου. Σήμερα
ο όρος κρεολός αναφέρεται σε διάφορες
εθνικές ομάδες, άσχετων με τους Ισπανούς
κονκισταδόρες και τους απογόνους τους,
όπως οι κρεολοί της Αλάσκα και της
κρεολοί της Σιέρα Λεόνε
13.
Η κρίση του Σουέζ ξέσπασε το καλοκαίρι
του 1956 στην Αίγυπτο αμέσως μετά την
εθνικοποίηση της διώρυγας και συνεχίστηκε
το φθινόπωρο του ίδιου έτους με κίνδυνο
γενίκευσης πολεμικής σύγκρουσης
συνασπισμένων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας
και Ισραήλ κατά της Αιγύπτου. Τελικά ο
κίνδυνος γενίκευσης αποτράπηκε με την
παρέμβαση του ΟΗΕ και των δυο υπερδυνάμεων,
ενώ αποτέλεσε δείγμα του κλονισμού των
παλιών αυτοκρατορικών δυνάμεων
14.
Το Κίνημα των Αδεσμεύτων, ή Κίνηση των
Αδεσμεύτων, είναι μία διεθνής οργάνωση,
αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ, μεταξύ των
Αδεσμεύτων χωρών των οποίων η πολιτική
δεν ευθυγραμμίζεται με την πολιτική
των μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ-Ρωσίας).
Ιδρύθηκε το 1961 στο Βελιγράδι και βασικοί
συντελεστές για την δημιουργία του
ήταν ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, ο Γιαβαχαρλάλ
Νεχρού, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος
Γ' και ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Σκοπός
του κινήματος, σύμφωνα με τη διακήρυξη
της Αβάνας (1978) είναι να διασφαλίσει
‘‘την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική
ακεραιότητα και την ασφάλεια των
αδέσμευτων χωρών στον αγώνα τους ενάντια
στον ιμπεριαλισμό, την αποικιοκρατία,
το ρατσισμό και όλες τις μορφές ξένης
επιθετικότητας, κατοχής, κυριαρχίας,
ανάμειξης ή ηγεμονίας, καθώς και εναντίον
των μεγάλων δυνάμεων και των συνασπισμών
ισχύος’’
15.
Με τον όρο ‘‘λαϊκός’’ για έναν αγώνα
ή πόλεμο εννούμε ότι συμμετέχει μια
μεγάλη μερίδα μιας κοινωνίας
16.
ο Χο Τσι Μινχ γίνεται ιδρυτικό μέλος
του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας
και εμπνευσμένος από την Ρωσική
Επανάσταση ταξιδεύει στη Μόσχα για να
βιώσει τη γέννηση του νέου κόσμου που
δημιουργείται από τις στάχτες του
τσαρικού καθεστώτος. Ο ίδιος συμμετέχει
στο 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής
Διεθνούς, όπου μάλιστα θα θέσει δυναμικά
το θέμα των Γαλλικών αποικιών. Ο Χο Τσι
Μινχ πεθαίνει στις 3 Σεπτεμβρίου 1969,
όμως το όραμά του συνεχίζει να καθοδηγεί
τους Βιετναμέζους κομμουνιστές, οι
οποίοι μπαίνοντας νικητές στην Σαϊγκον,
την πρωτεύουσα του Νοτίου Βιετνάμ,
αποφασίζουν να μετονομάσουν την πόλη
σε «Χο Τσι Μινχ», τιμώντας με αυτό τον
τρόπο, τον ηγέτη που αφιέρωσε τη ζωή
του για τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου
κομμουνιστικού Βιετνάμ.
17 .
Υπό την ηγεσία του Χο Τσι Μινχ, η
Βιετναμέζικη Ένωση Ανεξαρτησίας ή Βιέτ
Μινχ ήρθε στην εξουσία στο Βιετνάμ τον
Αύγουστο του 1945, διακηρύσσοντας τη χώρα
ανεξάρτητη από τον αποικιακό έλεγχο
της Γαλλίας και ανακηρύσσοντάς τη σε
Λαϊκή Δημοκρατία του Βιετνάμ.
18 .
