NOWA KULTURA // τεύχος 2





Editorial
Tον περασμένο σεπτέμβρη αποφασίσαμε συλλογικά τη δημιουργία ενός εντύπου. Κοινός μας τόπος ήταν και είναι η οργάνωση μιας πολιτικής ομάδας ικανής να αναδεικνύει νέα ζητήματα καθώς και προοπτικές και προτάσεις, πάνω στις οποίες θα δομηθεί ο αγώνας ενάντια στο κυρίαρχο εκμεταλλευτικό σύστημα, στον ίδιο τον καπιταλισμό. Βασική μας παραδοχή ήταν όπως γράφουμε και στο προηγούμενο editorial «στην περίοδο που διανύουμε δε μας αρκούν χίλιες αρνήσεις αν δε συνοδεύονται από άλλες τόσες καταφάσεις'». Ακόμη «το συγκεκριμένο έντυπο αποτελεί όχημα για τη διάχυση και την κοινωνικοποίηση του πολιτικού λόγου της κατάληψης libertatia. Μια απόπειρα αναζήτησης θεωρίας και πρακτικής της επαναστατικής διαδικασίας καθώς και της ανάδειξης των προταγμάτων του ελευθεριακού κομμουνισμού».
Ένα σημείο κομβικής σημασίας, είναι όπως προαναφέραμε, η διάδοση του πολιτικού-επαναστατικού λόγου. Αυτό ίσως ήταν και το κρισιμότερο για εμάς, για τη δημιουργία του εντύπου, μιας και θεωρούμε αναγκαία την ύπαρξη ενός μέσου προπαγάνδισης ιδεών, διάχυσης των προταγμάτων και κοινωνικοποίηση της κουλτούρας. Μιας «Νέας Κουλτούρας» απαλλαγμένης από στείρο αντιδραστισμό και άρνηση, εμποτισμένης με αναλύσεις και προτάσεις συνολικές για την πραγμάτωση της κοινωνικής επανάστασης, την αναδιάρθρωση του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής στα πλαίσια του κομμουνισμού. Ως τέτοιο μέσο λοιπόν επιλέξαμε τη δημιουργία ενός εντύπου, το οποίο θεωρούμε πιο οικείο στο σύνολο των μελών της συνέλευσης, ιδιαίτερα αποτελεσματικό (κυρίως όσων αφορά στην ανάλυση όλων όσων θέλουμε να περιγράψουμε), αλλά και πιο εφικτό με βάση τις οικονομικές δυνατότητες της κατάληψης libertatia.
Σε πρώτη φάση, πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι την κυκλοφορία του 1ου τεύχους. Οι δυσκολίες που συντέλεσαν σε αυτήν την «καθυστέρηση», αφορούσαν κατά κύριο λόγο ζητήματα πολιτικής συνεύρεσης ή και ταύτισης των απόψεων πάνω σε διάφορα επιμέρους, αλλά και πιο γενικά θέματα. Όλες αυτές οι δυσκολίες μας οδήγησαν σε μια διαδικασία πολλών συζητήσεων με σκοπό την ανίχνευση των κοινών μας τόπων και  εν τέλει την αποτύπωση τους στο έντυπο. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ως ένα βαθμό αυτή τη διαδικασία θεμιτή και απαραίτητη, καθώς μέσω αυτής γίνεται πιο διεξοδική ανάλυση επί πολλών ζητημάτων αλλά και συμβάλλει στη διεύρυνση της συμμέτοχής του κάθε μέλους πάνω σε αυτούς τους κοινούς τόπους που εκφράζονται στο έντυπο. Όπως γράφουμε και στο 1ο editorial «Τα κείμενα που περιέχονται στο παρόν έντυπο είναι αποτέλεσμα συνδιαμόρφωσης της πολιτικής συνέλευσης. Οι απόψεις που αποτυπώνονται στα κείμενα δεν εκφράζουν πάντα απαραίτητα το σύνολο των θέσεων του εκάστοτε μέλους».
Τέλος, όσων αφορά στην περιοδικότητα της κυκλοφορίας του εντύπου, παροντικός μας στόχος είναι να γίνεται περίπου κάθε δύο μήνες, με σημεία διανομής στέκια, καταλήψεις, ελεύθερους κοινωνικούς χώρους, κολεκτίβες εργασίας και χέρι με χέρι. Αποφασίσαμε ακόμη την ύπαρξη αντιτίμου με σκοπό την οικονομική συντήρηση του εντύπου στην τιμή των 0.80€ . Συλλογικότητες και άτομα που ενδιαφέρονται να λάβουν και να διακινήσουν το έντυπο μπορούν να επικοινωνήσουν μέσω του e-mail της κατάληψης:  libertatia_squat@yahoo.com.


Για τις πλατείες της αγανάκτησης

Τα τελευταία χρόνια η κοινωνική, πολιτική και οικονομική κατάσταση στον ελλαδικό χώρο υφίσταται ριζικές αλλαγές.
Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών υπήρξαν και υπάρχουν μαζικές αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας, οι οποίες πολλές φορές σχηματοποίησαν κάποιου είδους κινήματα, άλλοτε μεγαλύτερα άλλοτε μικρότερα. Σκοπός του συγκεκριμένου κειμένου είναι να πραγματοποιηθεί μια διερεύνηση κάποιων χαρακτηριστικών που εντοπίσθηκαν στις κοινωνικές αντιδράσεις και στους διάφορους φορείς τους, αλλά και μια εξέταση των προοπτικών, των στοχεύσεων και της κυρίαρχης νοοτροπίας που αυτοί προώθησαν.
Ένα τέτοιο κίνημα το οποίο δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε μιας και θεωρούμε ότι είναι παράγωγο αλλά και παράγων της κυρίαρχης μικροαστικής κουλτούρας που διέπει μεγάλο μέρος των κοινωνικών αντιδράσεων που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια, είναι το κίνημα των πλατειών ή αλλιώς αυτό των αγανακτισμένων. Πρωτοεμφανιζόμενο με το συγκεκριμένο όνομα στην ισπανία την ελλάδα και έπειτα και σε άλλες χώρες, είχε τις ρίζες του στις συνελεύσεις που πραγματοποιούντουσαν σε κεντρικές πλατείες πόλεων της αιγύπτου κατά τη διάρκεια των αραβικών εξεγέρσεων.
Τα βασικότερα χαρακτηριστικά του κινήματος των αγανακτισμένων είναι αυτά της άμεσης δημοκρατίας αλλά κυρίως και το (μη)κριτήριο της διαταξικής σύνθεσης
των ατόμων που συγκροτούν αυτό το κίνημα. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι αυτό το τελευταίο κατέστησε τους αγανακτισμένους πολύ δημοφιλείς και πρωτοποριακούς. Πρωτοποριακούς ως προς τι;... Μα φυσικά ως προς την κυρίαρχη κουλτούρα τόσων χρόνων που μιλούσε έστω και προσχηματικά για εργατικούς αγώνες, ταξικά σωματεία, συνδικάτα , εργατικά συμβούλια και λοιπές “εκφράσεις” της επονομαζόμενης «ξύλινης γλώσσας». Έτσι λοιπόν αποποιούμενοι κάθε έννοια ταξικής συνείδησης και διαστρωμάτωσης και με μόνο κοινό τόπο το παράπονο τους για την καταλήστευση της χώρας από τους διεθαρμένους-προδότες(του έθνους) πολιτικούς, την κατοχική κυβέρνηση κατ' εντολή πάντα των περιβόητων γαλλικο-γερμανικών εταίρων, συγκροτήθηκε το σώμα των αγανακτισμένων. Όλο αυτό και για τους μήνες που κράτησε (και οι μήνες ήταν λίγοι) συγκέντρωσε μεγάλο πλήθος κόσμου ο οποίος για αρκετές κυριακές μούντζωσε, έβρισε, φώναξε για τα κλεμμένα, το κάψιμο του μπουρδέλου της βουλής, τους αλήτες προδότες πολιτικούς και τη μαγική νύχτα της αργεντινής με την έφοδο στη βουλή.
Εξετάζοντας το σύνολο των συγκεντρωμένων στις πλατείες βλέπει κανείς ότι εκεί συνυπήρχαν άνεργοι, χαμηλόμισθοι, υψηλόμισθοι, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες (αφεντικά και μη), φοιτητές, μαθητές, κ.α. Θα μπορούσαμε με ασφάλεια να πούμε ότι το κίνημα των αγανακτισμένων περιλάμβανε σχεδόν όλα τα στρώματα της μικρομεσαίας τάξης τα οποία και πλήχθηκαν έντονα με την «έλευση» της κρίσης με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Από στρώματα που και στην προ-κρίσης περίοδο δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, μέχρι μισθωτούς-συνταξιούχους που είχαν έναν «αξιοπρεπή» μισθό-σύνταξη που έβλεπαν και βλέπουν συνεχώς να καταβαραθρώνεται, μέχρι τέλος προνομιούχους επίδοξους υπαλλήλους και αφεντικά που έβλεπαν τα όρια του κέρδους να στενεύουν. Η ενότητα όλων αυτών έγκειται σε πρώτη φάση στην κοινή επιθυμία τους για επιστροφή στην πρότερη κατάσταση της «κοινωνικής ευημερίας» , των παχυλών μισθών και του υπέρμετρου κέρδους και σε δεύτερη φάση στην κοινή αντίληψη-νοοτροπία της κοινωνικής κινητικότητας. Όπου όταν λέμε κινητικότητα αναφερόμαστε στην επιθυμία μετακίνησης του ατόμου μέσα στα κοινωνικά στρώματα με κατεύθυνση πάντα προς τα πάνω και πάντα φυσικά υπό την προϋπόθεση του γνωστού ρητού «ο θάνατος σου η ζωή μου». Όλα αυτά βέβαια δε φανερώνουν κάποιο ιδιαίτερο αγωνιστικό-επαναστατικό πνεύμα, κι έτσι έπρεπε να βρεθεί μια κατάλληλη επικάλυψη, ένας κατάλληλος εχθρός.
Ο κοινός εχθρός ο οποίος έπρεπε να βρεθεί έτσι ώστε να κάνει τη σημασία ύπαρξης του κινήματος των πλατειών πιο έντονη, αλλά και να είναι πιο εύκολα υιοθετήσιμος από την πλειοψηφία της κοινωνίας στον ελλαδικό χώρο, δε θα μπορούσε να ήταν άλλος από τους προδότες πολιτικούς, τη διαφθορά(η οποία χρεώθηκε και πάλι μόνο στους βουλευτές και στα πολιτικά κόμματα) αλλά και τους «ευρωπαΐκούς μηχανισμούς» με ιδιαίτερη ευαισθησία στις γερμανικές τράπεζες/δανειστές(λες και τόσα χρόνια δεν καταλάβαιναν και δε στήριζαν όλοι αυτοί τις κυβερνήσεις τους βουλευτές και λοιπούς μηχανισμούς-αλλά είπαμε για όσο καιρό ο μικροαστός τρώει κομμάτι της πίτας ακόμη κι αν είναι το πιο μικρό δε διαμαρτύρεται...). Σε μια εθνικά υπερήφανη ελλάδα όπου για χρόνια κυριαρχούσε(και κυριαρχεί) η νοοτροπία της εξατομίκευσης και του «για τα λάθη που προκύπτουν την ευθύνη φέρουν πάντα οι άλλοι», ο πιο βολικός στόχος για την αγανάκτηση-διαμαρτυρία θα ήταν οι κυβερνήσεις των κλεφτών και προδοτών της χώρας και της εθνικής περηφάνιας και φυσικά οι ξένοι εντολοδόχοι τους, οι οποίοι θα είναι κατά προτίμηση όσο το δυνατόν πιο μακριά από τις μορφές της ταξικής σύγκρουσης και οργάνωσης που συναντιούνται στην καθημερινότητα του κάθε ατόμου που απαρτίζει το κίνημα των πλατειών.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να γίνει μια διευκρίνηση. Σε καμία περίπτωση δε θέλουμε να υπερασπιστούμε κανένα βουλευτή,  καμία κυβέρνηση, κανέναν τραπεζίτη και γενικότερα κανέναν επίσημο επικυρωτή κράτους και κεφαλαίου. Θεωρούμε ωστόσο ότι σε μία περίοδο σαν κι αυτή, όπου η κρίση έχει κάνει την εμφάνιση της, καθιστώντας τις αντιφάσεις που διέπουν το καπιταλιστικό σύστημα πιο ευδιάκριτες και ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας οδηγούνται στη φτώχεια και στην εξαθλίωση, το να επιρρίπτει κανείς ευθύνες σε διεφθαρμένα πρόσωπα και κυβερνήσεις και να αναζητεί την εθνική ενότητα, που δεν είναι άλλη από τη διαταξική ενότητα με συμφέρον πάντα του κεφαλαίου(είτε ονομάζεται εθνικό, είτε πολυεθνικό), είναι αν όχι επικίνδυνο, τουλάχιστον αποπροσανατολιστικό. Επιπλέον εξετάζοντας και την εφικτότητα του προτάγματος της «πτώσης της κυβέρνησης και των βουλευτών», βλέπουμε ότι για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο με επαναστατικές προοπτικές, προϋπόθεση είναι να υπάρχει ένα οργανωμένο πολιτικό κίνημα με κοινά ταξικά συμφέροντα και άρα κοινό ταξικό προορισμό, το οποίο θα έχει δημιουργήσει δομές ικανές να αντικαταστήσουν το κυρίαρχο πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό σύστημα. Σε κάθε άλλη περίπτωση η οποιαδήποτε «πτώση» μιας κυβέρνησης ή ενός προσώπου θα φέρνει την «άνοδο» μιας άλλης/άλλου με διαφορετικό περιτύλιγμα αλλά με το ίδιο περιεχόμενο, μιας και το εξουσιαστικό σύστημα και οι μηχανισμοί του κεφαλαίου ως σύνολο κοινωνικο-πολιτικο-οικονομικών σχέσεων είναι αυτοί που καθορίζουν τους επίσημους εκφραστές τους και όσο αυτά μένουν στο απυρόβλητο, ή εργατική τάξη δε θα μπορεί να ελπίζει σε μια πραγματική αλλαγή στη διάρθρωση του κυρίαρχου συστήματος.
Πίσω στα γεγονότα πάλι, είδαμε τους μήνες και τις νύχτες να περνούν, τις μούντζες και τις κρεμάλες να περισσεύουν, παρ' όλα αυτά καμία έφοδος στη βουλή δεν πραγματοποιήθηκε και καμία κυβέρνηση δεν έπεσε. Για να είμαστε πιο ακριβείς, η σύσταση της κυβέρνησης άλλαξε, αλλά δεν είδαμε να αλλάζει ριζικά κάποια κατάσταση προς το καλύτερο, μιας και κρίνοντας από την ψήφιση του 2ου μνημονίου που τόσο πολύ αγάπησε να μισεί το κίνημα των πλατειών(και τα διάφορα παρακλάδια του), μάλλον το αντίθετο θα λέγαμε, ότι κάτι πήγε στραβά. Μέχρι τα τέλη του 2011 το κίνημα των πλατειών σχεδόν εξαφανίστηκε, κανείς δεν είδε, άκουσε μίλησε γι' αυτό από το ξεκίνημα της νέας χρονιάς*. Βέβαια από τα άτομα που συγκροτούσαν το κίνημα των πλατειών άλλοι «παραιτήθηκαν από το αγωνιστικό μέτωπο», άλλοι στράφηκαν σε πολιτικά κόμματα(νέα και παλιά) από την παραδοσιακή αριστερά, μέχρι «αγνά πατριωτικά»(ανεξάρτητοι έλληνες, σπίθα, επάμ, κτλ...), μέχρι τέλος τη χρυσή αυγή ενώ άλλοι συνέχισαν σε παρεμφερή κινήματα άρνησης πληρωμών και αλληλέγγυας οικονομίας όπως το «δεν πληρώνω»(το οποίο μετεξελίχθηκε σε πολιτικό κόμμα) και τα κινήματα πατάτας-ρυζιού-λαδιού... Πάντα όμως με την ίδια συνταγή που θέλει το συμμετέχοντα να προασπίζεται τα προνόμια της πρότερης κατάστασης, να αναζητά ατομικές-μερικές λύσεις στα δομικά προβλήματα του καπιταλισμού και να αντιδρά αποκλειστικά με γνώμονα την προσωπική του εξασφάλιση.
Η συντριπτική πλειοψηφία των παραπάνω μαζί και με μεγάλο φάσμα της αριστεράς και της άκρας-δεξιάς αποτέλεσαν και αποτελούν το σύνολο των λεγόμενων αντι-μνημονιακών. Η λέξη προσδιορίζει ότι το κοινό όλων των συμμετοχόντων είναι η αντίθεση τους στο μνημόνιο. Καμία ταξική ανάλυση, κανένας ταξικός προσδιορισμός και καμία βλέψη για πραγματική συλλογική ταξική απάντηση, παρά μόνο στείρα αντίδραση, τυφλή οργή και μίσος ενάντια σε αναλώσιμα για το σύστημα πρόσωπα και σε κάθε λογής μνημόνια, απότοκα του καπιταλιστικού δόγματος της υποτίμησης του εργατικού δυναμικού. Και πώς να υπάρξει μια τέτοια οργανωμένη απάντηση όταν υπάρχει τόσο μεγάλη πολιτική-ταξική ετερογένεια μεταξύ των ατόμων αυτού του συνόλου. Συμμέτοχη σε όλο αυτό ήταν και η αριστερά (κοινοβουλευτική και μη) που όπως φαίνεται για χάρη της μαζικής ανταπόκρισης του κόσμου, υιοθέτησε έναν πιο εύπεπτο λόγο, συνεχίζοντας την αοριστολογία και γενικολογία ενάντια σε μνημόνια, προδότες πολιτικούς και φυσικά τις κυβερνήσεις όλων αυτών.**
Τον τελευταίο καιρό είδαμε επίσης πολλούς προπηλακισμούς πολιτικών να λαμβάνουν χώρα. Άλλοτε σε εθνικές επετείους, άλλοτε σε ομιλίες και άλλοτε σε τυχαίες εξόδους είδαμε το σύνολο των επονομαζόμενων αντιμνημονιακών, να αναλαμβάνει δράση γιουχάροντας, βρίζοντας ή ακόμα και χτυπώντας πολιτικά πρόσωπα και συγγενείς τους. Και σε αυτήν την περίπτωση οι παραπάνω δράσεις έγιναν από μια ευρεία γκάμα υποκειμένων με διαφορετικά(πολύ διαφορετικά) πολιτικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Η νοοτροπία ωστόσο τέτοιου είδους αντιδράσεων αν δεν αρκείται στο να προωθεί την κουλτούρα που περιγράψαμε πιο πριν (κλέφτες-προδότες πολιτικοί, ξεπουλήσατε τη χώρα, είστε υπεύθυνοι για όλα τα «κακά αυτού του κόσμου» και γι αυτό σας γιαουρτώνουμε...), τότε το περισσότερο που μπορεί να φτάσει είναι μια λογική αυτοδικίας. Στην ίδια νοοτροπία εντάσσουμε και τους αγώνες υπεράσπισης των κλειστών επαγγελμάτων, αφού όπως φάνηκε ήταν αγώνες καθαρά διεκδικητικοί με όρους συντεχνιακής καβάντζας και διατήρησης προνομίων και καθώς δε διαφάνηκαν κάποιες περαιτέρω προοπτικές ως προς τη συνέχιση κάποιου συνολικότερου αγώνα (και παρά το ότι κάποιοι υποστηρίζουν ότι αποτέλεσαν αγώνα ενάντια στην υποτίμηση του εργατικού δυναμικού).
Σε κάθε περίπτωση τα παραδείγματα παρόμοιου τύπου εκδήλωσης της «μικροαστικής δυσαρέσκειας» μέσα από τις διάφορες κοινωνικές αντιδράσεις ήταν, είναι και(απ' ότι φαίνεται) θα είναι πάρα πολλά και θα ήταν αδύνατον να γίνει καθολική εκτενής αναφορά αυτών στο συγκεκριμένο κείμενο. Παρ' όλα αυτά και θέλοντας να αποφύγουμε την αδιέξοδη λογική της πολιτικής καθαρότητας και του ελιτισμού, δεν επιδιώκουμε να προτάξουμε την αποκλειστική αλληλεγγύη και συμμετοχή σε αγώνες με καθαρά συνειδητοποιημένα υποκείμενα στην κατεύθυνση της δικιάς μας ιδεολογίας-κουλτούρας-πρακτικής. Ωστόσο, στοιχεία και χαρακτηριστικά, όπως αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω αλλά και σε προηγούμενο τεύχος, που κάποιες φορές είναι και έμφυτα σε κοινωνικούς αγώνες και τα οποία θέτουν ισχυρούς προβληματισμούς, όχι μόνο όσον αφορά στις δυνατότητες και τις προοπτικές τους μέσα στην επαναστατική διαδικασία, αλλά και σχετικά με το βαθμό στον οποίο αυτά μπορούν να αποπροσανατολίσουν και να αποτελέσουν τροχοπέδη σε αυτήν, δεν πρέπει να παραβλέπονται αλλά να αναλύονται ενδελεχώς και να παραγκωνίζονται όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Όπως προαναφέραμε, θεωρούμε ότι κομβικό σημείο για την τωρινή χρονική συγκυρία είναι η δημιουργία ενός πολιτικά οργανωμένου κινήματος με σκοπό τη συλλογικοποίηση ατόμων και ομάδων κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Μια δομή με κοινή πολιτική πλατφόρμα πλήρως αυτοκαθορισμένη και όχι ετεροπροσδιοριζόμενη ως προς μνημόνια, γερμανο-γαλλικές κυβερνήσεις, πολιτικούς εκφραστές κράτους και κεφαλαίου και κάθε είδους άλλα δημιουργήματα του καπιταλιστικού εποικοδομήματος. 'Ενα κίνημα με πολύπλευρα μέτωπα που θα δρα μέσα σε ταξικούς-κοινωνικούς αγώνες, ριζοσπαστικοποιώντας συνειδήσεις, δίνοντας συνολικά πολιτικά χαρακτηριστικά και προτάγματα στην κατεύθυνση της κατάργησης της ιδιοκτησίας και της αναδιάρθρωσης του κυρίαρχου μοντέλου παραγωγής με τελικό στόχο την καθολική αυτοδιαχείριση αυτής σε ένα ελευθεριακό πλαίσιο απαλλαγμένο από κάθε είδους εξουσία.

*Τις μέρες που διαμορφωνόταν αυτό το κείμενο είδαμε στο διαδίκτυο το κάλεσμα των αγανακτισμένων σχετικά με τον 1 χρόνο από τη δημιουργία τους. Το πλήθος σε καμία περίπτωση δεν ήταν συγκρίσιμο με το περσινό μιας και ελάχιστοι κατέβηκαν στις πλατείες ορισμένων πόλεων. Αν και δεν περιμένουμε συνέχεια, αναμένουμε να δούμε την εξέλιξη ενός δεύτερου καλοκαιριού στις πλατείες.
**Αυτή η τακτική όπως είδαμε και στις εκλογές της 6ης μαΐου, μετουσιώθηκε σε ψήφους κυρίως για το σύριζα αποδίδοντας ποσοτικά χωρίς όμως την ύπαρξη κάποιας περεταίρω ριζοσπαστικοποίησης των υποκειμένων.



Είναι εργατικός αγώνας και όμως διαφέρει!
Και  εκεί που νομίζαμε πως είχαμε απαλλαγεί από τα εθνικιστικά πανηγύρια που είχαν λάβει χώρα σε πολλές πλατείες της Ελλάδος με τους αγανακτισμένους, εκεί που νομίζαμε πως τα κεφάλια μας θα σταματούσαν να κατακλύζονται από τον εθνικιστικό λαϊκισμό που προτασσόταν από τους προαναφερθέντες στην πλειονότητά τους και τέλος εκεί που ελπίζαμε πως ο εργατικός χώρος και οι εργατικές διεκδικήσεις δεν κόλλησαν τον ιό του λαϊκίστικου εθνικισμού, λόγω του αποκλεισμού των εργατικών σωματείων και φορέων από τις πλατείες της «αγανάκτησης», έρχεται η απεργία στα εργοστάσια της coca cola 3Ε στην Πάτρα και στη Θεσσαλονίκη να μας διαψεύσει πλήρως…
Καταρχήν η συγκεκριμένη απεργία ξεκίνησε  στης αρχές Φεβρουαρίου του έτους που διανύουμε, με σκοπό να αποτραπεί η επικειμένη παύση λειτουργίας των δυο εργοστασίων και η μεταφορά και επαναλειτουργία τους στη βουλγαρία. Αρχικά θέλουμε να αναφέρουμε πως δεν είναι ακριβώς ένας εργατικός αγώνας με τη μορφή τουλάχιστον που έχουν συνήθως οι αγώνες στην ελλάδα. Δεν είναι ένας διεκδικητικός δηλαδή αγώνας κάποιων προνομίων και δικαιωμάτων που κόβονται εν μέσω κρίσης, αλλά ούτε και η διεκδίκηση καλυτέρων συνθηκών εργασίας ή δεδουλευμένων που θα χρωστούσε το αφεντικό στους εργάτες/τριες. Είναι ένας αγώνας για να μην κλείσει μια κολοσσιαία καπιταλιστική επιχείρηση στην ελλάδα και κατ’ επέκταση για να μην μείνουν στο δρόμο οι εργάτες/τριες και οι οικογένειες τους.
   Η κεντρική διαφορά όμως την οποία εμείς εντοπίσαμε, μας προβλημάτισε και εν τέλει μας οδήγησε να εκφραστούμε πολιτικά πάνω στο γεγονός δεν είναι το σύνολο των προαναφερθέντων αλλά η επικίνδυνη επιλογή του χρωματισμού, με κάπως πατριωτικά χαρακτηριστικά(εσκεμμένα ή μη),της επικοινωνίας της συγκεκριμένης απεργίας με την κοινωνία  από τους απεργούς.
Παραθέτουμε τα χαρακτηριστικά στη συνέχεια τα οποία προσδίδουν αυτό τον πατριωτικό χρωματισμό στον αγώνα της coca cola. Καταρχήν θα ξεκαθαρίσουμε από τώρα και για μια ακόμη φορά σε τούτο το έντυπο, πως ούτε θιασώτες ενός μηδενιστικού τρόπου σκέψης είμαστε, ούτε γενικεύουμε αυθαίρετα  και άρα δεν θέλουμε σε καμιά περίπτωση να δοθεί η εντύπωση πως αντιλαμβανόμαστε ως συνειδητές ακροδεξιές-εθνικίστριες τις εργάτριες/τες της coca cola. Αυτό που έχουμε ξαναθίξει και προσπαθούμε να κριτικάρουμε, είναι η διάχυση σε όλες τις πτυχές της ελληνικής κοινωνίας μιας λογικής και ενός λόγου που απέχει πλήρως από την ταξική ανάλυση των πραγμάτων, ενώ υποκύπτει στη λαϊκίστικη και εύπεπτη θολούρα της εθνικής ενότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω είναι η τραγική αυτή, για την παρακαταθήκη των εργατικών αγώνων, αφίσα που προσπαθούσε να μας πείσει ότι η coca cola που παράγεται στην ελλάδα διαφέρει από αυτήν που παράγεται και εισάγεται από τη βουλγαρία. Το σλόγκαν που χρησιμοποιήθηκε στην αφισοκόλληση που γέμισε την Θεσσαλονίκη ήταν το εξής ευφάνταστο: «ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΙΕΣ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ» και αυτό που ουσιαστικά μας παρότρυνε να κάνουμε ήταν να κοιτάμε αν η coca cola που αγοράζουμε παράγεται  στην ελλάδα, και αν αυτό δεν ισχύει να μην την αγοράζουμε. Επιπρόσθετα η υπόλοιπη προπαγάνδα της απεργίας είχε παρόμοια χαρακτηριστικά, με τρικάκια που έγραφαν: «ΟΧΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΗ COCA COLA»  και αφίσες
που έγραφαν: «ΑΙΣΧΟΣ, ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΤΑΦΕΡΘΕΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΤΗΣ COCA COLA».
Αυτό που γίνεται ξεκάθαρο μετά από αυτά, εκτός από το καινό του προστάγματος της αφίσας, είναι η πλήρης απουσία οποιασδήποτε ταξικής ανάλυσης. Μπαίνει κυρίαρχα το θέμα του ότι το ελληνικό προϊόν διαφέρει από το εισαγόμενο. Πρώτα απ’ όλα ξέρουμε ότι είτε εργάτης/τρια στη βουλγαρία, είτε εργάτης/τρια στην ελλάδα, κανείς από τους δύο δεν επεμβαίνει στη συνταγή της coca cola η οποία είναι συγκεκριμένη και άρα αν εννοούσαν αυτό , η ποιότητα του προϊόντος δεν έχει διαφορά. Αλλά πέρα απ΄ όλα αυτά το κυρίαρχο πρόβλημα που εντοπίζουμε επαναλαμβάνουμε πως είναι η απουσία ταξικής ανάλυσης έστω και στο ελάχιστο. Πρώτον ο ιδιοκτήτης της coca cola  είναι καπιταλιστής και άρα θα πάει εκεί που έχει περισσότερο κέρδος. Εκεί που τα μεροκάματα είναι χαμηλότερα και τα εργασιακά δικαιώματα κατακερματισμένα. Η επιλογή της μετακίνησης του εργοστασίου, καθόλου παράνομη καταρχήν δεν είναι. Αντί οι ίδιοι οι εργάτες/τριες να έχουν το συνειδησιακό επίπεδο να γνωρίζουν για την τάξη τους και τα συμφέροντα της, αντί να καταγγείλουν το αφεντικό που μεταφέρει το εργοστάσιο για να εκμεταλλευτεί τον εργασιακό μεσαίωνα που επικρατεί στη γειτονική βουλγαρία,  αντί να απορρίψουν και να πολεμήσουν για την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και ζωής στην ολότητα του, αντίθετα όταν οι ίδιοι επλήγησαν δεν έβγαλαν ένα λόγο που να κατηγορεί τον καπιταλισμό και το αφεντικό τους για τον τυχοδιωκτισμό του, αλλά έβγαλαν ένα λόγο που ποιο πολύ μοιάζει να αγνοεί και να βάζει σε δεύτερη μοίρα την διεθνιστική ταξική αλληλεγγύη. Δεν θεωρούμε ότι μπορούσαν να κάνουν πολλά λόγω της ιδιομορφίας της διεκδίκησης. Το θέμα είναι πως η εμμονή της παρουσίασης της βουλγαρίας ως το μέρος στο οποίο θα μεταφερθεί μια επιχείρηση που ταΐζει ελληνικές οικογένειες, εξασφαλίζει κατά τη γνώμη μας μόνο αρνητική αντιμετώπιση της από τη κοινωνική συνείδηση. Δεν λέμε ότι έπρεπε να μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια, παραδεχόμαστε ότι το αίτημα να μην μείνουν στο δρόμο εργάτες/τριες με τις οικογένειες τους είναι ένα απόλυτα λογικό αίτημα και ότι και εμείς σε μια παρόμοια κατάσταση θα κινητοποιούμασταν για να μην χάσουμε την δουλειά μας. Το πρόβλημα είναι η επιλογή του τρόπου της κοινωνικοποίησης του ζητήματος. Ουσιαστικά έγινε επίκληση στο συναίσθημα της κοινής γνώμης μέσω του εθνικού χρωματισμού ενός καθαρά ταξικού ζητήματος. Το ότι το κάθε αφεντικό μπορεί να αφήνει στη μοίρα τους τους εργαζομένους/ες για να αυξήσει τα κέρδη του είναι ζήτημα του καπιταλισμού, και αυτός είναι που πρέπει να στοχοποιηθεί και να ανατραπεί  και όχι να διεκδικούμε την παραμονή της εκμετάλλευσης και του καπιταλισμού στην ελλάδα. Αυτή ακριβώς η αντιμετώπιση των πραγμάτων και αυτή η διάχυση  μιας παραπάνω πατριωτικής, απ’ ότι θα ’πρεπε, λογικής πάνω στα ζητήματα εντοπίζεται και σε τούτο τον απεργιακό αγώνα και την κριτικάρουμε καθώς θέλουμε την εξαφάνιση της, διότι συσκοτίζει την ταξική συνείδηση και απομακρύνει την επανάσταση.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι περισσότερες ακροδεξιές και νεοναζιστικές οργανώσεις (ΛΑ.Ο.Σ- Χρυσή Αυγή) θέτουν κυρίαρχα το πρόταγμα να ψωνίζουμε ελληνικά προϊόντα και την παραμονή και ανάπτυξη του ντόπιου καπιταλισμού. Σκεφτείτε λοιπόν ποσό εύκολα συγχέονται αυτές οι λογικές. Λες και η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δεν στηρίζεται καθαρά στην εξευτελιστική υποβάθμιση του εργατικού δυναμικού, αλλά στο αν θα αγοράζουν οι έλληνες/ίδες ελληνικά πορτοκαλιά. Και εδώ είναι που εμφανίζετε αυτό που αποκαλούμε «εθνικιστικό λαϊκισμό» και τον οποίο αντιλαμβανόμαστε ως ένα λόγο θέτουμε ως κεντρικό ζητούμενο το γκρέμισμα της αντίληψης πως η περιχαράκωση των ανθρώπων σε έθνη πρέπει να είναι κάτι δεδομένο, καθώς και αγωνιζόμαστε για τον αφανισμό κάθε εθνικιστικής, ρατσιστικής και κατ΄  επέκταση φασιστικής λογικής, που μας θέλει δούλους των αφεντικών απροσδιόριστων επιχειρημάτων, ανεδαφικό και νεφελώδη. Κυρίαρχο συστατικό για την επιτυχία του λαϊκισμού αυτού είναι να προκαλεί το σημαντικό μεν για κάθε άνθρωπο, αλλά πλήρως επικίνδυνο για μας δε, αίσθημα της ένταξης ενός υποκειμένου σε ένα σύνολο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το έθνος. Ο λόγος αυτός είναι επιπρόσθετα απόλυτα αποπροσανατολιστικός καθώς πυρήνας της πειστικότητας του είναι η ροπή του προς συνομοσιολογικά σενάρια εύπεπτα για τον καθένα. Και το κυρίαρχο το οποίο πετυχαίνει είναι η πλήρης αποχή από μια ολισθηκή οικονομική και ταξική ανάλυση και λογική των πραγμάτων, αλλά αντίθετα ερεθίζει το συναισθηματικό τμήμα της κοινωνικής αντίληψης για να διαχυθεί, να γίνει κυρίαρχη κουλτούρα και κατ’ επέκταση να εξασφαλίσει την ηγεμονία στους θιασώτες του.
Για μας λοιπόν το κυρίαρχο ζήτημα είναι η δημιουργία συνείδησης στους εργάτες/τριες και γενικά στις κατώτερες τάξεις και η ανάπτυξη αντισωμάτων στη κοινωνία για τον λαϊκίστικο εθνικισμό, ο οποίος ξεκινάει από το «ψωνίζουμε ελληνικά» και καταλήγει να νομιμοποιεί ολόκληρα πακέτα νεοναζιστικών λογικών.
Προσπαθούμε να προλάβουμε και να χτυπήσουμε έστω και κάθε ελάχιστη εμφάνιση αντιλήψεων που τις θεωρούμε πιθανές να εξελιχθούν σε ακροδεξιές με τον καιρό. Εμείς θέτουμε ως κυρίαρχο το αίτημα της αυτοδιαχείρισης της παραγωγής και κατ’ επέκταση της ίδιας μας της ζωής  και όχι τον ενδοταξικό ανταγωνισμό, όχι την εθνική ενότητα και το αίτημα για την επιστροφή στα προ κρίσης προνόμια και την κανονικότητα μας. Εμείς θέτουμε ως κεντρικό ζητούμενο το γκρέμισμα της αντίληψης πως η περιχαράκωση των ανθρώπων σε έθνη πρέπει να είναι κάτι δεδομένο, καθώς και αγωνιζόμαστε για τον αφανισμό κάθε εθνικιστικής, ρατσιστικής και κατ΄  επέκταση φασιστικής λογικής, που μας θέλει δούλους των αφεντικών. Όταν οι πολιτικές πρωτοπορίες θα θέσουν τα ζητήματα στους εργασιακούς χώρους για την κατάρρευση του εθνικού κορμού, όταν θα δημιουργηθεί η συνείδηση στην κοινωνία της πλήρους αυτοδιαχείρισης κάθε πτυχής της ζωής της, τότε οι εθνικιστικές λογικές δεν θα έχουν κανένα κοινωνικό έρεισμα και τότε θα έχει κυριολεκτικά ξεβρομίσει ο τόπος!


Εισήγηση για τη παρουσίαση-  
συζήτηση της μπροσούρας:
«Τιμωρία & Φυλακή, Οικονομικές
& Πολιτικές Σκοπιμότητες»
Το Νοέμβρη του 2009 κυκλοφόρησε η μπροσούρα «Τιμωρία & Φυλακή, Οικονομικές & Πολιτικές Σκοπιμότητες», μια συλλογική δουλειά των μελών της συνέλευσης αυτομόρφωσης της κατάληψης libertatia πάνω στο θέμα των φυλακών. Γράφαμε στη εισαγωγή: «Έτσι μελετήσαμε το θέμα πιο σφαιρικά από την ιστορική, από την κοινωνική και οικονομική του σκοπιά. Αναζητήσαμε νέα βιβλιογραφία που αναδεικνύει νέες οπτικές του ζητήματος και ταυτόχρονα προχωρήσαμε στη μετάφραση κειμένων που η οπτική τους δεν έχει πλήρως αναδειχθεί.  Στην πορεία της όλης διαδικασίας αντιληφθήκαμε το τεράστιο εύρος που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο εγχείρημα, της ανάλυσης δηλ. του τρόπου δόμησης τιμωρητικών κανόνων από τις εκάστοτε κοινωνίες ή το θέμα των φυλακών/τιμωρίας στο σήμερα και στο αύριο». Διάφοροι παράγοντες μας οδήγησαν από τότε στην απόφαση να μη προχωρήσουμε σε δημόσια παρουσίαση της μπροσούρας. Επιθυμία μας όμως παρέμενε η παρουσίαση της δουλειάς κάτι το οποίο είναι εφικτό λόγω της διαχρονικότητας των θέσεων που καταθέσαμε τότε.
Σήμερα 2,5 χρόνια περίπου μετά και με αφορμή τη λειτουργία των «κέντρων κράτησης μεταναστών» ή αλλιώς σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στην παρουσίαση κομματιών της μπροσούρας που θεωρούμε ότι σχετίζονται άμεσα με το θέμα. Θα παραθέσουμε παρακάτω δύο αυτούσια κομμάτια της μπροσούρας, μετά θα γίνει μια παρουσίαση της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στις φυλακές καθώς και της άποψής μας για τη φύση των «κέντρων κράτησης μεταναστών».

Η πολιτική οικονομία της φυλακής τον 20ο – 21ο αιώνα

Το μοντέλο του ανθρωπισμού βάσει του οποίου οι θεωρητικοί του 20ου αι. ανέλυσαν τη μετάβαση από τις σκληρές μορφές τιμωρίας του μεσαίωνα στη φυλάκιση της σύγχρονης εποχής θεωρείται πλέον ξεπερασμένο και αναχρονιστικό. Γι’ αυτό υπό το πρίσμα του μη ανθρωπισμού και της λογικής του διαίρει και βασίλευε πρέπει να αναλύσουμε τόσο το θεσμό της φυλάκισης όσο και τις επερχόμενες μετατροπές του. Ο μόνος τρόπος για να εξετάσουμε, δηλαδή, τη φυλάκιση και τη μορφή της τιμωρίας είναι οι εκάστοτε φιλοσοφίες της εξουσίας όσον αφορά την εξάσκηση και την εφαρμογή της ταξικής δύναμης γενικότερα.
Ελλείψει ανάλογης βιβλιογραφίας στο θέμα της πολιτικής οικονομίας των φυλακών στα ελληνικά, η παρούσα ανάλυση θα βασιστεί σε δεδομένα που προέρχονται από την αναπτυγμένη δύση και δει τις ΗΠΑ. Θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι ο βαθμός της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της διεύρυνσης και διάχυσης των παραγωγικών σχέσεων σε μεγαλύτερο φάσμα του πληθυσμού και ο βαθμός τελικά της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης ή ύφεσης καθόρισε τη φυλάκιση ως την κυρίαρχη μορφή τιμωρίας στον καπιταλισμό αλλά καθόρισε και τις συνθήκες διαβίωσης σε αυτή.
Αρχικά θα κάνουμε μια μικρή επισήμανση πάνω στην επιλογή της φυλάκισης ως τιμωρία: θεωρούμε ότι αυτή η επιλογή εφαρμόστηκε λόγω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και την εκβιομηχάνιση που παρατηρήθηκε μετά την αναγέννηση οπότε αυξήθηκαν οι ανάγκες για εργατικά χέρια. Η λογική που επέβαλε, επομένως, ως μορφή τιμωρίας τα σωματικά βασανιστήρια, τους ακρωτηριασμούς και τελικά τη θανάτωση άρχισε να απορρίπτεται σταδιακά ως αντιπαραγωγική (μια κοινωνία που είχε ανάγκη από όλο και περισσότερα εργατικά χέρια, δεν μπορούσε να τα κόβει και να τα θανατώνει). Υπό αυτό το πρίσμα επιλέχτηκε σταδιακά η φυλάκιση, όχι όμως, και το τονίζουμε, ως αποτέλεσμα ανθρωπιστικών λογικών αλλά οικονομικών συνθηκών.
Το γεγονός ότι η φυλάκιση, ιδιαίτερα στα πρώτα της βήματα μετά το 1777, συνδέθηκε άμεσα με τις οικονομικές συνθήκες του καπιταλισμού φαίνεται στο ιστορικό παράδειγμα των ΗΠΑ. Για παράδειγμα την περίοδο 1790-1815 υπό την πίεση της γαλλικής επανάστασης και την τοποθέτηση του ανθρώπου στο προσκήνιο οι εξουσιαστές επέλεξαν το δρόμο της αναμόρφωσης μέσω της εργασίας στις φυλακές, μετατρέποντάς τις σε βιομηχανίες παραγωγής καρφιών, στουπιού, πετρών, μαρμάρων που χρησιμοποιούνταν από το κράτος για την κατασκευή δημοσίων κτιρίων και πλοίων προς ενίσχυση της οικονομίας. Οι συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές ήταν πολύ καλές αφού επέτρεπαν στους συγγενείς των φυλακισμένων να τους πηγαίνουν φαγητό, να πίνουν και να καπνίζουν παρέα και να διατηρούν σεξουαλικές επαφές. Η δε εργασία ήταν παραγωγική και ουσιαστική παρ’ όλο που ήταν βαριά. Αντιθέτως, όμως, την περίοδο 1812-1825 όταν μετά τον πόλεμο με την αγγλία, κάνει την εμφάνισή της η πρώτη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση, αυξάνεται η ανεργία και η φτώχεια ενώ ο έγκλειστος πληθυσμός διπλασιάστηκε μέσα σε ένα χρόνο.
Σε αυτή τη χρονική περίοδο οι εξουσιαστές είδαν τους φυλακισμένους σαν απειλή τόσο για τις οικονομικές όσο και για τις πολιτικές συνθήκες, αφού μέχρι πρότινος ένας έγκλειστος απολάμβανε περισσότερα πλεονεκτήματα από έναν εργάτη της κρίσης. Η τακτική που επιλέχτηκε τότε ήταν η υποβάθμιση των συνθηκών στις φυλακές τόσο ώστε να γίνουν χειρότερες από εκείνες του κατώτερου στρώματος της εργατικής τάξης. Επιλέχθηκαν λοιπόν τρεις τρόποι: 1) η δουλειά των φυλακισμένων μετατράπηκε σε σκληρή, μονότονη και ανούσια (σπάσιμο πέτρας) 2) απαγόρευσαν την κοινωνικοποιημένη μορφή της και 3) απαγόρευσαν τη δουλειά εξ’ ολοκλήρου.
Την περίοδο 1825-1837 ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης βρίσκεται στο peak του ζητώντας εργάτες και μην μπορώντας να τους βρει στρέφεται ξανά στους φυλακισμένους βελτιώνοντας για ακόμη μια φορά τις συνθήκες φυλάκισης. Ταυτόχρονα, όμως, η εργασία των έγκλειστων πληθυσμών άσκησε τρομερές πιέσεις στις μανιφακτούρες*Μανιφακτούρα: μια μορφή παραγωγής και οικονομίας που εμφανίστηκε λίγο πριν την εδραίωση και ανάπτυξη του καπιταλισμού, είναι δηλαδή ένα προστάδιό του. Κατά την μανιφακτούρα οι διάφορες οικογενειακές επιχειρήσεις που εμπλέκονται στον ίδιο τομέα παραγωγής συνενώνονται σε μία ενιαία μονάδα με οριζόντιες σχέσεις παραγωγής. Αυτή στη συνέχεια με την ανάπτυξη περαιτέρω της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής δίνουν τη θέση τους στη βιομηχανική αλυσίδα παραγωγής.
 καθιστώντας τες αντιπαραγωγικές στα συγκεκριμένα οικονομικά πλαίσια, αναγκάζοντας τους εργαζόμενους σε αυτές να μετατραπούν σε μισθωτούς εργάτες**Μισθωτός εργάτης: ο εργάτης ο οποίος «δεν έχει τίποτα άλλο να πουλήσει παρά μόνο την εργατική του δύναμη». Η βασική διαφορά του από τις προηγούμενες μορφές εργασίας είναι ότι ο μισθωτός εργάτης δεν έχει στην ιδιοκτησία του τα μέσα παραγωγής που είναι πλέον κτήμα ορισμένων καπιταλιστών)
και να απασχοληθούν στην αναπτυσσόμενη βιομηχανία.
Η κατάσταση συνεχίζεται έτσι με τις περιόδους οικονομικής ευημερίας επιβάλλοντας λιγότερο αυστηρά συστήματα στις φυλακές και επιτρέποντας την εργασία των εγκλείστων, ενώ στις οικονομικές κρίσεις να αυξάνονται τα πειθαρχικά μέτρα, η αυστηρότητα, οι εξεγέρσεις, η ποσότητα του έγκλειστου πληθυσμού και να του απαγορεύεται η εργασία. Και μάλλον θα συνέχιζε έτσι αν δεν αυξάνονταν ταυτόχρονα ο αριθμός των εργατών σε τέτοιο σημείο που μέσω των σωματείων τους, αλλά κυρίως με τις πιέσεις των βιομηχάνων, να απαιτήσουν και να πετύχουν την κατάργηση της εργασίας των φυλακισμένων και την αντικατάστασή της από άλλα μέτρα αναμόρφωσης όπως η αναστολή.
Αυτή την αλλαγή πολιτικής πρέπει να τη δούμε μέσα από το πρίσμα της εργασίας στον καπιταλισμό. Η δουλειά στον καπιταλισμό είναι και πρέπει να είναι εξαναγκαστική και καταναγκαστική γι’ αυτό οι καπιταλιστές εξασφαλίζουν τέτοιες συνθήκες διαβίωσης ώστε αυτό να είναι εφικτό. Επίσης ένας βαθμός ανεργίας είναι απαραίτητος έτσι ώστε να κρατιούνται οι μισθοί στα επιθυμητά επίπεδα, το ίδιο και τα κέρδη. Υπάρχει δηλαδή ένας εφεδρικός στρατός ανέργων ο οποίος εκτελεί αυτό το ρόλο.
Και το κατώτερο κομμάτι αυτού του στρατού, κατά τον Μαρξ, αποτελεί ως επί τω πλείστον τον έγκλειστο πληθυσμό άρα και αυτός ο πληθυσμός επιτελεί έναν ανάλογο ρόλο σαν αυτό του εφεδρικού στρατού.
Η αύξηση του έγκλειστου πληθυσμού και η συνακόλουθη πτώση του βιοτικού επιπέδου των ελεύθερων εργατών κατά τις οικονομικές κρίσεις αποτελεί μια πολιτική αλλά και οικονομική απειλή για το κράτος.
Παρ’ όλα αυτά το κράτος μπορεί να τους χρησιμοποιήσει για να αυξήσει την αποδοχή της κοινωνικής κανονικότητας αλλά και ως οικονομική πηγή (τόσο μέσω της υπεραξίας των φυλακισμένων όσο και με την πτώση που προκαλούν στους μισθούς των εργατών).   
Και ερχόμαστε στο σύγχρονο παρόν, όπου είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι έχει δοθεί έμφαση περισσότερο στην πολιτική διάσταση της φυλακής παρά στην οικονομική. Παρ’ όλα αυτά όμως συνεχίζει να εξυπηρετεί βασικούς οικονομικούς στόχους. Για παράδειγμα ο θεσμός της αναστολής που εφαρμόζεται στις ηπα και ορίζει ότι ανάλογα με τη φύση του εγκλήματος, το άτομο μπορεί να αφεθεί ελεύθερο εφόσον βρει το ίδιο ή ο υπεύθυνος αναστολής του δουλειά από την οποία αν απολυθεί ή παραιτηθεί αναγκάζεται να επιστρέψει στη φυλακή.
Εδώ, λοιπόν, αποδεικνύεται περίτρανα ότι ο καπιταλισμός μπορεί να σε δεχτεί πίσω μόνο σαν ένα καλολαδωμένο γρανάζι της παραγωγικής του μηχανής, πειθήνιο στα χέρια του κάθε εργοδότη, αφού ουσιαστικά πρέπει να υπομένεις οποιαδήποτε προσβολή και μείωση των εργασιακών σου δικαιωμάτων υπό την απειλή της άμεσης επιστροφής πίσω στα κολαστήρια της φυλακής.
Επιπλέον ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 αρχίζει η μεταστροφή της φυλακής σε επιχείρηση. Είναι γνωστό πλέον ότι οι περισσότερες φυλακές στις ηπα είναι ιδιωτικές και αποδίδουν τεράστια κέρδη στους ιδιοκτήτες τους. Αλλά ταυτόχρονα διάφορες επιχειρήσεις έχουν εισβάλλει προσφέροντας, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες όπως ιματισμού, σίτισης, καθαρισμού κλπ. Είναι ενδεικτικό το παράδειγμα στη νιγρίτα σερρών όπου οι ίδιοι οι κάτοικοί της έκαναν πορείες ώστε να χτιστεί φυλακή εκεί και να τους προσφέρει κατά το παραπάνω πρότυπο θέσεις εργασίας και κέρδη.
 Ένα άλλο σημείο στην φυλακή- επιχείρηση το οποίο έχει ιδιαίτερη αξία να τονιστεί είναι ότι αυτή τη διάσταση της επιχείρησης η φυλακή την πήρε όταν, τουλάχιστον στους ειδικούς οικονομολόγους και αναλυτές, ήταν ορατά τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης κρίσης. Είναι πάγια τακτική του καπιταλισμού όταν εισέρχεται σε κρίση να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί εκείνες τις αγορές που δεν μπόρεσε να τις εκμεταλλευτεί σε βάθος.
Έτσι, λοιπόν, προέκυψε και το μοντέλο φυλακή- επιχείρηση, μιας και το μάθημα του 19ου αι. είχε εμπεδωθεί και δεν μπορούσε να κληθεί πάλι ο έγκλειστος- εργάτης για να σώσει την κατάσταση (αφού κάτι τέτοιο θα πυροδοτούσε ανταγωνισμούς μεταξύ των καπιταλιστών μιας και θα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν ο καθένας για τον εαυτό του το εξευτελιστικά φθηνό, αλλά και ταυτόχρονα μικρό σε αριθμό, εργατικό δυναμικό της φυλακής). Είναι εξίσου περίεργο ότι στην πολιτεία της καλιφόρνια πρώτα εφαρμόστηκε αυτό το μοντέλο αλλά και στη συνέχεια, μιας και ήταν από τις πρώτες που ήρθε αντιμέτωπη με την κρίση, ανάγκασε αρχικά τους φυλακισμένους της να καλύπτουν οι ίδιοι τα έξοδά τους και όταν ούτε αυτό ήταν εφικτό άρχισε να αποφυλακίζει με γοργούς ρυθμούς. 
   Μήπως λοιπόν για άλλη μια φορά η ιστορία επαναλαμβάνεται με αναβαθμισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά? Ήδη παρατηρείται συνεχώς τις δύο τελευταίες δεκαετίες μια συνεχόμενη αύξηση του εγκάθειρκτου πληθυσμού δυσανάλογα με τον πληθυσμό της εκάστοτε χώρας ενώ ταυτόχρονα βλέπουμε (όπως στο παράδειγμα της καλιφόρνια) μια συνεχή πτώση του βιοτικού επιπέδου των φυλακισμένων. Και όλα αυτά εν μέσω κρίσης. Σας θυμίζει μήπως μία πρότερη περίοδο της ιστορίας της φυλακής? 

Μηδενική ανοχή και ασφάλεια (απόσπασμα)

Λιγότερο κράτος απαιτεί ο νεοφιλελευθερισμός. Η μείωση αν όχι εξάλειψη των κοινωνικών δαπανών, η «εξουδετέρωση» των συνδικάτων και η κατάργηση των κανονισμών πρόσληψης και απόλυσης αναγορεύει την «ευέλικτη» απασχόληση σε πρότυπο εργασίας. Η «εύκαμπτη» εργασία ενισχύει βέβαια τη παραγωγή περισσότερου πλούτου, για τους λίγους. Για τους πολλούς, σημαίνει προσωρινότητα, ένδεια και ιλιγγιώδη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, με αποτέλεσμα τις φυλετικές διακρίσεις και την εγκληματικότητα.
Το αίτημα για λιγότερο κράτος έχει ως συνέπεια τη μεταμόρφωση / μετατροπή του κράτους πρόνοιας και της κοινωνικής διαχείρισης της φτώχειας του 1950-60-70 σε ποινικό κράτος, το οποίο στηριζόμενο στο δόγμα της μηδενικής ανοχής ποινικοποιεί τη φτώχεια. Ταυτόχρονα συμπληρώνεται από το κράτος τιμωρίας, όπου με την εγκληματοποίηση της εξαθλίωσης έχει ως αποτέλεσμα την υπερμεγέθυνση της βιομηχανίας των φυλακών. Στόχος είναι η νέα διαχείριση της κοινωνικής «ανασφάλειας» που προκύπτει από την απορρύθμιση των «σταθερών» σχέσεων εργασίας και την επέλαση των «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων. Σκοπός είναι να πειθαρχήσει τα δύσπιστα τμήματα της «εργατικής τάξης» στις νέες «επισφαλείς» συνθήκες, να εξουδετερώσει κοινωνικά όσα στοιχεία τους αντιμετωπίζονται ως πλεονάζοντα από αυτήν την αλλαγή και τέλος να συρρικνώσει και να επικυρώσει την κρατική εξουσία και δράση σ’ έναν εξαιρετικά περιορισμένο κοινωνικό χώρο ευθύνης.

Η κατάσταση σήμερα

Σίγουρα, με τα στοιχεία που θα παρουσιάσουμε, όχι μόνο θα μας θυμίσουν μία πρότερη περίοδο της ιστορίας της φυλακής, αλλά θα δούμε την επανάληψη και την ποιοτική αναβάθμιση της ίδιας ιστορίας. Σε περιόδους αναμονής και παρουσίας μιας κρίσης αυξάνεται δυσανάλογα ο αριθμός των φυλακισμένων, ενώ ταυτόχρονα επιδεινώνεται το επίπεδο διαβίωσής τους. Αιτία γι’ αυτό είναι η προσπάθεια διαχείρισης, από μέρος του συστήματος, του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού καθώς και η «συμμόρφωση» του, μέσω του παραδειγματισμού, υπό το φόβο του εγκλεισμού. Χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της πρακτικής είναι η «ποινικοποίηση της φτώχειας και της εξαθλίωσης», η οποία αναβαθμίζεται «ποιοτικά» σε περιόδους κρίσης και ύφεσης, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των εγκλείστων αποτελείται από μικροπαραβάτες-μικροεγκληματίες. Στη πρακτική της συμμόρφωσης έρχεται να προστεθεί η θεσμοθέτηση και η αύξηση των αναστολών υπό την προϋπόθεση της εργασίας, είτε κοινωφελούς-είτε κανονικής μισθωτής εργασίας, που λειτουργούν συμπιεστικά προς τα κάτω για τους μισθούς αφού ο εργάτης-αναστολής δεν μπορεί να διεκδικήσει, δουλεύοντας ουσιαστικά υπό καθεστώς ομηρίας. 
   Ένα άλλο στοιχείο που χρίζει μελέτης, είναι η μεταστροφή της φυλακής σε επιχείρηση. Τα λόγια του υπουργού δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολιών: «θα ωφεληθεί η τοπική κοινωνία, διότι θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας για τους κατοίκους της περιοχής». Θεωρούμε ότι έχει έρθει και για την ελλάδα η ώρα να χρησιμοποιήσει την φυλάκιση ως μέρος μιας καπιταλιστικής παραγωγικής λειτουργίας, στα πλαίσια της προσπάθειας να ξεφύγει η οικονομία από την παρατεταμένη περίοδο κρίσης, περνώντας ταυτόχρονα σε ένα αμιγώς καπιταλιστικό-μονοπωλιακό μοντέλο παραγωγής.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, μεταξύ άλλων, εντάσσουμε τη δημιουργία των «κέντρων κράτησης μεταναστών» που ουσιαστικά εκτινάσσουν τον αριθμό των κρατουμένων.
Ο έγκλειστος πληθυσμός της ελλάδας το 1998 ήταν 7.129, το 2003 ήταν 8.555, το 2008 ήταν 10.864, το 2012 έχει ανέλθει σε 12.700 περίπου και οι προβλέψεις λένε ότι το 2020 θα φτάσει στους 19.000. Τη δεκαετία 1996-2006 παρατηρείται αύξηση του ποσοστού των κρατουμένων (καταδικασθέντων και όχι προφυλακισθέντων) κατά 52,6%!*(«Ο θεσμός της υφ' όρων απόλυσης στην Ελλάδα», Λεωνίδας Κ. Χελιώτης)
Παρά την καινούρια νομοθεσία που προβλέπει ευνοϊκή μεταχείριση για μικρές ποινές και αποφυλακίσεις οι φυλακές αντί να «αδειάζουν» συνεχώς γεμίζουν. Όσον αφορά για τις συνθήκες, αυτές συνεχώς επιδεινώνονται με κύρια χαρακτηριστικά τον υπερπληθυσμό (υπερπληρότητα 130%), την εκτεταμένη διαφθορά, τα ναρκωτικά, τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης, το ελλιπές προσωπικό, τους εξευτελισμούς, κ.α..
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία για την σύνθεση του πληθυσμού των φυλακών με ένα 60% περίπου, του συνόλου, των κρατουμένων να είναι αλλοδαποί, στη πλειονότητα μετανάστες χωρίς χαρτιά ή και μικροπαραβάτες που αδυνατούν να πληρώσουν χρηματικά ποσά εγγυήσεων ή δικαστικά έξοδα και ένα 40% περίπου, του συνόλου, των κρατουμένων να είναι παραβάτες του νόμου περί ναρκωτικών με τους περισσότερους να είναι ταυτόχρονα και χρήστες.
«Οι μηχανισμοί δίωξης του κράτους έχουν προχωρήσει στη μεγαλύτερη επιχείρηση σύλληψης και φυλάκισης μικροποινιτών που έγινε ποτέ, γεμίζοντας και πάλι ασφυκτικά τις φυλακές! Λίγους μόλις μήνες μετά τα νομοθετικά μέτρα και τη σχετικά μικρή ελάφρυνση του πληθυσμού των φυλακών από υπόδικους και κατηγορούμενους για ναρκωτικά, το σωφρονιστικό σύστημα χρησιμοποιείται, εν μέσω οικονομικής κρίσης, ως μαζική αποθήκη κράτησης των «άθλιων» της κοινωνίας. Περίπου 1.000 «μικροεγκληματίες» του δρόμου, κυρίως, αλλοδαποί και ανήλικοι, καταδικασμένοι σε ποινές φυλάκισης που δεν ξεπερνούν τον ένα χρόνο, παραμένουν έγκλειστοι στις φυλακές. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης, τον Ιούνιο του 2010, οι κρατούμενοι σε ποινές φυλάκισης μέχρι ένα έτος ήταν κατά 70% περισσότεροι σε σχέση με τον Ιανουάριο 2010! Συνολικά οι κρατούμενοι σε ποινές φυλάκισης μέχρι 5 χρόνια αυξήθηκαν κατά 30% από την αρχή του 2010, όταν συνολικά οι κρατούμενοι είχαν αυξηθεί μόλις κατά 3% το ίδιο χρονικό διάστημα! Σύμφωνα με τα δεδομένα του υπουργείου, αυτοί που οδηγούνται συστηματικά στις φυλακές τους τελευταίους 5 μήνες, είναι κατά βάση άνθρωποι του «κοινωνικού περιθωρίου» χωρίς οικονομική δυνατότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά τις υποσχέσεις για ευνοϊκή μεταχείριση των ανήλικων παραβατών ο αριθμός των ανήλικων κρατουμένων παρουσιάζει σημαντική αύξηση 16% το πρώτο εξάμηνο του 2010!»*(Από ημερήσια εφημερίδα)

Φυλακές άλλου τύπου

Όσον αφορά τα «κέντρα κράτησης μεταναστών» τα αντιλαμβανόμαστε ως φυλακές άλλου τύπου, αφού έχουν όλα τα χαρακτηριστικά του εγκλεισμού αλλά δεν εξυπηρετούν τον όποιο σωφρονισμό, σκοπός είναι η αποθήκευση του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού που δεν μπορεί να απορροφήσει η καπιταλιστική παραγωγή του σήμερα. Κατ’ επέκταση των παραπάνω θεωρούμε ότι η δημιουργία τους εξυπηρετεί τρεις κυρίως σκοπούς:
1.Όπως είπαμε, την αποθήκευση του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού που δεν μπορεί να απορροφήσει η καπιταλιστική παραγωγή του σήμερα.
2.Την ανάγκη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε ένα περιβάλλον αυξημένης ανεργίας με τη δημιουργία τέτοιων φυλακών, καθώς και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση του θεσμού της φυλακής.
3.Την ανάγκη για αποσυμφόρηση, κυρίως του κέντρου της αθήνας, από τους μετανάστες.
Παρ’ όλα αυτά και ενώ στεκόμαστε ξεκάθαρα απέναντι στη δημιουργία τέτοιων μορφών εγκλεισμού και παραγωγής, η αφετηρία μας δεν έχει να κάνει σε καμία περίπτωση με τον φιλανθρωπία, κυρίως όσον αφορά το μεταναστευτικό. Το ζήτημα της μετανάστευσης δεν το λύνουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά δεν το λύνουν και οι εξισωτικές γενικεύσεις που λειτουργούν σαν μπούμερανγκ στους θιασώτες τους. Το έχουμε ξαναπεί και θα το ξαναπούμε, δεν είμαστε αλληλέγγυοι με ΟΛΟΥΣ τους μετανάστες, με ΟΛΕΣ τις γυναίκες με ΟΛΟΥΣ τους έλληνες, εργάτες, έγκλειστους, αλβανούς, άντρες…



Εκλογικός απολογισμός 6/5/12 ή ο επιθανάτιος ρόγχος της μεσαίας τάξης

   Σε συνέχεια του άρθρου «μια κριτική στο δεν πληρώνω» του προηγούμενου τεύχους θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις αιτίες και τις κινήσεις του εκλογικού σώματος στις εκλογές της 6ης μαΐου. Θα ξεκινήσουμε από τον «μεγάλο νικητή» των εκλογών το συριζα και θα συνεχίσουμε με τη χρυσή αυγή. 
   Το ζήτημα είναι να εξετάσουμε την προοπτική ύπαρξης και το μέλλον του ποσοστού εκείνου του πληθυσμού που θα αποτελεί την παλιά μεσαία τάξη. Θεωρούμε δεδομένο το σενάριο για την μετάλλαξη της σε μια κυρίαρχη πληθυσμιακά «τάξη» αλλά με τελείως διαφορετικά εισοδηματικά κριτήρια. Θα την ονομάζαμε υποτιμημένη μεσαία τάξη. «Όταν μιλάμε για μεσαία τάξη εννοούμε το σύνολο των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων στους οποίους συμπεριλαμβάνεται μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, των οποίων η κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας, το ύψος του εισοδήματός τους σε συνδυασμό με τη μονιμότητα καθώς και την άντληση υπεραξίας - για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους - είναι τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του κοινωνικού μπλοκ.»
   Η υποτιμημένη μεσαία τάξη είναι που γύρισε την πλάτη σε νδ, πασοκ, λαος και ανέδειξε και νέους εκπροσώπους της τους, συριζα, καμμένο, χρυσή αυγή. Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή, γιατί λοιπόν επιλέχθηκε ο συριζα; Απλά γιατί εκπληρώνει το όνειρο της πλειοψηφίας για παραμονή σε μια πρότερη κατάσταση προνομίων που έχει ήδη λήξει. Ο συριζα κατάφερε να έρθει δεύτερο κόμμα από την απέλπιδα προσπάθεια της ημί-διαλυμένης μεσαίας τάξης να προασπίσει το ρόλο και τα κεκτημένα της. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τους 1.061.265 ψήφους ως συνειδητούς αριστερούς ψηφοφόρους που έλκονται από τον σοσιαλισμό σε πραγματική βάση. Κι’ αυτό γιατί σε ένα φανταστικό κόσμο όλοι μπορούν να γίνουν τα πάντα. Στην πραγματικότητα όμως ο σύριζα κάλυψε το κενό εκπροσώπησης της μεσαίας τάξης που εγκατέλειψε το πασοκ, αφού ο πρώην εκφραστής και προστάτης της έγινε ο δήμιος της. Σε περίπτωση που κάνει κυβέρνηση μόνος ή με κάποιο άλλο κόμμα υπάρχουν δύο ενδεχόμενα, το πρώτο λέει ότι θα προσπαθήσει να επαναδιαπραγματευθεί το μνημόνιο παραμένοντας στη ζώνη του ευρώ. Θεωρούμε ότι η επαναδιαπραγμάτευση μπορεί να αγγίξει ένα ελάχιστο ποσοστό της συμφωνίας και άρα να απογοητεύσει τους ψηφοφόρους του που σ’ αυτή τη περίπτωση θα στραφούν εναντίον του με την ίδια ταχύτητα που στράφηκαν με το μέρος του. Το δεύτερο σενάριο είναι να οδηγήσει τη χώρα εκτός ευρώ, σε αυτή τη περίπτωση οι ψηφοφόροι του και όχι μόνο θα στραφούν πάλι εναντίον του αφού η εξαθλίωση θα είναι πλέον κυριολεκτικά αφόρητη και όχι εν μέρη και εν δυνάμει αφόρητη όπως συμβαίνει τώρα. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ο κίνδυνος τα γιαούρτια και οι κρεμάλες που στήνονταν στις πλατείες για τους «παλιούς» πολιτικούς να βρουν άλλα «εξιλαστήρια» θύματα. Η «στρατηγική της έντασης» που επέλεξε ο συριζα είναι πολύ πιθανόν να του γυρίσει μπούμερανγκ. Όλα αυτά γιατί όμως; Πως μπορούν να τεκμηριωθούν αυτά τα σενάρια; Το είχαμε πει και θα το επαναλάβουμε, δεν έχει σημασία το νόμισμα μιας οικονομίας αν δεν αλλάξει άρδην το παραγωγικό μοντέλο της που δίνει την αξία σ’ αυτό. Εννοούμε ότι ο καπιταλισμός και η εκμετάλλευση υπάρχουν είτε με δραχμή είτε με ευρώ και αυτό είναι το πρόβλημα. Θεωρούμε την αντιμνημονιακή προσέγγιση κενή, αν όχι επικίνδυνη, περιεχομένου. Ούτε με το μνημόνιο ούτε με το αντιμνημόνιο. Πάντως ο συριζα δεν ξέρουμε αν θέλει να δημιουργήσει τις δομές για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Οι πλατείες δεν παράγουν υλικά αγαθά που χρειάζονται στον πληθυσμό αλλά και ούτε ακούσαμε ότι θέλουν να αλλάξουν το μοντέλο παραγωγής. Κίνημα διαμαρτυρίας που δεν έχει πίσω του μια ισχυρή οργάνωση με δομές για να στηρίξει την αλλαγή δεν μπορεί να φτάσει μακριά. Θα τους προτείναμε αντί να κράζουν, σε σημείο ρατσιστικό μερικές φορές, τους γερμανούς να κοιτάξουν και λίγο τα του οίκου τους. Να μας πουν τη θέση τους για την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, για τον επαναστατικό συνδικαλισμό, είναι με την κρατικοποίηση ή με την ιδιωτικοποίηση και πιο εύκολα, για τα κλειστά επαγγέλματα για την μετανάστευση, για τα προνόμια των συντεχνιών. Αλλά, τι να κάνεις τώρα, δύσκολά πράγματα τους ζητάμε, πάνε κάνε καμιά χειραψία με το συνδικάτο των ιδιοκτητών ταξί μπας και πάρουμε κάνα ψήφο και τα λέμε. Το θέμα είναι ότι οι εποχές έχουν αγριέψει πολύ και τα χέρια που σήμερα φιλούσες αύριο μπορεί να σε μουντζώνουν.

   Ο φασισμός σε θέλει δούλο των αφεντικών

   Θα συνεχίσουμε την ανάλυση με την χρυσή αυγή, το δεύτερο νικητή των εκλογών. Κατά πρώτον θεωρούμε ότι οι 440.894 ψήφοι που πήρε προέρχονται σε μεγάλο ποσοστό από το λαος που εξαφανίστηκε σε μια νύχτα. Το λαος όλα αυτά τα χρόνια προλείανε το έδαφος για την άνοδο της δεξιάς του πτέρυγας της χα. Αλλά δεν είναι μόνο οι πρώην ψηφοφόροι του λαος αυτοί που ψήφισαν χα, υπήρξαν και πολλοί άλλοι και αξίζει να αναλύσουμε τις αιτίες αυτής της συμπεριφοράς. Θα περίμενε κανείς τα ποσοστά της χα να προέρχονται σε συντριπτικό βαθμό από τα αστικά κέντρα και δη αυτά που το ποσοστό της μετανάστευσης είναι αυξημένο. Και όμως όχι, τα ποσοστά της χα είναι το ίδιο περίπου κατανεμημένα σε όλη την επικράτεια. Η χα είναι η εξωθεσμική δύναμη που αναλαμβάνει το ρόλο της πειθάρχησης και πλέον διαχείρισης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στα αστικά κέντρα. Εννοούμε ότι είναι ο διαμεσολαβητής κατά ένα τρόπο ανάμεσα στους μετανάστες και την οικονομική δραστηριότητα. Καλύπτει το θεσμικό κενό που δεν αναλαμβάνει το κράτος σε σχέση με τους μετανάστες και τη διαχείρισή τους ως εργατικό δυναμικό. Αυτά συμβαίνουν στα αστικά κέντρα, στην επαρχία όμως, γιατί; Η πειθάρχηση και διαχείριση των μεταναστών ως εργατικού δυναμικού στη επαρχία επιτυγχάνεται με άλλους τρόπους. Τη διαμεσολάβηση αναλαμβάνει να παίξει η κοινότητα με τους δεσμούς που υπάρχουν και δύσκολα διαρρηγνύονται αφού ο παράγοντας της μη αστικοποίησης των σχέσεων λειτουργεί αποτρεπτικά για κάτι τέτοιο. Άρα η χα σαν δύναμη εξωθεσμική σε ένα τέτοιο περιβάλλον χάνει τον λόγο ύπαρξής της. Εντοπίζουμε τη αύξηση των ποσοστών της στην επικράτεια στη μετάλλαξη που πραγματοποιείται όσον αφορά την προέλευση του εργατικού δυναμικού που αναλαμβάνει να πειθαρχήσει και να διαχειριστεί. Το ντόπιο, πλέον, εργατικό δυναμικό. Αυτός είναι ρόλος του φασισμού να πειθαρχεί το εργατικό δυναμικό σε περιόδους κρίσης της οικονομίας. Στην αρχή μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας και εν συνεχεία με την ανατροπή αυτής και για όσο χρειαστεί. Δεν προφητεύουμε πάντως, κάποιου είδους χούντα στα μέρη μας στα κοντά. Αν και αυτή η μετάλλαξη δεν είναι ακόμα εμφανής εν τούτοις τα στοιχεία δείχνουν κάτι τέτοιο αφού πλέον το κράτος ως θεσμικός παράγοντας ανέλαβε πλέον τις ευθύνες του όσον αφορά τη διαχείριση των μεταναστών με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
   Η αντιμετώπιση του φαινόμενου έχει να κάνει με την ανάγκη για τη συγκρότηση δομών διαχείρισης του εργατικού δυναμικού από τους ίδιους τους εργάτες ως προταγματικό χαρακτηριστικό. Όχι αόριστα και αποσπασματικά αλλά με σχέδιο και στόχο. Βιαιοπραγίες αυθόρμητου και αποσπασματικού χαρακτήρα εναντίον της χα εφόσον ανάγονται ως το μέσο, κυριολεκτικά δεν θα οδηγήσουν πουθενά. Φτάνουν τα αντί, έχουν δείξει τα όριά τους με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Καιρός για οργάνωση.



Θάνατος στο Φασισμό

   Εν έτει 2012 ο διάχυτος κοινωνικός φασισμός δεν είναι πλέον μόνο διάχυτος. Είναι οργανωμένος, έχει όνομα, και δεν έρπεται πλέον. Έχει σηκώσει κεφάλι και αξιώνει ζωτικό χώρο. Το αυγό του φιδιού επωάστηκε και έχει πλέον βγάλει κεφάλια. Καμουφλαρισμένα με τη μάσκα «ομάδες-σύλλογοι κατοίκων» ή και απροκάλυπτα, τριγυρνάνε στους δρόμους και στις πλατείες των πόλεων και της επαρχίας, στους εργασιακούς χώρους και κυρίως στις συχνότητες των μμε. Τα παραδείγματα δεν εκλείπουν, από τις συνελεύσεις κατοίκων-φασιστών του άγιου παντελεήμονα, μέχρι τις «επισκέψεις» της νεοναζιστικής οργάνωσης χρυσή αυγή στον απεργιακό χώρο της ελληνικής χαλυβουργίας. Αλλά και σε θεσμικό πλαίσιο παρατηρείται άνοδος της οργανωμένης ακροδεξιάς (γενικότερη άνοδος ποσοστών ακροδεξιών κομμάτων, ένταξη πολλών φασιστών σε υπουργικές θέσεις, ενώ o πρόεδρος της χρυσής αυγής χαιρετά ήδη φασιστικά στο δημοτικό συμβούλιο αθηνών ως εκλεγμένο μέλος του κ.α.).
   Σε μια κοινωνία που λειτουργεί με το δόγμα «ο καθένας για την πάρτη του», η οικονομική κρίση με την ανεργία και τη μείωση ρευστού για κατανάλωση που αυτή συνεπάγεται, αποτελεί την ιδανική συνθήκη για την καλλιέργεια φασιστικών απόψεων και πρακτικών, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Η Ιταλία του 1920 είχε να διαχειριστεί ένα μεγάλο χρέος που άφησε ο 1ος π.π. και το οποίο βάρυνε κυρίως τις πλάτες της εργατικής τάξης. Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου ξεσπάνε μαζικές και δυναμικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις εργοστασίων, οι οποίες εξαπλώνονται ταχύτατα σ’ όλες τις βιομηχανικές περιοχές. Κάπου εκεί αναλαμβάνουν και πρώτη φορά δράση οι δυνάμεις των φασιστών (fascio=δέσμη), τις οποίες επανδρώνουν κυρίως βετεράνοι του πολέμου, που χρηματοδοτούμενοι από μεγαλοαφεντικά και με την υποστήριξη της κυβέρνησης και του στρατού, στόχο έχουν την καταστροφή των εργατικών σωματείων και την βίαιη καταστολή των εξεγερμένων εργατών. Στην Γερμανία του μεσοπόλεμου υπήρχε ένα τεράστιο ποσοστό ανεργίας και μια βίαιη προλεταριοποίηση μεγάλης μερίδας των μικρό/μεσοαστών, καθώς και μια δυσβάστακτη αποζημίωση που ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει το Γερμανικό κράτος σε διάφορες χώρες λόγο του 1ου Π.Π. (συνθήκη Βερσαλλιών 1919). Ακριβώς σε αυτό το περιβάλλον άρχισε να παίρνει έδαφος ο εθνικοσοσιαλισμός (nαtionalsozialismus) αρχικά με ένα πρόταγμα που έλεγε «δουλειά στους ντόπιους και όχι στους ξένους» και «έξω οι εβραίοι». Όλα αυτά καταλήγουν βέβαια στο Ολοκαύτωμα και στο 2ο π.π. με τους εκατομμύρια νεκρούς, στα χαρακώματα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
   Στη σημερινή, τώρα, συνθήκη της κρίσης χρέους στην ελλάδα, πρώτο θύμα αυτής της κατάστασης είναι οι μετανάστες. Άνθρωποι που ξενιτεύονται για διάφορους σκοπούς, μόνιμη ή περιορισμένη χρονικά παραμονή, αναζήτηση «καλύτερων» συνθηκών ζωής, επιδίωξη πλουτισμού και κοινωνικής ανέλιξης. Οι μετανάστες αποτελούν εργατικό δυναμικό εύκολα εκμεταλλεύσιμο μέσω του φόβου, του ρατσισμού και της καταστολής αλλά και της δικής τους ανάγκης για επιβίωση. Αποτελούν ένα φθηνό εργατικό δυναμικό, που δεν είναι ασφαλισμένο, δεν αντιδράει και δεν απαιτεί έστω τα νόμιμα εργατικά κεκτημένα. Είναι ο εργασιακός σάκος του μποξ για κάθε φέρελπι αφεντικό. Τα δύο κυρίαρχα χαρακτηριστικά που «ενοποιούν» την κοινωνική κατηγορία μετανάστης είναι η φυγή από μια χώρα και ο ερχομός σε μια άλλη καθώς και η κοινή ταξική θέση ανθρώπων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Από εκεί και πέρα η ταξική συνείδηση, η διαφορετική γλώσσα, η διαφορετική κουλτούρα, το διαφορετικό φύλο, η διαφορετική ηλικία, οι διαφορετικές αξίες κ.α. είναι στοιχεία που απαγορεύουν την οποιαδήποτε περαιτέρω γενίκευση αυτών των ανθρώπων σε μια κοινή ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά. Δεν είναι ίδια η Κ. Κούνεβα με ένα νταβατζή ή με κάποιον που σκύβει το κεφάλι στα αφεντικά και ας είναι και οι δύο μετανάστες. Το ίδιο ισχύει και με τους ντόπιους. Δεν είναι ίδιοι αυτοί που αγωνίζονται για τη καθολική ανατροπή του καπιταλιστικού εποικοδομήματος και τη ριζική αναδιάρθρωση της παραγωγής , με αυτούς που ψηφίζουν φασίστες και απαρτίζουν τις ομάδες κατοίκων που μισούν το διαφορετικό. Δεν έχει κανένα κοινό στοιχείο ο εφοπλιστής με τον εργάτη που συμμετέχει σε αυτοοργανωμένα σωματεία βάσης και ας μιλάνε την ίδια γλώσσα, δεν υπάρχει κανένα σημείο συνεννόησης. Με άλλα λόγια , δεν αναγνωρίζουμε κανένα κοινό εθνικό-φυλετικό-θρησκευτικό συμφέρον μεταξύ των ανθρώπων. Τα κράτη και οι πατρίδες είναι τα μαντριά των αφεντικών· οι ελεύθεροι άνθρωποι δεν γνωρίζουν σύνορα. Για εμάς ο μόνος πόλεμος που διεξάγεται είναι ο ταξικός , ανάμεσα σε εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, σε εργάτες και αφεντικά, σε αυτούς που συνειδητά πολεμάνε για μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και σε αυτούς που ατσαλώνουν τα δεσμά του κυρίαρχου συστήματος.
   Το σύστημα κυρίως μέσω της μιντιακής προπαγάνδας γενικεύει την εικόνα για τους μετανάστες, τους παρουσιάζει συνολικά ως την αιτία της ανεργίας και της «ανασφάλειας». Διαχωρίζει τους μη έχοντες, έλληνες και ξένους, βάση του δικαιώματος στην εργασία με εθνικά χαρακτηριστικά. Τα προϊόντα αυτής της κυρίαρχης προπαγάνδας ποικίλλουν ανά τους καιρούς. Ξεκινώντας από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης πριν από κάποια χρόνια έχουμε φτάσει σήμερα στον περιβόητο φράχτη στον Έβρο. Αλλά και για όσους είναι «τυχεροί» και καταφέρουν να εισέλθουν, εκτός από τα κρατικά όργανα, καιροφυλακτούν και οι διάφορες παρακρατικές οργανώσεις-ομάδες κατοίκων οι οποίες αναλαμβάνουν να «ξεβρομίσουν» τις γειτονιές από τους μετανάστες. Άλλωστε τα γεγονότα του περασμένου μαΐου (2011) είναι ακόμη νωπά, όπου με αφορμή την τραγική δολοφονία του 44χρονου Μανώλη Καντάρη ένα ρατσιστικό πογκρόμ πρωτοφανούς έντασης και βιαιότητας έλαβε χώρα στο κέντρο της Αθήνας, με έναν νεκρό και δεκάδες άλλους μετανάστες σοβαρά τραυματισμένους. Πρόσφατα μάλιστα έχουν βγει πολλά δημοσιεύματα που κάνουν λόγο για σχηματισμό ειδικών φασιστο-πολιτοφυλακών οι οποίοι θα εξασφαλίσουν την εθνική-κοινωνική ειρήνη σε περίπτωση γενικευμένης εξέγερσης.
   Στη δεδομένη χρονική στιγμή η συνεχής παρουσία μας σε μέρη που υπάρχει καμουφλαρισμένη και μη έξαρση του ρατσισμού, θεωρείται απαραίτητη ως απάντηση στη γενίκευση του φασιστικού φαινόμενου. Η συνολική επιθετική απάντηση σε κάθε είδους ρατσισμό καθώς και σε κάθε φασιστική πρακτική είναι δεδομένη. Να αποδομήσουμε τη κυρίαρχη προπαγάνδα του εθνικού-φυλετικού μίσους αντιστρέφοντάς το σε μίσος ταξικό. Μέχρι την ατομική και συλλογική απελευθέρωση από κάθε είδους φασισμό.


ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΑΘΕ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ ΔΕ ΜΕΤΡΙΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΕΘΝΟΣ ΚΑΙ ΦΥΛΗ
ΚΑΤΑΛΗΨΗ LIBERTATIA
μοίρασμα στην αντίφα πορεία 17-3-2012


Θεωρίες Συνομωσίας
   Οι θεωρίες συνωμοσίας τελευταία εμφανίζουν μια όλο και αυξανόμενη απήχηση, με συνέπεια να υιοθετούνται από μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας λόγω της ευκολίας διατύπωσής τους. Ως τέτοιες μπορούμε να χαρακτηρίσουμε θεωρίες, που πίσω από κάθε πολιτική ή οικονομική κίνηση αναζητούν μια οργανωμένη με μυστικιστικό και υπόγειο τρόπο ομάδα ανθρώπων, που την υποκινεί κι έτσι καθορίζει τη λειτουργία του συστήματος και τη χάραξη της εγχώριας και  διεθνούς  πολιτικής. Η συνωμοσία, γενικότερα, μπορεί να οριστεί ως μια μυστική συμφωνία ή κίνηση ομάδας ατόμων, η οποία προσδοκά στην επίτευξη ενός συγκεκριμένου σκοπού (συν + oμνυμι = ορκίζομαι).
Πρόγονοι και συγγενείς τέτοιων θεωριών (με τεράστιες όμως διαφορές) θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι οι λαϊκοί-αστικοί μύθοι. Ανέκαθεν η αδυναμία εξήγησης κάποιων φαινομένων και το περιορισμένο γνωστικό πεδίο των ανθρώπων οδηγούσε σε μεταφυσικές σκέψεις εκφραζόμενες με απλοϊκό τρόπο για να ερμηνευτούν ορισμένα γεγονότα. Εξάλλου, πάντα υπήρχε η ανάγκη γι' αυτούς που εξουσιάζουν να συσπειρώνουν τους υπηκόους τους εναντίον ενός υποτιθέμενου εχθρού. Μ' αυτόν τον τρόπο αμβλύνονταν οι ταξικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της κοινωνίας και επιτυγχανόταν η πολυπόθητη για τους αρχόμενους ενότητα.
Μια απαρχή αυτού του φαινομένου μπορεί να ανιχνευθεί σε γεγονότα, όπως το κυνήγι των μαγισσών κατά τον Μεσαίωνα. Για όλα έφταιγαν οι μάγισσες που έπρεπε να εξοντωθούν για τη «διατήρηση της ηθικής τάξης». Κατά τα χρόνια της νεοτερικότητας παρόμοια περιστατικά προσέλαβαν μια πιο σύγχρονη μορφή κι έτσι φτάνουμε σε θεωρίες σαν αυτές του γερμανικού αντισημιτισμού του 19ου αιώνα, οι οποίες κορυφώθηκαν με τις ναζιστικές και φασιστικές θεωρίες, καθώς και με την εγκαθίδρυση του ρατσιστικού καθεστώτος του Γ΄ Ράιχ (φυσικά και σε άλλες χώρες υπήρξαν παρόμοια συμβάντα, όμως, ίσως η Γερμανία να αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα*). Επίσης, οι θεωρίες συνωμοσίας χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και από τα δυο στρατόπεδα για να ενισχύσουν την προπαγάνδα των δυο θεωρητικά αντιμαχόμενων δυνάμεων (ΗΠΑ, δυτικός κόσμος- ΕΣΣΔ, ανατολικό μπλοκ). Μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, οι συνωμοσιολογικές θεωρίες ασχολήθηκαν και ασχολούνται με τη λεγόμενη Νέα Τάξη Πραγμάτων (NWO- New World's Order) και την υποτιθέμενη Παγκόσμια Διακυβέρνηση.
Η κριτική στη Νέα Τάξη Πραγμάτων από συνωμοσιολογικής πλευράς προέρχεται είτε από ακροδεξιούς και φονταμενταλιστές είτε από κομμάτια της ευρύτερης Αριστεράς. Οι μεν τονίζουν την απειλή για τη θρησκεία, τον πολιτισμό και την εθνική ταυτότητα, οι δε επικεντρώνονται σε συνωμοσιολογικά παιχνίδια, ώστε να εξηγήσουν με άκρως λαϊκίστικο και εθνικιστικό πολλές φορές λόγο τις συγκρούσεις για τον έλεγχο σημαντικών γεωγραφικών περιοχών, την συνεχιζόμενη ενοποίηση του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και τα διάφορα οικονομικά συμφέροντα που κατ' επέκταση διακυβεύονται. Οι πρώτοι, λοιπόν, φοβούνται για την εξάλειψη των εθνών και των εθνικών και θρησκευτικών χαρακτηριστικών και μάλιστα συχνά κάνουν κριτική ακόμα και στο καπιταλιστικό σύστημα (λες και δεν στήριξε ο καπιταλισμός την ύπαρξη των εθνών τόσα χρόνια). Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο καπιταλισμός, αφού στηρίχτηκε και αναπτύχθηκε χάρη στο θεσμό του έθνους-κράτους, τώρα θέλει πλέον (κυρίως μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου) να ενοποιηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο υπό τη σκέπη της ελεύθερης Αγοράς. Επεκτείνεται σε χώρες με φτηνά εργατικά χέρια, αλλά και «δημιουργεί» φθηνό εργατικό δυναμικό στα προηγμένα κράτη μέσω της μετανάστευσης. Έτσι, διαφαίνεται ότι από δω και πέρα (αναφερόμαστε κυρίως στον δυτικό κόσμο) τα κράτη θα χρησιμοποιούνται μόνο για να σώζουν τον καπιταλισμό σε περιόδους κρίσης και γενικότερα για να στηρίζουν το σύστημα όταν είναι ευάλωτο, χωρίς να παρεμβαίνουν στη λειτουργία της Αγοράς.
Σ' αυτό το σημείο μεγάλο μέρος της Αριστεράς αντί να τονίσει την εξέλιξη του καπιταλισμού και την ολοένα και αυξανόμενη εκμετάλλευση των εργαζομένων από τα αφεντικά, στήνει θεωρίες συνωμοσίας πάνω σε λαϊκίστικα πλαίσια. Δεν προωθεί τον διεθνισμό και την εργατική αλληλεγγύη ουσιαστικά, αλλά προβάλλει τον ιμπεριαλισμό ως βλέψη ορισμένων κρατών μόνο (π.χ. ΗΠΑ, Ισραήλ), δημιουργώντας ένα λανθάνοντα ρατσισμό και ξεχνώντας μάλλον ότι κάθε κράτος όταν του δίνεται η δυνατότητα θέλει να επεκταθεί και να αυξήσει τη δύναμή του.
Οι θεωρίες συνωμοσίας σπέρνουν τη σύγχυση και τη ματαιοδοξία και συχνά οδηγούν σε φρικαλέα γεγονότα. Αποτελούν εύπεπτες ιστοριούλες που αγγίζουν τα όρια της μεταφυσικής και της μυθοπλασίας. Επειδή ξεκινούν από μια αληθινή ή έστω αληθοφανή βάση επεκτείνονται με απίστευτη ταχύτητα και μπορούν να προσλάβουν χαρακτήρα συγκινησιακής πανούκλας, όπως θα έλεγε και ο Βίλχελμ Ράιχ. Οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα που αυτές προβάλλουν στηρίζονται σε λογικά άλματα, τα οποία καλύπτονται από αμφιβόλου ποιότητας αποδείξεις και μεγάλες δόσεις φαντασιοπληξίας. Δεν είναι και λίγες οι φορές που προσβάλλουν κοινωνικά κινήματα με συνέπεια την καταστολή και αδρανοποίησή τους, συνθήκη που εξυπηρετεί μόνο αυτούς εναντίον των οποίων στρέφονται αυτά τα κινήματα.
Γι' αυτό δεν έχει τόση σημασία ο εντοπισμός της χώρας προέλευσης ή του θρησκευτικού πιστεύω αυτών που ασκούν την πολιτική και οικονομική εξουσία, αλλά του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός είναι κυρίως ένα απρόσωπο σύστημα που έχει φυσικά υπερασπιστές και υπηρέτες. Εξάλλου, όποιο κι αν ήταν το πολιτικό και οικονομικό σύστημα στο παρελθόν, πάντα υπήρχε μια ελίτ που ασκούσε την εξουσία σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και που προσπαθούσε να την επεκτείνει όσο το δυνατόν περισσότερο. Φυσικά, δεν παραγνωρίζουμε ότι η εξουσία αποτελεί μια πολύπλοκη κοινωνική σχέση και κατ΄ επέκταση αφορά στο κοινωνικό σύνολο κι όχι μόνο σ΄ αυτούς που την ασκούν.
Συνωμοσίες, λοιπόν, γίνονταν πάντα και θα συνεχίσουν να γίνονται. Σκοπός μας δεν είναι να αναλωνόμαστε προσπαθώντας να τις ξεσκεπάσουμε, αφού ούτως ή άλλως το φορτίο τους δεν είναι αναγκαστικά αρνητικό (συνωμοσία μπορεί να κάνουν τόσο ο Βγενόπουλος με τον Βαρδινογιάννη για να αυξήσουν τα κέρδη τους όσο και οι εργάτες ενός εργοστασίου για να το καταλάβουν). Σημασία έχει να πληγεί ο καπιταλισμός ως σύστημα αναπαραγωγής του κεφαλαίου και η εξουσία ως κοινωνικός θεσμός που διαιωνίζει την ανισότητα, με απελευθερωτικά μέσα κι όχι με τον ακραίο λαϊκισμό.
Γι΄ αυτό το λόγο η απάντηση στον καπιταλισμό δεν μπορεί να προέλθει από θεωρίες που υποθάλπουν τον ρατσισμό και συμπληρώνουν επάξια την θρησκεία, αλλά από τη ταξική συνειδητοποίηση της επίθεσης που δεχόμαστε από τα αφεντικά και η οποία είναι μονόπλευρη. Δεν θα πέσουμε στην παγίδα της μισαλλοδοξίας, του λαϊκισμού και του εθνικισμού. Τέτοιες κοντόφθαλμες και ευκολόπεπτες θεωρίες και ιδεοληψίες τους μόνους που εξυπηρετούν είναι τα αφεντικά και τους εξουσιαστές
*είναι γνωστές οι θεωρίες που έπλασαν οι ναζί για την ύπαρξη της Κοίλης Γης (δηλαδή επειδή η γη είναι ελλειματικός κύκλος στα σημεία κοντά στους Πόλους είναι κούφια κι εκεί ζουν φυλές που κάποια στιγμή θα εμφανιστούν στην επιφάνεια) ή για τις προσπάθειες των Εβραίων για παγκόσμια κυριαρχία



1.05.2012
Εν έτει 2012 με ότι αυτό συνεπάγεται (βλέπε κρίση, μνημόνιο…), πέντε ημέρες πριν τις κοινοβουλευτικές εκλογές , η απεργία της 1ης Μάη στην ελλάδα μόνο επετειακή δεν πρέπει να είναι.
Γεγονός, βέβαια, είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια αυτή η μέρα έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό το πολιτικό της νόημα στις συνειδήσεις των εργατών/τριών. Στους περισσότερους/ες η μέρα αυτή πιο πολύ μοιάζει σαν αργία, γιορτή της άνοιξης, παρά σαν ημέρα μνήμης και τιμής των εργατικών αγώνων της 1ης Μάη του 1886. Ωστόσο φέτος και για τους λόγους που προαναφέραμε, η μέρα αυτή είναι απαραίτητο να αποκτήσει τα πολιτικά χαρακτηριστικά που της αναλογούν.
Με τον καπιταλισμό να εντατικοποιεί την εκμετάλλευση όλο και περισσότερο λόγω της οικονομικής κρίσης, η οποία είναι ουσιαστικά κομμάτι του συστήματος αυτού και όχι μια ατυχής συγκυρίας, με τα εργατικά δικαιώματα να καταπατούνται η φετινή πρωτομαγιά είναι η ιδανική ευκαιρία για την ανασυγκρότηση και την ουσιαστική οργάνωση του εργατικού κινήματος πάνω σε επαναστατικές βάσεις.   Τα τελευταία χρόνια στην ελλάδα η εργατική τάξη, παρά τις πιέσεις που δέχεται από τους εκμεταλλευτές της, έχει αναλωθεί σε απεργίες-πορείες πυροτεχνήματα. Τέτοιες αποσπασματικέςς κινήσεις αντί να είναι μέτρο πίεσης κατά των αφεντικών και εργαλείο συσπείρωσης και ριζοσπαστικοποίησης των εργατών/τριών, λειτούργησαν περισσότερο ως βαλβίδες αποσυμπίεσης της κοινωνικής αγανάκτησης και δυσφορίας. Γι’ αυτή την κατάσταση μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρουν τα πουλημένα εργατικά συνδικάτα (ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ) που παίζουν το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ αφεντικών και εργατών/τριών, εξυπηρετώντας κυρίως τα συμφέροντα των πρώτων. Μερίδιο ευθύνης αναλογεί και στην πλειοψηφία των αριστερών οργανώσεων, οι οποίες αναλώνονται κυρίως σε συντεχνιακές-οικονομικές διεκδικήσεις, αντί να στοχεύουν στο γενικότερο συμφέρον της εργατικής τάξης, που δεν είναι άλλο απ’ την αταξική κοινωνία. Κομμάτι αυτού του φαινομένου αποτελεί και ο εθιμοτυπικός-θεαματικός χαρακτήρας που έχει πάρει η σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής. Θεωρούμε ότι η πρακτική της σύγκρουσης με όρους θρησκευτικής προσήλωσης στον αυθορμητισμό και επί του πρακτέου σε λογικές hit n run(n hide) τίποτα δεν έχει πλέον να κερδίσει και κινδυνεύει να καταλήξει σε μια διαδικασία αυτοπραγμάτωσης μέσα από τον μηχανισμό του θεάματος. Για εμάς τέτοιες λογικές είναι εξ αρχής αποσπασματικές και ανεπαρκείς. Θεωρούμε ότι σήμερα, η πραγματική και ουσιαστική σύγκρουση είναι η οργάνωση με σταθερές δομές που θα μπορεί να εξασφαλίζει στα μέλη της το βασικό αίσθημα της εμπιστοσύνης. Πρώτα στο ζήτημα των πολιτικών συμφωνιών, μετέπειτα στο οργανωτικό-επιχειρησιακό σκέλος του εγχειρήματος και κατ’ επέκταση στην επίτευξη της (όσο είναι αυτό δυνατό) ασφαλούς έκβασης της εκάστοτε δράσης. Μ’ άλλα λόγια της σύγκρουσης με τους όρους που θέτουμε εμείς.
Σε συνδυασμό, λοιπόν, με τη θωράκιση της οργάνωσης των εργατών στο δρόμο, ανάλογη πρέπει να είναι η θωράκιση και στους χώρους εργασίας. Πρέπει, δηλαδή, να υπάρξει η οργάνωση των εργατών/τριών σε επαναστατικά σωματεία βάσης και σε εργατικά συμβούλια, που στόχο θα έχουν την κατάληψη και αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής από τους ίδιους/ιες, καθώς και σε κολεκτίβες εργασίας για την κατάργηση των σχέσεων εκμετάλλευσης στην παραγωγή.
Η παρούσα συγκυρία ,λοιπόν, επιβάλει άμεσες και αποτελεσματικές ενέργειες από την πλευρά μας που θα στέκονται πάνω σε μια ρεαλιστική βάση και όχι μια επανάληψη των στρατηγικών του παρελθόντος, που πλέον καταρρέουν μεσ’ στα όρια τους. Κι επειδή, όπως έχουμε ξαναπεί, η πολιτική είναι η τέχνη είναι του εφικτού, το δίλημμα που προκύπτει είναι το εξής απλό: “ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε”.

Σχόλια