Βιετκόνγκ ή
Βιέτ Κονγκ
στα βιετναμέζικα σημαίνει «Βιετναμέζοι
Κομμουνιστές», επισήμως Εθνικό Μέτωπο
για την Απελευθέρωση του Νότιου Βιετνάμ
(FNL). Ήταν πολιτική και στρατιωτική
οργάνωση η οποία έδρασε στο
Βιετνάμκαι
στη Καμπότζη,
αρχικά ενάντια στη κυβέρνηση του Νότιου
Βιετνάμ με αρχηγό τον Νγκο
Ντιν Νιεμ,
και στη συνέχεια πολέμησε τις ΗΠΑ
και
τη κυβέρνηση του Νότιου
Βιετνάμ κατά
τη διάρκεια του πολέμου
του Βιετνάμ (1959-1975). Το 1960
έγινε το στρατιωτικό σκέλος του Εθνικού
Απελευθερωτικού Μετώπου. Αποτελούνταν
τόσο από αντάρτες όσο και τακτικό
στρατό.
19 .
Η έννοια ‘‘ρεπουμπλικανισμός’’
χρησιμοποιείται για να δηλώσει την
αβασίλευτη μορφή της δημοκρατίας
20.
Συχνά από βρετανικής-ενωτικής σκοπιάς,
η Βόρειος Ιρλανδία αναφέρεται ως Ulster,
παρόλο που ιστορικά το Ulster περιλαμβάνει
3 ακόμη κομητείες που σήμερα ανήκουν
στο Éire.
21.
Τα πέντε αιτήματα των απεργών ήταν:
1.Το
δικαίωμα να μην φορούν τη στολή της
φυλακής
2.Το
δικαίωμα να μην κάνουν τις αγγαρείες
της φυλακής
3.Το
δικαίωμα της ελεύθερης επικοινωνίας
με άλλους φυλακισμένους,καθώς και το
δικαίωμα της οργάνωσης εκπαιδευτικών
προγραμμάτων
4.Το
δικαίωμα να δέχονται μία επίσκεψη,ένα
γράμμα και ένα δέμα κάθε εβδομάδα
5.Πλήρης αποκατάσταση
όσων έχασαν κατά τη διάρκεια της
διαμαρτυρίας.
Βιβλιογραφία
1 Ι.Β. Στάλιν, Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα
2 Ernest Gellner, Έθνη και εθνικισμός
3 Murray Bookchin, Ο Εθνικισμός και to «Εθνικό Ζήτημα»
4 E.J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα
5 ό.π.
6 ό.π.
7 ό.π.
8 E.J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων (1789-1848)
9 ό.π. σημείωση 4
10 Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη (1795)
11 E.J. Hobsbawm, Η εποχή του κεφαλαίου (1848-1875)
12 ό.π. σημείωση 4
13 ό.π. σημείωση 4
14 Miroslav Hroch, Social Preconditions of National Revival in Europe
15 John H. Kautsky, An essay in the policies of development, στο John H. Kautsky, Political Change in Underdeveloped Countries
16 Θωμάς Θεοδωρούδης, Αυτοδιαχείριση: Ο κομμουνισμός ως πράξη
17 ό.π. σημείωση 3
18 Β.Ι. Λένιν, Άπαντα
19 Παναγιώτης Γαβάνας, Έθνος και εθνικισμός
20 ό.π. σημείωση 18
21 ό.π. σημείωση 19
22 ό.π. σημείωση 8
23 Φοίβος Οικονομίδης, Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στα Βαλκάνια
24 Murray Bookchin, Ο Εθνικισμός και το «Εθνικό Ζήτημα»
25 Stelio Marchese, Ιστορία των επαναστάσεων
26 Βασίλης Ραφαηλίδης, Επαναστατικά και απελευθερωτικά κινήματα
27 ό.π.
28 Robert Taber, Θεωρία και πρακτική του ανταρτοπολέμου: ο "πόλεμος του ψύλλου"
29 Sun Tzu, Η τέχνη του πολέμου
30 Μανόλης Πλούσος, Βιετνάμ: ένας ακύρηχτος πόλεμος
31 ό.π. σημείωση 26
32 Andrew Flood (Workers Solidarity Movement), Nationalism, Socialism and partition
33 E.J. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων (1789-1848)
34 E.J. Hobsbawm, Η εποχή των άκρων: Ο σύντομος εικοστός αιώνας (1914-1991)
35 Andrew Flood (Workers Solidarity Movement), 1916, left republicanism, anarchism and class struggle
36 Bobby Seale, Όταν οι Μαύροι Πάνθηρες πήρανε τα όπλα
37 Barikat, Ρατσισμός, κράτος, παρακράτος: 47 χρόνια από την ίδρυση του κόμματος των Μαύρων Πανθήρων
38 ό.π. σημείωση 36
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου